Πόσοι Ελληνες (αλλά και ξένοι) καλλιτέχνες μπορούν να γεμίσουν σήμερα ασφυκτικά το Καλλιμάρμαρο Στάδιο;
Πόσοι μπορούν να κινητοποιήσουν 50.000 και πλέον θεατές σε ένα τρίωρο «πάρτι» με μουσική και τραγούδια που κάποιοι σήμερα θα έλεγαν ότι δεν είναι… mainstream;
Σε μια εποχή που κυριαρχεί η φτήνια του λαϊκοπόπ και της υποκουλτούρας της τραπ, υπάρχουν ελάχιστοι τραγουδιστές που μπορούν να αντισταθούν σ’ αυτή την κατάσταση που επικρατεί.
Και κυρίως που μπορούν να ενώσουν τρεις γενιές Ελλήνων: Τους 50άρηδες μέχρι 70 ετών, τους 30 έως 50 ετών, αλλά και τους πιτσιρικάδες που… «ονειρεύονται, που δεν τρώνε τη φόλα, που τα θέλουνε όλα».
Ο «αιώνιος έφηβος», ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο 72άρης πλέον με τη νεανική καρδιά, με την αγνότητα της επαναστατικής νιότης και με την εμμονή σε αξίες που σήμερα δεν είναι της μόδας, κατάφερε όλα τα παραπάνω.
Είχε το δικό του πάρτι για τα 50 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, στην ελληνική εκδοχή της ροκ, στην στρατευμένη ποίηση, στις μπαλάντες που μας έκαναν να ερωτευτούμε, στα συνθήματα που μας έκαναν να κουνηθούμε από τη θέση μας.
Και ήταν όλοι εκεί. Για να… αποχαιρετήσουν (;) μια σπουδαία καριέρα. Για να τιμήσουν ένα μεγάλο καλλιτέχνη, έναν πραγματικά αιώνιο έφηβο, έναν αεικίνητο τραγουδιστή που χάρισε μοναδικές ερμηνείες αυτόν τον μισό αιώνα της καριέρας του.
Και ο Βασίλης, με την «σπασμένη» πια φωνή, άνοιξε πάλι την αγκαλιά του για να χωρέσει το ασφυκτικό Καλλιμάρμαρο. Και για να τραγουδήσει μαζί μας σε μια πολύ όμορφη αθηναϊκή βραδιά που έκρυβε πολλή συγκίνηση.
Την Τετάρτη το βράδυ δεν είχαμε απλά μια συναυλία του καλοκαιριού. Είχαμε ένα κοινωνικό γεγονός, στημένο δυστυχώς με φόντο την τρομερή τραγωδία με τους πρόσφυγες στην Πύλο.
Και ήταν κοινωνικό γεγονός γιατί ακριβώς ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου καταφέρνει να συνδέσει αυτές τις τρεις γενιές Ελλήνων.
Εβλεπες τους 50άρηδες και 60άρηδες που δάκρυσαν γιατί θυμήθηκαν τις όμορφες και άδολες στιγμές της νιότης τους.
Τότε που κυνηγούσαν τον νεαρό ροκά με τα ξεφτισμένα στενά τζιν και τα αμάνικα πουκάμισα, για να του φωνάξουν «Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε». Αυτό το σύνθημα που ακούστηκε το βράδυ της Τετάρτης πολλές φορές, ως φόρος τιμής σ’ αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη.
Δάκρυσαν οι 50άρηδες, οι οποίοι όμως, κάθονταν δίπλα – δίπλα με τις άλλες γενιές, με τα παιδιά τους, μπορεί και με τα εγγονάκια τους.
Με τους μικρότερους που γνώρισαν τον Παπακωνσταντίνου από τη δεκαετία του 2000 και μετά, αλλά και τους 17άρηδες που «ψάχνονται» μουσικά και δεν βολεύονται με τα «κουρέλια» που τους σερβίρουν.
Που αγαπούν τα παλιά ακούσματα του Βασίλη, που ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο γιατί ακόμη δεν έχουν γνωρίσει την ασχήμια του.
Αλλά και που μπορούν να σιγοψιθυρίζουν τους στίχους των τραγουδιών σε συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη, του Νικόλα Άσιμου, του Μάνου Λοϊζου, του Θάνου Μικρούτσικου.
Πόσο ωραία ήταν η νύχτα για τις χιλιάδες των «τυχερών» που παρακολούθησαν αυτό το «κοινωνικό» – μουσικό γεγονός.
Προσωπικά, θυμάμαι πριν από ακριβώς 36 χρόνια, το 1987 στο γήπεδο της Λεωφόρου. Ενας Βασίλης Παπακωνσταντίνου γεμάτος με τη «φωτιά» της επαναστατικότητας. Να τραγουδά, να χορεύει, να μαγεύει. Κι εμείς να πηδάμε τα κάγκελα, να βρίζουμε τους «μπάτσους», να προσπαθούμε να φτάσουμε το… είδωλο.
Ηταν (και παραμένει) ο «Boss» της Ελλάδας, ο Ελληνας «Μπρους Σπρίνγκστιν». Με τα μακριά, σγουρά μαλλιά του, με τη μεγάλη του μύτη, με την εκπληκτική σε δυνατότητες φωνή του, με την ευαισθησία που τον διέκρινε.
Εκτοτε δεν σταμάτησα να τον ακολουθώ, ακόμη κι όταν τραγούδησε πιο… συνθηματικά κι «εύκολα» τραγούδια.
Εμένα μου είχαν μείνει τα τραγούδια – αφηγήσεις, τα τραγούδια – ιστορίες, που είχαν να σου διηγηθούν κάτι. Τον «Κουρσάρο», το «Φοβάμαι», τον «Σεμπάστιαν», το «Εμβατήριο», τον «Μπαγάσα», τον «Μαύρο Γάτο», την «Σφεντόνα», το «Αρνιέμαι», το «Βράδυ Σαββάτου», το «Να κοιμηθούμε αγκαλιά», το συνταρακτικό «Μαμά», φόρος τιμής σε όλες τις μανάδες του κόσμου.
Στις δικές μας, στις δικές σας, στις μανάδες που έχασαν τα παιδιά τους στο ναυάγιο, και σ’ αυτές που χάθηκαν αγκαλιά με τα μωρά τους.
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δεν είναι πια ο ίδιος, γέρασε και γεράσαμε μαζί του. Αλλά αν είναι κάτι που μπορεί να μας δίνει ελπίδα, εμάς τους εκδρομείς της δεκαετίας του 1980 και 1990, είναι ότι αν αυτός είναι «αιώνιος έφηβος», μπορούμε να γίνουμε κι εμείς.
Εστω για μια βραδιά τουλάχιστον. Κι αυτό θα του το χρωστάμε για πάντα.
Και θα του τραγουδάμε ότι δεν πρέπει να «Φοβάται». Γιατί όλα όσα γίνονται για εκείνον, γίνονται με χιλιάδες θαυμαστές του μαζί, δεν είναι μόνος του.
Κι εμείς τον ακολουθούμε, έστω και από μακριά, από τη βόλεψη ή την αγωνία της επιβίωσης. «Σαν διφραγκάκι τόσο θα μικρό».
Γιατί όλοι πρέπει να πιστεύουμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Και να λέμε αυτό το μοναδικό που έγραψε ο Οδυσσέας Ιωάννου και μοναδικά τραγούδησε ο Βασίλης:
«Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
Πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
Ξέρει αν μπορούσε θα ‘κανε μία απ’ τα ίδια
Αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες»