Από την ίδρυσή του αρχικά ως κόμμα κατά του ευρώ, το 2013 και εν μέσω της κρίσης χρέους στην ευρωζώνης, η πορεία του AfD -του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία– υπήρξε θυελλώδης.
Όμως τώρα, δέκα χρόνια μετά, όχι μόνο καθιερώνεται ως ο ακροδεξιός «πυλώνας» στην γερμανική πολιτική σκηνή, αλλά πλέον διεκδικεί ρόλο πρωταγωνιστή σε ομοσπονδιακό και τοπικό επίπεδο, σαρώνοντας στις δημοσκοπήσεις.
Εδώ και μήνες καταγράφεται σε εθνικό επίπεδο μια σταθερά ανοδική τάση του στις προτιμήσεις των -εμφανώς απογοητευμένων από τα κόμματα εξουσίας- ψηφοφόρων.
Μόλις μέσα στους τελευταίους τρεις μήνες, το AfD έχει σημειώσει άνοδο 4 ποσοστιαίων μονάδων. Σε βάθος ενός έτους, έχει σχεδόν διπλασιάσει τα ποσοστά του.
Η τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Insa για τη συντηρητική εφημερίδα Bild επιβεβαιώνει δύο νέες τάσεις.
Αφενός την παγίωση της γερμανικής ακροδεξιάς ως τρίτης πολιτικής δύναμης, μετά την νυν αντιπολιτευόμενη δεξιά Χριστιανική Ένωση (μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών) και τους κυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς -και δη με μόλις 0,5% διαφορά από τους τελευταίους.
Αφετέρου μια σταθερά ανοδική πορεία των ποσοστών του AfD, που σύμφωνα με την Insa πλέον αγγίζουν το 19,5% (+0,5% μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα).
Κοντολογίς, σχεδόν ένας στους πέντε ψηφοφόρους στη Γερμανία επιλέγει σήμερα το AfD, έναντι των κομμάτων του «δημοκρατικού τόξου».
Αντίθετα, οι συγκυβερνώντες Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και Πράσινοι, καθώς και η αντιπολιτευόμενη Αριστερά υποχωρούν, χάνοντας από μια ποσοστιαία μονάδα.
Προάγγελος των μελλούμενων -ειδικά στα υπανάπτυκτα ανατολικά κρατίδια, όπου η ακροδεξιά κάνει «επέλαση»- θεωρείται η κατά κράτος επικράτηση του υποψήφιου του AfD στις εκλογές στην περιφέρειας Ζόνεμπεργκ της νότιας Θουριγγίας.
Ο Ρόμπερτ Στούλμαν έλαβε την Κυριακή 46,7% των ψήφων και προηγείται κατά 11 μονάδες έναντι του Χριστιανοδημοκράτη αντιπάλου του, Γιούργκεν Κέπερ.
Ενόψει του β΄ γύρου στις 25 Ιουνίου, όλα τα κόμματα του δημοκρατικού «τόξου» σπεύδουν τώρα να υποστηρίξουν τον Κέπερ, ενόψει και των τοπικών εκλογών του 2024.
Γερμανική στροφή στην Ακροδεξιά
Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες εν τω μεταξύ, τον προσεχή Οκτώβριο, οι ψηφοφόροι σε δύο από τα μεγαλύτερα κρατίδια της Γερμανίας θα κληθούν στις κάλπες για την εκλογή νέων τοπικών κυβερνήσεων στη Βαυαρία και την Έσση.
Οι προβλέψεις είναι ότι η πολιτική παρουσία του AfD θα γίνει αισθητή τόσο στο Μόναχο, όσο και στη Φρανκφούρτη…
Στο φόντο βρίσκεται η δημοσκοπικά θεαματική άνοδος της γερμανικής ακροδεξιάς ενόψει των τοπικών εκλογών στα ανατολικά κρατίδια του Βρανδεμβούργου, της Σαξονίας και Θουριγγίας το 2024.
Τα χαμηλότερα -συγκριτικά με τα πανεθνικά- ποσοστά απασχόλησης και οικονομικής ανάπτυξης είναι μόνο μια παράμετρος της «εξίσωσης».
Το σκηνικό περιπλέκει μια ρευστά μεταβαλλόμενη πολιτική ιδεολογία.
Για να εκτοξευθεί σήμερα κοντά στο 20%, από το 12,6% που είχε στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 και το 10,3% σε αυτές του 2021, το AfD έχει πατήσει «επί πτωμάτων».
Από τότε που ιδρύθηκε, βάζει μεθοδικά στο στόχαστρο κόμματα ως «μπαμπούλες».
Το 2013 ήταν το νεοφιλελεύθερο FDP και οι πολιτικές του για το ευρωπαϊκό χρέος.
Έπειτα ήταν οι Χριστιανοδημοκράτες για τη μεταναστευτική πολιτική της Μέρκελ.
Τώρα είναι πρωτίστως -συνδυαστικά με το μεταναστευτικό, ένεκα και των Ουκρανών προσφύγων- οι Πράσινοι.
Πρόσφορο έδαφος προσφέρουν οι πλείστες όσες ενδοκυβερνητικές έριδες στον τρικομματικό κυβερνητικό συνασπισμό του «φαναριού» μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών.
Ενισχυμένο ήδη από την περίοδο της πανδημίας και το αντιεμβολιαστικό κίνημα, το AfD εκτιμάται ότι τώρα επωφελείται και από τους κυβερνητικούς χειρισμούς των -υβριδικών και μη- επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία.
Τόσο σε ενεργειακό και κατ’ επέκταση πληθωριστικό επίπεδο, όσο και από πλευράς των διογκωμένων αμυντικών δαπανών.
Το γεγονός ότι από το 2021 το ακροδεξιό κόμμα τέθηκε υπό παρακολούθηση από τις εσωτερικές υπηρεσίες πληροφοριών της Γερμανίας -εν μέσω καταγγελιών για υποστήριξη της Ρωσίας και τη νεολαία του επισήμως κατηγορούμενη ως εξτρεμιστική οργάνωση που απειλεί το δημοκρατικό πολίτευμα- κάθε άλλο παρά φαίνεται να πτοεί τους υποστηρικτές του.
Πανευρωπαϊκό νοσηρό φαινόμενο
Σύμφωνα με το Afd, οι πολιτικές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όχι μόνο αποτυγχάνουν, αλλά αποτελούν απειλή για την ευημερία της Γερμανίας.
Η Άλις Βάιντελ, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ακροδεξιού κόμματος, υποστήριξε ότι τα σχέδια της κυβέρνησης για την ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τη θέρμανση -θέμα που επίσης δίχασε την κυβέρνηση- «θα εξαθλιώσουν» τους Γερμανούς.
Τις προάλλες, δε, έθεσε μέχρι και θέμα διεκδίκησης εδαφών που ανήκουν στην Πολωνία.
Στον πόλεμο στην Ουκρανία, το AfD ζητά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αντί για παραδόσεις όπλων.
«Λέμε ότι οι κυρώσεις δεν σημαίνουν ζημιά για τη Ρωσία, αλλά για τον δικό μας πληθυσμό», τόνισε στο ZDF ο συμπρόεδρος του AfD, Τίνο Χρουπάλα.
Αναλυτές και πολιτικοί κρούουν τώρα τον κώδωνα του κινδύνου για την άνοδο της γερμανικής ακροδεξιάς.
Ακόμη και ο -χαμηλής δημοφιλίας- καγκελάριος Σολτς εκφράζει πια ανησυχία ότι το ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα μπορεί να αποκτήσει περαιτέρω δυναμική, καθώς η Γερμανία «βυθίζεται» σε ύφεση.
Κατά πολλούς αναλυτές, η ενίσχυση του AfD αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη πλέον έλλειψη εμπιστοσύνης στα μεταπολεμικά παραδοσιακά κόμματα εξουσίας (Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες) και των νέων εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων (βλ. Πράσινοι, FDP), εν μέσω οικονομικής και ενεργειακής κρίσης.
«Τα κόμματα της αντιπολίτευσης Χριστιανική Ένωση και AfD επωφελούνται από αυτό», επισημαίνει ο επικεφαλής της INSA, Χέρμαν Μπίνκερτ.
Ως εκ τούτου, «δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση χωρίς την Ένωση», παρατηρεί, ενόσω «η κοινοβουλευτική επιβίωση της αριστεράς βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο».
Το φαινόμενο τείνει πια να γίνει πανευρωπαϊκό.
Τα παραδείγματα είναι πολλά: από τη Γαλλία με την άνοδο της Μαρίν Λεπέν και την Ιταλία -που έχει σήμερα μια νεοφασίστρια για πρωθυπουργό, τη Τζόρτζια Μελόνι- έως την θεαματικά ανησυχητική άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων σε χώρες της πάλαι ποτέ προοδευτικής Σκανδιναβίας, αλλά και στην Ισπανία.
Δεδομένου ωστόσο του παρελθόντος της, το παράδειγμα της Γερμανίας -ως «ατμομηχανής» της Ευρώπης- αποτελεί την πλέον σοκαριστική νέα προσθήκη.
«Mea culpa»;
Κάτι που κατά το Politico -και όχι μόνο- αποδίδεται στο γεγονός ότι «τα παραδοσιακά κόμματα της Δεξιάς να υιοθετούν πιο ακραίες ή λαϊκιστικές απόψεις, για να αξιοποιήσουν τη στροφή προς τα δεξιά» και τα άκρα της.
Αυτά σε μια μεταβατικά κρίσιμη περίοδο για όλη την Ευρώπη, που βιώνει τη χειρότερη κρίση της -οικονομικά, γεωπολιτικά, κοινωνικά και αξιακά- από το τέλος τη Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Σε αυτό σαφώς συμβάλει η κρίση αξιοπιστίας των παραδοσιακών και μη κομμάτων εξουσίας.
Ειδικά στην περίπτωση της Γερμανίας, η επιτυχία του AfD «πατά» στις σκληρές εσωτερικές διαμάχες για την ενεργειακή πολιτική και τις δαπάνες στους κόλπους της τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και FDP.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις έχει πια απωλέσει την πλειοψηφία, ενισχύοντας την ψήφο διαμαρτυρίας.
Η δε κεντροδεξιά αντιπολίτευση της Χριστιανικής Ένωσης καταφεύγει σε κατηγορίες κατά του κυβερνητικού συνασπισμού, αποβλέποντας σε ιδία κομματικά οφέλη, εν μέσω αμηχανίας από την αδυναμία ανάσχεσης της Ακροδεξιάς.
«Το AfD χρησιμοποιεί την αβεβαιότητα, προκαλεί φόβους για δικό του όφελος, ενάντια στα συμφέροντα του λαού», παρατήρησε εύστοχα προ ημερών η συμπρόεδρος των Πρασίνων -και μεγάλων δημοσκοπικά χαμένων- της Γερμανίας, Ρικάρντα Λανγκ.
Για να καταπολεμηθεί η ακροδεξιά επέλαση, επεσήμανε, θα πρέπει τα δημοκρατικά κόμματα να κάνουν αυτοκριτική, «αντί να κουνούν το “δάχτυλο” το ένα στο άλλο και να χάνονται σε μονόπλευρες κατηγορίες».
«Γιατί αυτό ενισχύει μόνο το AfD», επεσήμανε.
«Σε τελική ανάλυση, κάθε κόμμα φέρει ευθύνη».