Σχεδόν 100 μέλη των αυτοχθόνων κοινοτήτων της Κολομβίας βοήθησαν στην αναζήτηση των τεσσάρων παιδιών που χάθηκαν στη ζούγκλα για 40 ημέρες.
Καθώς έψαχναν στην αχανή έκταση του Αμαζονίου, οι στρατιωτικές ομάδες διάσωσης ήταν καλά προετοιμασμένες για τη φαινομενικά απέλπιδα προσπάθειά τους. Χάρη στη δορυφορική τεχνολογία υψηλής ανάλυσης βρήκαν την τοποθεσία όπου είχε συντριβεί το αεροσκάφος που μετέφερε τους ενήλικες και τα παιδιά και κάπως έτσι η επιχείρηση άρχισε να λαμβάνει σάρκα και οστά.
Όμως, δεν πήγαν όλα όπως τα είχαν προβλέψει. «Μπορούσαμε να δούμε τέλεια τα φύλλα των δέντρων, αλλά δεν ξέραμε τι υπήρχε κάτω από αυτά. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο όλα όσα βρέθηκαν ήταν από την στεριά. Πήγαμε βήμα – βήμα και βρήκαμε διάφορα στοιχεία που ήταν αδύνατο να δουν κάποιοι», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο στρατηγός Pedro Sánchez, ο οποίος επέβλεψε τη στρατιωτική επιχείρηση.
Έτσι, για να δουν αυτά που οι άλλοι θεωρούν αόρατα, ο Sánchez απηύθυνε έκκληση στις αυτόχθονες κοινότητες της Κολομβίας να βοηθήσουν να βρεθούν τα παιδιά, ηλικίας μεταξύ ενός και 13 ετών.
«93 άτομα από κοινότητες ιθαγενών σε ολόκληρη τη χώρα, μεταξύ των οποίων μέλη των Siona, Nasa, Huitoto, Sikuani, Misak, Murui και Koreguaje, μεταφέρθηκαν με αεροπλάνο στη ζούγκλα για να βοηθήσουν τους 120 στρατιώτες στην αναζήτηση των παιδιών», λέει στον Guardian ο Luis Acosta, επικεφαλής της φρουράς των ιθαγενών της Κολομβίας.
Οι προσπάθειες των εθελοντών έχουν έκτοτε επαινεθεί από τον στρατό, ο οποίος λέει ότι η εξοικείωσή τους με τις δασικές συνθήκες ήταν ζωτικής σημασίας για την έγκαιρη εύρεση των παιδιών. «Ήταν ο συνδυασμός της γνώσης των ιθαγενών με την τεχνογνωσία, Έτσι φτάσαμε σε αυτό το αποτέλεσμα», εξηγεί ο Acosta.
Και προσθέτει: «Είμαστε όλοι διαφορετικοί και έχουμε τις δικές μας πλούσιες παραδόσεις, κάποιοι προέρχονται από τα βουνά, άλλοι από τις ζούγκλες αλλά ενώσαμε τις δυνάμεις μας και γίναμε ένα για τα παιδιά».
Για περισσότερο από ένα μήνα, όλοι έψαχναν από τις 5:00 το πρωί έως τις 5:00 το βράδυ, δουλεύοντας σιωπηλά καθώς «χτένιζαν» την πυκνή βλάστηση, τις σπηλιές και τις όχθες των ποταμών για ίχνη ανθρώπινης ζωής.
Χωρίς την τεχνογνωσία των εθελοντών, οι ομάδες έρευνας δεν θα ήταν σε θέση να καλύψουν τόσο μεγάλο έδαφος στο παρθένο δάσος, όπου τα δέντρα φτάνουν τα 40 μέτρα ύψος και η ορατότητα είναι ελάχιστη. Οι συνθήκες ήταν εξοντωτικές, με 80% υγρασία και συνεχείς καταρρακτώδεις βροχές.
«Μια μέρα είχαμε χαθεί για ώρες χρησιμοποιώντας το GPS και το σούρουπο είχε σχεδόν φτάσει. Όταν σταματήσαμε να χρησιμοποιούμε το GPS, κοιτάξαμε τον ήλιο και τον αφήσαμε για να μας καθοδηγήσει. Επιστρέψαμε γρήγορα στις ομάδες. Μερικές φορές ακόμη και η μεγαλύτερη τεχνολογία δεν είναι αρκετή», περιγράφει ο Acosta.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, οι εθελοντές εντόπισαν βρώσιμα φρούτα και καρπούς για να συμπληρώσουν τις στρατιωτικές μερίδες, αλλά πιο σημαντικά ήταν τα φαρμακευτικά φυτά που έδωσαν στους συμμετέχοντες την ψυχική και σωματική δύναμη να συνεχίσουν το έργο τους υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες.
«Μοιραστήκαμε τη γνώση μας με τους στρατιώτες και αυτοί ήταν πολύ ευγνώμονες για τη δύναμη που τους έδιναν τα φυτά για να συνεχίσουν», σημειώνει ο Acosta.
Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί από τους διασώστες υποβάλλονται σήμερα σε νοσοκομειακή περίθαλψη στην Μπογκοτά, αφού προσβλήθηκαν από πνευμονία και τροπικές ασθένειες. Επίσης, επτά ιθαγενείς ερευνητές με αναπνευστικές λοιμώξεις περιμένουν ακόμη να μεταφερθούν στην Μπογκοτά.
Κάποια από τα μέλη των αυτόχθονων κοινοτήτων προσεύχονταν συνεχώς στα πνεύματα της ζούγκλας για να προστατεύουν τα παιδιά και να καθοδηγούν τις ομάδες που έκαναν έρευνα.
«Ορισμένοι δεν έτρωγαν ζώα για 40 ημέρες ως προσφορά στο δάσος. Ούτε ένα φίδι δεν έφαγαν μέχρι να εμφανιστούν τα παιδιά», θυμάται ο Flavio Yepes, μέλος της κοινότητας Sikuani.
Τόσο ο Yepes όσο και ο Acosta παραδέχονται ότι αυτές οι «πνευματικές στρατηγικές» ήταν θεμελιώδεις για τη διάσωση των παιδιών.
«Τη νύχτα οι τίγρεις φώναζαν, γεγονός που μας κρατούσε σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια της έρευνας. Πολλοί από εμάς είδαν όνειρα που βοήθησαν να οδηγηθούν προς τα παιδιά», εξομολογείται ο Acosta.
Οι ερευνητές πήραν επίσης yagé ή ayahuasca, ένα παραισθησιογόνο φυτικό ποτό που λέγεται ότι μπορεί να ανοίξει το μυαλό για να επιτρέψει την πνευματική ενόραση.
Ο Henry Guerrero, μέλος της ομάδας έρευνας, αναφέρει: «Ο στρατός δεν είχε τις ικανότητες να κινηθεί στον Αμαζόνιο της Κολομβίας. Εμείς τους μάθαμε πώς να επιβιώνουν στη ζούγκλα. Ωστόσο, η κατάσταση μετά από 25 ημέρες άρχισε να δυσκολεύει. Συνειδητοποιήσαμε ότι με την απλή ανθρώπινη εργασία ήταν αδύνατο να τους βρούμε, οπότε αποφασίσαμε να στραφούμε στην πνευματική εργασία. Πήραμε το yagé επειδή η αναζήτηση είχε γίνει πραγματικά δύσκολη».
«Στις 8 Ιουνίου μία ομάδα ιθαγενών από την περιοχή όπου συνετρίβη το αεροπλάνο πραγματοποίησε μια τελετή, ψάλλοντας και καταναλώνοντας yagé με την ελπίδα να λάβει πνευματική καθοδήγηση. Κάποιοι γίνονται ανακόντα κατά τη διάρκεια αυτών των τελετών, άλλοι τίγρεις, άλλοι μεγάλα πουλιά. Δεν ξέρω σε ποια ζώα μεταμορφώθηκαν οι Murui εκείνο το βράδυ, αλλά αυτό είναι που τους οδήγησε προς το σημείο της συντριβής, όπου βρήκαν τα παιδιά», προσθέτει ο Yepes.
Την επόμενη μέρα, τα παιδιά βρέθηκαν αδυνατισμένα και χωρίς παπούτσια σε ένα ξέφωτο του δάσους μόλις 4 χιλιόμετρα από το σημείο της συντριβής του αεροσκάφους. Η 14χρονη Lesly Mukutuy συντηρούσε τα μικρότερα παιδιά δίνοντας τους φρούτα και βρίσκοντας νερό, χάρη σε όσα της είχε μάθει η γιαγιά της.
Οι Murui, που τα εντόπισαν, γιόρτασαν ψάλλοντας και στρίβοντας καπνό, τον οποίο θεωρούν ιερό. Οι στρατιωτικοί διοικητές έχουν έκτοτε επαινέσει πολλές φορές τη βοήθεια των ιθαγενών, η οποία, όπως λένε, ήταν ζωτικής σημασίας για την εύρεση των παιδιών.
Μάλιστα, η συμβολή τους στην έρευνα φέρεται να άλλαξε τη γνώμη των στρατιωτών για τους ιθαγενείς της Κολομβίας, οι οποίοι τείνουν να γίνονται είδηση μόνο όταν συγκρούονται με τις δυνάμεις ασφαλείας σε διαμαρτυρίες κατά των εξορυκτικών έργων.
«Ελπίζω ο κόσμος να καταλάβει ότι δεν είμαστε αντάρτες και δεν μας ενδιαφέρει ο πόλεμος. Έχουμε θέληση για τη ζωή και είμαστε προστάτες της Μητέρας Γης», λέει ο Acosta.
Άλλα μέλη της ομάδας έρευνας εξέφρασαν την ελπίδα ότι το συμβάν θα τραβήξει την προσοχή για τις συνθήκες στον Αμαζόνιο, όπου το κολομβιανό κράτος έχει ελάχιστα εδραιώσει την παρουσία του, αφήνοντας τις κοινότητες των ιθαγενών στο έλεος των μαφιών των ναρκωτικών και των ανταρτικών ομάδων.
Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στην Μπογκοτά, ο Guerrero, ο οποίος όπως και τα τέσσερα παιδιά είναι μέλος της κοινότητας Huitoto, κάλεσε τον πρόεδρο, Gustavo Petro, να ενισχύσει την ασφάλεια και να βελτιώσει τις υποδομές μεταφορών, ώστε οι ντόπιοι να μην αναγκάζονται πλέον να βασίζονται σε σαθρά αεροσκάφη, όπως αυτό με το οποίο ταξίδευαν τα παιδιά.
«Στην πραγματικότητα, η περιοχή αυτή είναι εντελώς εγκαταλελειμμένη. Υπάρχει μια στρατιωτική βάση στην Araracuara, αλλά η υπόλοιπη γύρω περιοχή ελέγχεται πλήρως από τις αντικαθεστωτικές ομάδες Farc», είπε.
Η καθοριστική σημασία που μπορούν να έχουν οι ομάδες των ιθαγενών στην υπεράσπιση του Αμαζονίου από την αποψίλωση των δασών γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτή από τους ερευνητές. Μαζί και οι αναντικατάστατες γνώσεις τους για τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής.
«Κανείς δεν αμφισβητεί τη δυσκολία του να βρεις μια βελόνα στα άχυρα και σε αυτή την περίπτωση ήταν ο Αμαζόνιος της Κολομβίας, ο οποίος έχει το μέγεθος της Νέας Αγγλίας», υπογραμμίζει ο Mark Plotkin, ειδικός στις θεραπευτικές δυνάμεις των φυτών και των σαμάνων στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου. «Το γεγονός ότι επικαλέστηκαν τη σοφία των ιθαγενών σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν το δάσος καλύτερα από τον καθένα», καταλήγει.