Κανονικά θα ήταν ένα αισιόδοξο γεγονός. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επισκέπτεται μια χώρα που οι ΗΠΑ το τελευταίο διάστημα βλέπουν ως τον μεγάλο ανταγωνιστή και τη μεγάλη απειλή σε μια προσπάθεια να υπάρξει μια πιο συνεργατική σχέση και να αποφευχθούν οι περιττές εντάσεις. Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι ακριβώς η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που ενισχύει την ένταση στις κινεζοαμερικανικές σχέσεις.
Η σημασία της επίσκεψης Μπλίνκεν στην Κίνα
Η επίσκεψη του επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στο Πεκίνο αποτυπώνει την επιθυμία της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποφύγει το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτων κλιμακώσεων στις σχέσεις με την Κίνα, μέσα από την αποκατάσταση σταθερών διπλωματικών διαύλων και έναν βαθμό συναινέσεων και ίσως τον ορίζοντα μια μεγαλύτερη μεσολάβηση της Κίνας για ένα τέλος στο ουκρανικό αδιέξοδο
Το προηγούμενο διάστημα, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι ΗΠΑ κατ’ επανάληψη έχουν κατηγορήσει την Κίνα ότι αποτελεί τον κρίσιμο σύμμαχο της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία. Το ζήτημα της Ταϊβάν προκαλεί διαρκώς εντάσεις, με επισκέψεις αμερικανών αξιωματούχων που αποτελούν αμφισβητήσεις, σε συμβολικό επίπεδο τουλάχιστον, της πολιτικής της «Μίας Κίνας», με την Κίνα να απαντά με επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος που παραπέμπουν σε σχέδια βίαιης επανένωσης. Γύρω από τα υποτιθέμενα κατασκοπευτικά αερόστατα της Κίνας, οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο.
Ωστόσο, φαίνεται ότι σε ένα επίπεδο οι ΗΠΑ δεν μπορούν να προσθέσουν στα ανοιχτά μέτωπα που έχουν, πρώτα και κύριο το τι θα κάνουν με έναν πόλεμο στην Ουκρανία που δεν δείχνει ακόμη να παραπέμπει στην «ήττα της Ρωσίας», και μια ανεξέλεγκτη επιδείνωση των σχέσεων με την Κίνα.
Εξ ου και η προσπάθεια κατά βάση να διατηρηθούν ανοιχτά κανάλια διαλόγου και επικοινωνίας και να αναζητηθούν τρόποι συνεννόησης και αυτό αποτυπώνει την ίδια την επιλογή και τον συμβολισμό της επίσκεψης Μπλίνκεν.
Ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός…
Ωστόσο εάν θέλουμε να δούμε τα πράγματα πιο συνολικά, θα δούμε ότι οι σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας βρίσκονται εγκλωβισμένες σε έναν συνδυασμό ανάμεσα στον κλιμακούμενο ανταγωνισμό και τη διαρκή αλληλεξάρτηση.
Από τη μια οι ΗΠΑ όντως βλέπουν την Κίνα ως τη μεσοπρόθεσμη μεγαλύτερη απειλή. Και αυτό γιατί η Κίνα δεν είναι απλώς μια πυρηνική και στρατιωτική υπερδύναμη, χωρίς όμως ανάλογο οικονομικό βάρος, όπως είναι η Ρωσία. Η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία του πλανήτη και εξακολουθεί να έχει υψηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, δίνει μεγάλη έμφαση στο να καλύψει το τεχνολογικό κενό από τις ΗΠΑ και αμφισβητεί την ηγεμονία των ΗΠΑ όχι μόνο οικονομικά, αλλά σταδιακά και γεωπολιτικά αναλαμβάνονται διάφορες πρωτοβουλίες, με πιο χαρακτηριστική την επαναπροσέγγιση Σαουδικής Αραβίας και Ιράν.
Αυτό εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή, όπως έχουν κάνει και στο παρελθόν, μετατοπίζονται, ανεξαρτήτως ρητορικής, σε μια πιο συγκρουσιακή σχέση με την Κίνα. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που το σύνολο του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, πέραν των εσωτερικών διαιρέσεων του, ήδη από την επαύριον του τέλους του Ψυχρού Πολέμου προσανατολίστηκε στον να μην υπάρξει ξανά εξίσου ισχυρός ανταγωνιστής.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι για τις ΗΠΑ πολύ γρήγορα τα ζητήματα που αφορούν τον οικονομικό ανταγωνισμό μετατρέπονται σε ζητήματα «ασφάλειας». Εδώ το πιο χαρακτηριστικό είναι το πώς ένα κατεξοχήν ζήτημα οικονομικού ανταγωνισμού, αυτό που αφορά το να περιοριστεί η πρόσβαση της Κίνας σε τσιπ τελευταίας γενιάς κατεξοχήν αντιμετωπίζεται ως ζήτημα ασφάλειας.
Αντίστοιχα, παρότι σε ένα άλλο περιβάλλον, αυτό της δεκαετίας του 1970, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια ορισμένη στάση απέναντι στην Ταϊβάν που αναγνώριζε μέρος των κινεζικών ανησυχιών, πλέον ολοένα και περισσότερο αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως όριο απέναντι την κινεζική «επιθετικότητα».
…και η διαρκής αλληλεξάρτηση
Την ίδια στιγμή η πραγματικότητα είναι ο βαθμός αλληλεξάρτησης των δύο χωρών στο οικονομικό επίπεδο παραμένει ιδιαίτερα υψηλός. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εξαρτώνται από μεγάλες εισαγωγές προϊόντων που κατασκευάζονται στην Κίνα και – παρότι εδώ υπάρχει σχετική μείωση – εξαρτώνται από το γεγονός ότι η Κίνα εξακολουθεί να χρηματοδοτεί το αμερικανικό χρέος.
Αυτό αποτυπώνει και το περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια εμπορικού ελλείμματος που έχουν οι ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα. Διακηρυκτικά, πολλά από τα μέτρα για την ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας και ειδικότερα της αμερικανικής παραγωγικής βάσης, που προωθούνται αυτή τη στιγμή αποσκοπούν στο να μειώσουν την εξάρτηση από κινεζικές εξαγωγές. Όμως, ένα μεγάλο μέρος των εισαγωγών αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά, αυτά ακριβώς που χρειάζεται η ανασυγκρότηση της αμερικανικής οικονομίας και πολύ δύσκολα μπορούν να ανακοπούν, παρά μόνο με μεγάλο κόστος.
Το διαρκές άγχος μιας ευρασιατικής σύγκλισης
Το μεγαλύτερο άγχος των ΗΠΑ παραμένει αυτό μιας ενδεχόμενης ευρασιατικής σύγκλισης με πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, δηλαδή μιας συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα που θα υπερβαίνει το τακτικό επίπεδο και θα αποτελεί τη βάση ενός συνολικότερο εναλλακτικού πόλου μέσα στο διεθνές επίπεδο. Άλλωστε, τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο επιμένουν στο σχήμα του λεγόμενου «πολυπολικού» κόσμου και επενδύουν σε διάφορες μορφές συνεργασίας και με άλλες χώρες, από τα BRICS έως τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης. Το αμερικανικό άγχος επιτείνεται από την εκτίμηση ότι είναι ακριβώς η συνεργασία με την Κίνα που εξηγεί στην ανθεκτικότητα της Ρωσίας στην ουκρανική κρίση.
Και αυτή είναι η δυσκολία της αμερικανικής κυβέρνησης. Εν μέσω μιας προεκλογικής εκστρατείας όπου οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη κατηγορούν τους Δημοκρατικούς για ενδοτισμό, αναζητούν μια συνεννόηση που για να μπορέσει να είναι πραγματική απαιτεί από τις ΗΠΑ να αποδεχτούν μια πολύ πιο «συνεργατική» διαχείριση του κόσμου από όσο θα ήθελαν.