«Υπάρχει πολύ τσογλάνι στην πιάτσα».
Σε ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ «Σπουδή για πορτραίτο» του Δημήτρη Βερνίκου, ο Χατζιδάκις επισκέπτεται τον Τσαρούχη στο σπίτι του, το 1981, και μεταξύ άλλων ακούγεται και αυτή η περιβόητη φράση -τόσο βαθιά και τόσο διαχρονικά επίκαιρη μέσα στην ευκολία της-, δια στόματος Τσαρούχη. Ο Χατζηδάκις χαμογελάει με συγκατάβαση.
Λίγο μετά, ο Τσαρούχης του δείχνει κάποια σχέδιά του, τα οποία έχει κλειδώσει σε ένα μεταλλικό βαλιτσάκι. «Τι να κάνω παιδί μου» λέει, «μου κλέψανε δύο πορτραίτα».
«Ποιοι στα έκλεψαν;» ρωτάει ο Χατζιδάκις.
«Επισκέπτες» απαντάει ο Τσαρούχης.
«Ποιοι επισκέπτες;» επιμένει ο Χατζιδάκις.
«Α, μα καθώς πρέπει» αναφωνεί ο Τσαρούχης, «η αλητεία δεν κλέβει ποτέ» συμπληρώνει.
Γελάνε και οι δύο δυνατά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις εκτός από το αξεπέραστο και τόσο διαχρονικά σύγχρονο μουσικό έργο του έχει μιλήσει για τη ζωή και τους ανθρώπους από τη θέση ενός διαυγούς παρατηρητή, ο οποίος όμως δεν δείλιασε να χαρεί τις ηδονές της.
Δείτε απόσπασμα από αυτή τη συνέντευξη
Μερικές από τις σκέψεις του Μάνου Χατζιδάκι –Μια σπουδαία παρακαταθήκη για το σήμερα
- «Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι απλώς ένας ζωντανά σκεπτόμενος άνθρωπος. Επειδή όμως η σκέψη έχει γίνει είδος πολυτελείας, στον καιρό μας φαντάζω σαν φιλόσοφος. Φανταστείτε σε τι κατάντια φθάσαμε να φαντάζω εγώ σαν φιλόσοφος, ενώ έχω απλούστατα κοινό νου».
- «Η οικεία φωνή του ραδιοφώνου έχει πλέον χαθεί. Μην ξεχνάτε ότι σήμερα η τηλεόραση έχει πάρει την κύρια θέση μέσα στο σπίτι. Το ραδιόφωνο ήταν κάποτε για τις νοικοκυρές ή για τις γυναίκες που ήταν η μοναδική τους συντροφιά. Και το γεγονός ότι η «φωνή του ραδιοφώνου» που άκουγαν δεν είχε ούτε όψη, ούτε εικόνα, την έκανε να παίρνει διαστάσεις μυθικές. Σήμερα, καμία φωνή, ακόμα και στην τηλεόραση, δεν μπορεί να πάρει διαστάσεις μυθικές, διότι προσωποποιείται. Ακόμα κι ένας σταρ, μες στην τηλεόραση δεν έχει μυθικές διαστάσεις. Οι μυθικές διστάσεις υπάρχουν διότι η φωνή του ραδιοφώνου προσωποποιείται από εμάς τους ίδιους. Διότι η φωνή του ραδιοφώνου, άλλοτε, με την καθημερινή παρουσία, έπαιρνε την όψη του ανθρώπου που εμείς θα θέλαμε να έχει αυτή η φωνή. Αυτό ήταν μαγικό! Σήμερα, με την τηλεόραση, χάθηκε η μαγεία. Μπορεί να μας αιχμαλωτίζει η τηλεόραση, αλλά δεν μας μαγεύει. Με το ραδιόφωνο δημιουργούσαμε τις εικόνες που θέλαμε. Με την τηλεόραση μάς επιβάλλουν τις εικόνες που άλλοι θέλουν. Να η διαφορά!».
- «Όταν ανέλαβα, τον καιρό εκείνο, το Τρίτο Πρόγραμμα, παραμερίζοντας τα κεκτημένα συμφέροντα γύρω από το Ραδιόφωνο, ανέλαβα με ανακούφιση των αρμοδίων- το ανυπόληπτο Τρίτο, με την σχεδόν ασήμαντη ακροαματικότητα, και πραγματοποίησα ένα κέφι του επιπέδου μου. Το πείραμα πέτυχε, αλλά το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού»
- «Η καλή μουσική για τον κινηματογράφο φέρνει πάντα την εικόνα μέσα μας. Δηλαδή, οι μουσικές του Μάξ Στάινερ ή του Άλεξ Νορθ έχουν εξουσία πάνω στο φιλμ, εξουσιάζουν την εικόνα. Είναι δυνατόν να συλλάβεις το Βίβα Ζαπάτα χωρίς τη μουσική του; Και μιλάω για μεγάλες ταινίες, όπως του Καζάν, όχι για ταινίες μικρές. Είναι δυνατόν να σκεφθείς το Λιμάνι της Αγωνίας χωρίς την μουσική του Μπερνστάιν; Είναι μεγαλοφυής μουσική».
- «Στην εποχή μου τα τραγουδάκια που τραγούδαγε όλος ο κόσμος ήταν ηλίθια και εξακολουθούν να είναι ηλίθια φυσικά. Πάντα είναι ηλίθιο ένα κατασκεύασμα που προσαρμόζεται στις φωνητικές δυνατότητές μας. Το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μας εκφράζει… Λοιπόν τα τραγουδάκια που τραγουδάει ο κόσμος είναι βιομηχανικά κατασκευάσματα.
Η μουσική χρειάζεται 3 πράγματα. Τέχνη, τεχνική και βιώματα. Χωρίς αυτά δε γίνεται να γράψεις μουσική».
- «Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός».
Ακούστε ένα απόσπασμα από την ραδιοφωνική εκπομπή του «Σχόλια» στο Τρίτο Πρόγραμμα
- «Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά».
- «Μου αρέσουν οι 18χρονοι όταν δεν τραγουδάνε, οι 24χρονοι όταν ακούνε, οι 30χρονοι όταν συνομιλούνε, οι συνομήλικοι όταν φανερώνουν παιδεία και ζωτικότητα και οι εις ηλικίαν γέροντες όταν σιωπούν χαμογελώντας με κατανόηση».
- «Είμαι ένας πολύ ομαλός άνθρωπος. Κι έγινα ακόμη πιο ομαλός βλέποντας την ανωμαλία γύρω μου. Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησα με την υποψία πως δεν είμαι τόσο ομαλός. Αλλ’ όταν είδα τι ανωμαλία δέρνει τους άλλους, απέκτησα το σύμπλεγμα ανωτερότητας ενός καθ’ όλα ομαλού ανθρώπου».
- «Ο κινηματογράφος ανέδειξε μουσικούς τη στιγμή που ήθελε να σκεπάσει την αμηχανία του μετά τον βωβό. Όταν απέκτησε ήχο και ομιλία, είχε μεγάλες σιωπηλές σκηνές που το κοινό δεν μπορούσε να τις αποδεχθεί. Υπήρχαν μεγάλες σιωπές. Ακόμα, η εικόνα δεν είχε τη δύναμη να περιέχει όλη την ένταση της σκηνής. Χρειαζόταν βοήθεια. Υπήρχε, δηλαδή, ακόμα η τεχνική του βωβού. Ήρθε λοιπόν, η μουσική που δέσποσε και σκέπασε την αμηχανία, αλλά συγχρόνως απέκτησε και προσωπικότητα. Αυτές οι στιγμές έδωσαν τις μεγάλες φυσιογνωμίες της κινηματογραφικής μουσικής. Σήμερα, ο κινηματογράφος είναι αυτοδύναμος. Και για πολλά χρόνια τώρα, χωρις καν τη μουσική. Μην ξεχνάτε ότι σπουδαίες ταινίες δεν έχουν καθόλου μουσική. Υπήρξαν και θαύματα χωρίς μουσική. Όπως για παράδειγμα, οι ταινίες του Μπέργκμαν. Δεν χρειάστηκαν, λοιπον, πια φυσιογνωμίες. Η τελευταία φυσιογνωμία ήταν ο Νίνο Ρότα, ο οποίος ενήργησε σαν τον Φελίνι τον ίδιο. Αυτή καθαυτή η μουσική είναι αισθηματική. Μέσα στην ταινία του Φελίνι όμως αποκτά δύναμη από την εικόνα του σκηνοθέτη, μιλά με έναν τρόπο αναμνησιολογικό, όπως θα έκανε ο ίδιος ο Φελίνι αν έγραφε την μουσική. Για αυτό και σήμερα δεν βρίσκεται κάποιος να αντικαταστήσει τον Ρότα, παρόλο που υπάρχει ένας πολύ άξιος μουσικός που προσπαθεί, ο Νικόλα Πιοβάνι. Δεν μπορεί να τα καταφέρει όμως, γιατί έχει άλλες φιλοδοξίες στη μουσική του, δεν μπορεί να συνεργαστεί με τον Φελίνι τόσο καλά όσο και με τους άλλους σύγχρονούς του.Ο Φελίνι με τον Ρότα ήταν κάτι διαφορετικό: η μουσική του Ρότα ήταν η μουσική μνήμη του ίδιου του Φελίνι. Μου έλεγε ο Πιοβάνι τις προάλλες οτι τον κάλεσε ο Φελίνι για την μουσική της καινούργιας του ταινίας. Και του είπε: «Νικόλα, δεν χρειάζομαι καθόλου μουσική» (γέλια). Καταλαβαίνετε λοιπόν, πόσο δύσκολο είναι για έναν μουσικό σήμερα να συνυπάρξει με φυσιογνωμίες που σχεδόν πραγματοποιούν και τη μουσική στις ταινίες τους».
- «Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;»
- «Είμαι βαθύτατα πολιτικό ον. Αλλά όχι από λατρεία προς την πολιτική πράξη όσο από την ευθύνη που νιώθω σαν Έλληνας πολίτης. Ή μάλλον σαν πολίτης σ’ «αυτόν τον χώρο που ζω». Κατά τ’ άλλα, πιστεύω πως η πλειοψηφία των πολιτικών είναι χειρότερη από την πλειοψηφία των μουσικών. Και κατωτέρου επιπέδου. Θέλω δηλαδή να πω πως αν συγκρίνω την κρατική ορχήστρα και τη Βουλή των Ελλήνων ‒παρά την αντιπάθεια που έχω στις εσωτερικές μικρότητες της ορχήστρας‒, προτιμώ την κρατική ορχήστρα από τη Βουλή».