Αμφιλεγόμενος, σκανδαλώδης, με μυστηριωδώς αστρονομική άνοδο και σαρωτικό πέρασμα στο επιχειρηματικό, πολιτικό και κοινωνικό «στερέωμα» της Ιταλίας -και δη με αντίκτυπο πέραν των συνόρων της- ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έφυγε από τη ζωή στα 86 του αφήνοντας πίσω του ως «κληροδότημα» τον μπερλουσκονισμό.
Ένας μεσοαστός που έγινε δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των ακινήτων και των ΜΜΕ και έπειτα ο μακροβιότερος μεταπολεμικά πρωθυπουργός της Ιταλίας -ο πρώτος εδώ και μισό αιώνα που ολοκλήρωσε μια πλήρη πενταετή θητεία- παραμένοντας μέχρι το τέλος όχι απλά παρών, αλλά και ρυθμιστής της πολιτικής σκηνής, παρά το ότι ήταν βουτηγμένος σε πλείστα όσα σκάνδαλα: από διαφθοράς έως κατ’ ευφημισμόν «ροζ».
Χάρη στο ταλέντο του στη δημαγωγία και το επικοινωνιακό μάρκετινγκ από τη μια, σε προστατευτικούς για τον ίδιο και την επιχειρηματική αυτοκρατορία του νόμους που θεσπίστηκαν επί πρωθυπουργίας του (σε συνολικά τέσσερις κυβερνήσεις) από την άλλη, κατάφερε να επιζήσει επί τρεις δεκαετίες πολιτικά και νομικά.
Αν και αντιμέτωπος με περισσότερες από 30 κατηγορίες, που κυμαίνονταν από κατάχρηση εξουσίας έως πορνεία ανηλίκων, καταδικάστηκε τελεσίδικα μόλις μια φορά.
Αυτό δε το 2013 για φορολογική απάτη, με μείωση της ποινής λόγω γήρατος -ήταν τότε 76 ετών- σε ένα έτος κοινωφελούς εργασίας και έξι χρόνια αποκλεισμό από αιρετά αξιώματα.
Αρνούμενος οποιαδήποτε αδικοπραγία, ο ίδιος αυτοπροβαλλόταν μονίμως ως θύμα πολιτικής βεντέτας από αριστερούς δικαστές.
Με την άρση της απαγόρευσης ανένηψε μάλιστα άμεσα πολιτικά, εξασφαλίζοντας σε ηλικία 82 ετών την εκλογή του με το δεξιό κόμμα του, τη Forza Italia, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ήταν το γηραιότερο μέλος του, με τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής σε ψηφοφορίες (59%).
Απτόητος επεδίωξε το 2022 την εκλογή του στην προεδρία της Ιταλίας, ματαίως.
Ανάγοντας ωστόσο την ανάδειξή του στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα ως προσωπική δικαίωση, ο Μπερλουσκόνι συνέχισε να το εποφθαλμιά ακόμη και μέσα από την έσχατη πολιτική πράξη του.
Τη συμμετοχή στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό τη νεοφασίστρια Τζόρτζια Μελόνι.
Το «φαινόμενο Μπερλουσκόνι»
«Η πλειοψηφία των Ιταλών θα ήθελε να είναι σαν εμένα, να βλέπουν τον εαυτό τους σε εμένα και στο πώς συμπεριφέρομαι», είπε πει κάποτε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, συνοψίζοντας ουσιαστικά το πολλαπλά βαθύ «αποτύπωμα» που άφησε στην Ιταλία.
Με «θολό» οικονομικό υπόβαθρο -που πολλοί απέδωσαν σε διασυνδέσεις με τη μαφία- έφτιαξε κοντά στα 30 του από το πουθενά μια κατασκευαστική αυτοκρατορία, φτιάχνοντας στο Μιλάνο πολυτελή «γκέτο» πλουσίων.
Συνέχισε με τη δημιουργία ενός τεράστιου μιντιακού κολοσσού.
Εντάχθηκε στη παράνομη μασονική οργάνωση P2, πάλαι ποτέ αποκαλούμενη «σκιώδης κυβέρνηση» της Ιταλίας.
Ενίσχυσε το δημόσιο προφίλ του με τη «νεκρανάσταση» ενός ένδοξου ποδοσφαιρικού συλλόγου, της AC Milan.
Το 1994 εκμεταλλεύτηκε το πολιτικό κενό από τα σκάνδαλα διαφθοράς, που εξάλειψαν μια ολόκληρη γενιά πολιτικών στην Ιταλία.
Έχτισε πάνω σε αυτά τα «ερείπια» τη δική του πολιτική καριέρα.
Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «εκλεκτό» για τη διάσωση της Ιταλίας από ένα σαθρό πολιτικό κατεστημένο, πρωτίστως δε -κατά το αφήγημά του- από τον «ορατό κίνδυνο κατάκτησης της εξουσίας από την Αριστερά και τους κομμουνιστές».
Ο γκροτέσκος χαρακτήρας του, η δημαγωγική ρητορική του και τα ισχυρά μέσα που ήδη πια διέθετε για να τη διαδίδει, καθώς και η υπόσχεσή του στον μέσο Ιταλό για ένα εθνικό οικονομικό «θαύμα» όπως το δικό του, τον εκτόξευσαν στην εξουσία.
Η νίκη με το «καλημέρα» του κόμματός του, Forza Italia, ανάγεται από πολλούς ως η ιδρυτική πράξη της ιταλικής Δεύτερης Δημοκρατίας.
Επικριτές του, αλλά και πρώην συνεργάτες του, είπαν ότι πραγματικό του κίνητρο ήταν να σωθεί ο ίδιος και η επιχειρηματική αυτοκρατορία του από την Επιχείρηση «Καθαρά Χέρια».
Έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια του τεράστια πολιτική και μιντιακή δύναμη, εξελέγη τρεις φορές πρωθυπουργός, υπηρετώντας συνολικά εννέα χρόνια.
Είτε στην εξουσία, είτε εκτός, κατάφερνε να βγαίνει αλώβητος από τα σκάνδαλα, αποσπώντας εντός και εκτός Ιταλίας πολλούς τιμητικούς τίτλους και διακρίσεις, όπως αυτή του «Καβαλιέρε».
Μια δηλητηριώδης «κληρονομιά»
«Πείθοντας, σαγηνεύοντας, ικανοποιώντας τους άλλους: αυτό ήταν πάντα το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι», γράφει η ιταλική εφημερίδα La Repubblica.
«Δεν το χωρούσε ο νους του ότι μπορεί να υπάρχει μεγάλη μερίδα του κοινού που θεωρούσε τις τηλεοπτικές εκπομπές του αντιπαιδαγωγικές και την είσοδό του στον χώρο άκρως απαράδεκτη, επειδή έβλεπε σε αυτές τον καιροσκοπισμό ενός ανθρώπου που επιλέγει την πολιτική όχι από έφεση, αλλά από κυνική αυτοάμυνα», επισημαίνει ο δημοσιογράφος Κοντσέτο Βέκιο.
«Ο ιός του λαϊκισμού, που κάποια στιγμή μόλυνε τον κόσμο, μεταδόθηκε ακριβώς από τον πολιτικό Καβαλιέρε».
Όπως και οι εκτός Ιταλίας μετέπειτα όμοιοί του -με πλέον τρανό παράδειγμα τον Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ- έγινε ο πλούσιος που ψήφιζαν μέχρι και οι φτωχοί, συγχωρώντας του τα πάντα: σκάνδαλα, γκάφες, εγωπάθεια, την καταφανή σύγκρουση συμφερόντων, την υπονόμευση των θεσμών, την πολιτική του απραξία.
Επί πρωθυπουργίας Μπερλουσκόνι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας διπλασιάστηκε. Ο ίδιος παραιτήθηκε το 2011, αποδυναμωμένος από τα σκάνδαλα και εν μέσω της κρίσης χρέους στην Ευρώπη.
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης απέκτησε τεχνοκρατική κυβέρνηση.
Η μετέπειτα -αναγκαστική λόγω καταδίκης- εξαετής απουσία του από την πολιτική της Ιταλίας έστρεψε σημαντικό μέρος των απογοητευμένων ψηφοφόρων του προς την Ακροδεξιά.
Τώρα, με τον θάνατό του, το προσωποπαγές κόμμα του απειλείται με αφανισμό.
Αν και ο Μπερλουσκόνι δεν είχε κυβερνητικό ρόλο -είχε εκλεγεί το 2022 γερουσιαστής- οι εσωτερικές αναταράξεις στο Forza Italia είναι πιθανό να επηρεάσουν βραχυπρόθεσμα την κυβέρνηση Μελόνι, που έχει απέναντί της μια αποδυναμωμένη αντιπολίτευση.
Μακροπρόθεσμα ωστόσο «ο μπερλουσκονισμός άλλαξε μεθοδικά τον ιταλικό λαό, τη νοοτροπία των ανθρώπων, τις αξίες τους», είχε παρατηρήσει σε παλαιότερη συνέντευξη στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit ο ιστορικά μεγάλος αντίπαλος του «Καβαλιέρε», Ρομάνο Πρόντι.
«Το χαρακτηριστικό της μετα-δημοκρατίας του Μπερλουσκόνι», επεσήμανε, «ήταν το ότι δεν έπειθε τους ανθρώπους μιλώντας τους για πολιτική, αλλά κυρίως μη μιλώντας τους για πολιτική».
Η… παράδοση συνεχίζεται.