Ο βαθύφωνος Αλέξανδρος Σταυρακάκης είναι ο μοναδικός Ελληνας που έχει διακριθεί με το Α’ Βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι. Μιλάει στα «Πρόσωπα» ενόψει της εμφάνισής του στη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι στο Ηρώδειο, στις 29 του μήνα, σε διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού

Ποια είναι η σχέση σας ως ερμηνευτή και μελετητή με τον Βέρντι και το «Ρέκβιεμ»;

Στενή και εντατική, πολύ πριν παρθεί ακόμα η απόφαση ενασχόλησης με το λυρικό τραγούδι. Ο πατέρας μου, άνθρωπος με ιδιαίτερα μεγάλη αγάπη για την όπερα, με «μύησε» στον κόσμο της από πολύ νεαρή ηλικία, με αποτέλεσμα να γίνω τακτικός θαμώνας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα, η μερίδα του λέοντος όσον αφορά το ρεπερτόριο της ΕΛΣ ήταν ιταλόφωνες όπερες με επίκεντρο τις όπερες του Βέρντι και του Πουτσίνι. Το συγκεκριμένο έργο είναι δεδομένα αυτό στο οποίο έχουν καταγραφεί οι περισσότερες ώρες ακρόασης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ιδιότητά μου ως πωλητή δισκοπωλείου κλασικής μουσικής, οπότε ήταν εύκολο να έχω πρόσβαση σε πολύ μεγάλο αριθμό εκτελέσεων. Η μελέτη στο έργο του συνθέτη δεν ξεκίνησε νωρίς κατά την περίοδο των σπουδών μου. Το απαιτούμενο επίπεδο είναι υψηλό, όμως, αφότου έγινε η αρχή, ήταν το κέντρο για την ανάπτυξη και την εξέλιξή μου. Πιστεύω πως αυτό, σε έναν βαθμό, ισχύει για σημαντική μερίδα λυρικών τραγουδιστών. Το δε «Ρέκβιεμ» ήταν το πρώτο έργο που μελέτησα στην ολότητά του.

Ποιος είναι ο συναισθηµατικός πυρήνας στο «Ρέκβιεµ» που πρέπει να φτάσει ως τους ακροατές;

Θα μου επιτρέψετε την άποψη πως στα έργα τέχνης και στη μετέπειτα απόδοσή τους από τους ερμηνευτές που καλούνται να τους δώσουν εκ νέου ζωή δεν υπάρχουν και δεν χωρούνε «πρέπει». Υπάρχουν προφανώς γενικές αρχές απόδοσης, και στυλιστικές και εκφραστικές, όμως αυτό αφορά τη σπουδή. Τη στιγμή της αλήθειας, υπάρχει η ελευθερία της αναδημιουργίας! Η έμπνευση για να είναι ουσιαστική και αυθεντική δεν δύναται να μπαίνει σε «κουτάκια», το αποτέλεσμα σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι μια ευνουχισμένη, ακαδημαϊκή, εκ του ασφαλούς απόδοση του εκάστοτε έργου. Κάτι τέτοιο όμως αδυνατεί να αγγίξει τον ακροατή σε βάθος, οπότε συνιστά μια απρόσωπη, δίχως σθένος προσέγγιση υπό τον φόβο της έκθεσης. Το ζητούμενο για εμένα είναι ο καλλιτέχνης να κοινωνήσει στους ακροατές την αλήθεια του. Οσο πιο ειλικρινής και πηγαία είναι μία ερμηνεία, με όσο το δυνατόν λιγότερα φίλτρα διευκόλυνσης ή «ωραιοποίησης», τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες με το πέρας της συναυλίας ο ακροατής να έχει αποκομίσει κάτι από αυτήν. Εάν αφαιρέσει κανείς το «πρέπει» από την εξίσωση, ο ασφαλέστερος τρόπος να οδηγηθούμε σε μία απάντηση γύρω από τέτοιου είδους ερωτήματα είναι η αφετηρία, το κίνητρο και οι αιτίες που οδήγησαν τον ίδιο τον συνθέτη να γράψει ένα έργο. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν ο πυρήνας θα μπορούσε να έχει τίτλο «Φόρος τιμής», «Εις μνήμην», «Υστατο χαίρε», μια δοξολογία, μια προσευχή για τον αποθανόντα φίλο του Βέρντι, τη μνήμη του οποίου θέλησε να τιμήσει.

Ας μείνουμε για λίγο στο «Dies Irae», από τις μουσικές που αποδίδουν όσο λίγες τον υπαρξιακό τρόμο. Τι πιστεύετε ότι συμβαίνει εκεί σε μουσικό επίπεδο ώστε να μεταφέρεται με τέτοια ένταση το κείμενο;

Εάν θελήσουμε να κάνουμε μία μουσικολογικής φύσης ανάλυση, θα διαπιστώναμε τα παρακάτω. Για αρχή αναφέρω τη διανομή της ορχήστρας, η οποία είναι εξαιρετικά μεγάλη, δημιουργώντας έναν πελώριο ηχητικό όγκο, με τα χάλκινα πνευστά να υπερισχύουν. Ξεκινά δραματικά οργισμένο με τέσσερις συγχορδίες – κραυγές και τη χορωδία σε αρκετά ψηλές περιοχές με κρατημένες νότες και συνδυαστικά με την κίνηση τριήχων να δημιουργούν την αίσθηση στροβιλισμού. Επίσης οι ακραίες δυναμικές και η υψηλή περιοχή που χρησιμοποιείται η χορωδία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Εγχορδα με γρήγορα, αστραπιαία περάσματα αλλά και τρέμολι δημιουργούν μια συνεχή κίνηση – ένταση σε όλες τις δυναμικές, από φορτίσιμο μέχρι πιανίσιμο. Η γκραν κάσα απαντά σαν να ανταποδίδει τις κραυγές της υπόλοιπης ορχήστρας με αίσθημα οργής. Αυτή η χρήση των κρουστών δημιουργεί ενορχηστρωτικά απίστευτα μεγάλη ένταση και ηχητικά ξεπερνά τα όρια που συνήθιζαν μέχρι τότε να ακούν οι ακροατές. Ολος αυτός ο στροβιλισμός με τη χορωδία, την τεράστια ορχήστρα, τη χρήση χάλκινων και κρουστών δημιουργεί ένα ηχητικό ωστικό κύμα. Επίσης στο τελικό αποτέλεσμα συμβάλλει η πληθώρα από επίμονους και συνεχείς τονισμούς λέξεων και συλλαβών της χορωδίας. Σε καθαρά συναισθηματικό επίπεδο αυτό που καθηλώνει είναι η απόλυτα πρωτόγνωρη ωμότητα, ένταση και βιαιότητα της σύνθεσης. Η παθιασμένη προσπάθεια ενός φθαρτού ανθρώπου να αποτυπώσει την οργή ενός θεού δημιουργού/τιμωρού, στον οποίο μάλιστα δεν πιστεύει καν ο ίδιος!

Αναγνωρίζετε ότι η μουσική του Βέρντι είναι τόσο συναισθηματικά άμεση σ’ αυτό το έργο, ώστε να φτάνει μέχρι και τον ανυποψίαστο ακροατή; Αρκεί βέβαια να μην παιχτεί χωρίς «φτιασίδια»;

Αναφερόμαστε σε μία σύνθεση η οποία είναι γνωστή σε ένα εξαιρετικά ευρύ ακροατήριο. Ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να μη γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτό που ακούνε, δεν παύουν να αναγνωρίζουν το άκουσμα! Ο λόγος της δημοφιλίας είναι ακριβώς η αμεσότητα στην οποία αναφέρεστε και η οποία ακολούθως έχει ως αποτέλεσμα τη μετάδοση συναισθημάτων σε όποιον άνθρωπο έρθει σε επαφή μαζί της. Φρονώ πως η μουσική αυτή είναι τόσο ιδιοφυής που πιθανά ή όχι «φτιασίδια» δεν είναι σε θέση να την επηρεάσουν στον πυρήνα της.

Εχει κατατεθεί διαχρονικά μία «αιχμή» προς τον Βέρντι για έλλειψη πνευματικότητας σ’ αυτό το θρησκευτικής έμπνευσης έργο του, επειδή ο ίδιος ήταν αγνωστικιστής. Συμφωνείτε;

Αυτή είναι μία ερώτηση στην οποία δεν μπορώ να απαντήσω μονάχα αναφέροντας εάν συμφωνώ ή όχι. Σε πρώτη ανάγνωση σημασία έχει το υπόβαθρο, οι συνθήκες και οι αιτίες που οδήγησαν τον συνθέτη στην ολοκλήρωση αυτού του έργου. Μετά τον θάνατο του Ροσίνι, ο Βέρντι πρότεινε τη συνεργασία ιταλών συνθετών με στόχο τη γραφή ενός ρέκβιεμ στη μνήμη του. Ο ίδιος για να ξεκινήσει η πραγματοποίηση του οράματός του κατέθεσε το καταληκτικό μέρος του έργου, το «Libera Me». Η σύνθεση ολοκληρώθηκε και ο αρχικός προγραμματισμός ήταν να δοθεί η πρώτη εκτέλεση κατά την πρώτη επέτειο του θανάτου του Ροσίνι. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη όμως ποτέ διότι η οργανωτική επιτροπή του εγχειρήματος ελάχιστες μέρες πριν από την παρουσίαση απέρριψε το έργο. Για τον Βέρντι ο υπεύθυνος αυτής της κατάληξης ήταν ο μαέστρος Angelo Mariani, κάτι που σήμανε την αρχή του τέλους τής έως τότε φιλίας τους!

Συνολικά το γεγονός αυτό εξόργισε και έφερε μεγάλη θλίψη στον Βέρντι, ο οποίος θεώρησε απαράδεκτο το γεγονός ότι δεν τιμήθηκε, ως όφειλε, η μνήμη του συμπατριώτη του. Μια εικασία λοιπόν θα μπορούσε να είναι πως αυτή η οργή ήταν η αιτία της φύσης του «Dies Irae» και της συνολικής απελευθέρωσής του από τις έως τότε συνήθεις φόρμες για έργα θρησκευτικού χαρακτήρα, όταν τελικά ο συνθέτης αποφάσισε να ολοκληρώσει μόνος του τη σύνθεση του ρέκβιεμ για να τιμήσει τη μνήμη του φίλου του, Αλεσάντρο Μαντσόνι.

Δευτερευόντως, σε πολύ μεγάλο βαθμό το ύφος εξαρτάται από την προσέγγιση του μαέστρου, πού αυτός θα εστιάσει και τι θα θελήσει να αναδείξει.

Πράγματι, η συντριπτική πλειοψηφία των εκτελέσεων του έργου βρίσκει τους μαέστρους να προτάσσουν την οπερατική του φύση. Ειδικά εάν ο μαέστρος αυτός είναι πρώτιστα οπερατικού ρεπερτορίου. Είναι αδύνατο όμως κανείς να παραβλέψει την πνευματικότητα των λιγοστών σωζόμενων αποσπάσματων της σπανιότατης και άγνωστης ερμηνείας του Karl Böhm με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης (1945), τη σεβαστική και αυστηρή ματιά του Karl Richter με τη Φιλαρμονική του Μονάχου (1969), τη θρησκευτική πνοή που δίνει η ανάγνωση του Fritz Reiner με τη Φιλαρμονική της Βιέννης (1960), τη σχεδόν μπαροκική απόδοση του πρώτου χορωδιακού μέρους από την τελευταία εκτέλεση του Lorin Maazel με τη Φιλαρμονική του Μονάχου (2014) ή την κατανυκτική ατμόσφαιρα του Sergiu Celibidache και πάλι με την ίδια ορχήστρα (1993). Το ίδιο ισχύει και για τους τέσσερις σολίστες. Ενδεικτικά αναφέρω ως παράδειγμα το «Libera Μe», το οποίο, όπως προέγραψα, ήταν και το πρώτο μέρος που έγραψε ο συνθέτης.

Οι σοπράνο που προέρχονται από τον οπερατικό χώρο, διακρίνουμε πως σχεδόν πάντα προτάσσουν την ομορφιά του ήχου, το «τραγούδι», ενώ σοπράνο όπως η Maria Stader ή η Imgard Seefried, μια καλλιτέχνις με εξειδίκευση στο ορατόριο και στον χώρο του γερμανικού Lied, δεν «τραγουδάνε» αλλά «προσεύχονται», προτεραιότητά τους είναι να φέρουν το κείμενο στη ζωή, με αποτέλεσμα να αλλάζει όλη η ατμόσφαιρα της μουσικής. Καταλήγοντας, η μουσική του συνθέτη εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά – το ποια από αυτά θα έρθουν στην επιφάνεια και θα επικρατήσουν είναι αποτέλεσμα επιλογής ερμηνευτικής προσέγγισης.

Με ποιο από τα «Ρέκβιεμ» των μεγάλων συνθετών αισθάνεστε μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή;

Αδιαμφισβήτητα με το «Ρέκβιεμ» που θα έχω τη χαρά να αποτελέσω μέρος της απόδοσής του την ερχόμενη Πέμπτη, ακολουθούμενο από τα δύο μεγάλα θρησκευτικά έργα του Ντβόρζακ, και το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ.

info

«Messa da Requiem», Ηρώδειο, 29/6, στις 21.00. Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Μονωδοί: η φινλανδή υψίφωνος Μίινα-Λίισα Βέρελε, η τυνήσια μεσόφωνος Ριχάμπ Σαγέμπ, ο υποψήφιος για Grammy τενόρος Μπάρι Μπανκς. Συμμετέχουν η Χορωδία της ΕΡΤ, η Χορωδία των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων και η Amadeus Mixed Choir. Συμπαραγωγή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου. Εισιτήρια (από 5 για ΑμεΑ και ανέργους έως 70 ευρώ): aefestival.gr και viva.gr