Το ότι τουλάχιστον ένας πολιτικός αρχηγός – ο Κυριάκος Μητσοτάκης – βρήκε τον χρόνο μετά από σχεδόν επτά εβδομάδες προεκλογικής περιόδου να μιλήσει για τη φοροδιαφυγή είναι σημαντικό. Το ότι πιθανότατα θα είναι και αυτός που θα κυβερνήσει, κάνει τη δημόσια παραδοχή του σημαντικότερη.
Το έκανε μάλιστα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Εκεί που φαινόταν να επικρατεί στη δημόσια συζήτηση ο «ελαφρύς» συλλογισμός των κομμάτων της πρώην αντιπολίτευσης ότι το σημαντικότερο φορολογικό μας πρόβλημα είναι ότι η αναλογία άμεσων και έμμεσων φόρων γέρνει υπερβολικά υπέρ των δεύτερων και ότι πρέπει κάτι να κάνουμε απ’ αυτού. Θα ήταν σωστή η αναφορά τους, πρώτον αν ίσχυε και δεύτερον εάν δεν είχαμε τόση εκτεταμένη φοροδιαφυγή, κυρίως με τη μορφή αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης.
Η παραδοχή για τους υπερβολικούς έμμεσους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αποκρύβει ότι ως ποσοστό επί της κατανάλωσης τα έσοδα από ΦΠΑ υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με την κατανάλωση να φτάνει το 90% του ΑΕΠ, η Ελλάδα συγκεντρώνει λιγότερους φόρους από ό,τι οι εταίροι της. Στην κατανάλωση εκδηλώνεται η υψηλότερη φοροδιαφυγή. Αντίθετα στην παραγωγή εκεί που δεν μπορεί να κρυφτεί σχεδόν τίποτα, ο ΦΠΑ που εισπράττεται είναι περισσότερος από τον αντίστοιχο της ΕΕ.
Αν σκεφτεί κανείς το μέγεθος του πληθωρισμού της τελευταίας διετίας, τότε η παρατηρούμενη αύξηση των φόρων στην κατανάλωση που καταγράφουν κάθε μήνα τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, με το ζόρι καλύπτουν αυτή την αύξηση. Δεν καλύπτουν ωστόσο την άλλη αύξηση. Αυτήν που προέρχεται από την ανάπτυξη. Σε μια οικονομία που αναπτύσσεται με πολλαπλάσιους ρυθμούς από ό,τι στο παρελθόν, θεωρητικά θα περίμενε κανείς θεαματικότερη αύξηση αυτής της πηγής εσόδων. Αυτό ωστόσο δεν συμβαίνει. Τεράστια ποσά γίνονται μέρος των 60 δισεκατομμυρίων της φοροδιαφυγής που παρατηρούσε πριν από μερικές εβδομάδες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι έμμεσοι φόροι έχουν μειωθεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια (σε εστίαση, τουρισμό κ.λπ.) και σχεδόν το σύνολο της διαφοράς μετατράπηκε σε ενίσχυση των επιχειρήσεων των κλάδων.
Από την άλλη οι άμεσοι φόροι υπολείπονται και αυτοί του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ωστόσο αυξάνουν με τρόπο αυτόματο, δυσανάλογο και άδικο, για να πει κάποιος «ελαφρά τη καρδία» ότι χρειάζονται αυξήσεις. Για παράδειγμα, κανείς δεν φωνάζει ότι οι μισθολογικές αυξήσεις που δίνονται, καλύπτοντας σε πολλές περιπτώσεις τις απώλειες του πληθωρισμού, «σκάνε» πάνω στους παλαιούς άδικους μνημονιακούς φορολογικούς συντελεστές. Γι’ αυτούς, τους μισθωτούς, δεν υπάρχει κανένας πολιτικός να «κλάψει». Κανείς δεν ευαισθητοποιείται. Ο ίδιος ο μισθωτός δεν ερωτάται καν. Αυτόματα τα λογιστήρια των επιχειρήσεων, όταν ο νέος αυξημένος μισθός υπερβεί το επόμενο κλιμάκιο φορολόγησης, προβαίνουν σε αύξηση του φόρου. Το καθαρό προς είσπραξη ποσό «κουρεύεται». Λιγότερα χρήματα καταλήγουν στην τσέπη του και περισσότερα στο κράτος.
Το σύγχρονο φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας μοιάζει σε πολλά σημεία με αυτό που είχαμε λίγο πριν απ’ τη χρεοκοπία της χώρας. Χαρακτηρίζεται από υψηλούς και σε πολλές περιπτώσεις άδικους φορολογικούς συντελεστές, που δεν μπορούν να μειωθούν όσο δεν εισπράττονται έσοδα ανάλογα του επιπέδου της οικονομίας μας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να συγκεντρώνει λιγότερους φόρους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης στις χώρες της οποίας χρωστάει πολλά δισεκατομμύρια. Μόλις δηλαδή πατήσαμε στα πόδια μας και νιώσαμε μια «ανάσα» ανάπτυξης, επιστρέψαμε ξανά σε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλύτερα από πολλούς στην Ευρώπη, στη φοροδιαφυγή