Καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Brown, κινείται ελεύθερα στα όρια της διεπιστημονικότητας διδάσκοντας και δημοσιεύοντας σχετικά με τη θεωρία της αρχαιολογίας, την πολιτική του παρελθόντος, την αποαποικιοποίηση, τη σχέση αρχαιολογίας και αισθήσεων, τη ζωοαρχαιολογία, το Αιγαίο της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού. Το πρόγραμμα αρχαιολογίας και αρχαιολογικής εθνογραφίας που συνδιευθύνει στην Κουτρουλού Μαγούλα της Φθιώτιδας φέρνει τον Γιάννη Χαμηλάκη κάθε χρόνο στο πεδίο των ανασκαφών. Ο καινοτόμος αρχαιολόγος ο οποίος εισήγαγε μετασχηματισμούς και κρίσιμες αναθεωρήσεις στην εγχώρια και διεθνή αρχαιολογία, μετά τη διεξαγωγή των φετινών Αρχαιολογικών Διαλόγων στην Ερμούπολη της Σύρου, βρέθηκε στην Αθήνα. Η συνάντησή μας με αφορμή και την κυκλοφορία του βιβλίου του «Αρχαιολογία, έθνος και φυλή» οδήγησε στην εκτενή συζήτηση για την αναμέτρηση με το παρελθόν και το άμεσο παρόν, αναδεικνύοντας τη σημασία των υλικών αντικειμένων:
«Οι Αρχαιολογικοί Διάλογοι στη Λέσβο το 2016 με έφεραν για πρώτη φορά στο νησί, τη στιγμή που αυτό που ονομάζουμε μεταναστευτικό ζήτημα ήταν κυρίαρχο. Στα πλαίσια των διαλόγων οργανώσαμε ξεναγήσεις και διάφορα πάνελ γύρω από τα σύνορα και τη μετανάστευση. Επισκέφτηκα τη Μόρια. Αυτό που βίωσα τότε με συγκλόνισε σαν εμπειρία και άρχισα να σκέφτομαι ένα πρότζεκτ που θα μπορούσε να είναι αυτό που λέμε αρχαιολογία του σήμερα. Η προσέγγιση δηλαδή που βλέπει τη σημερινή υλικότητα σαν ένα πεδίο όπου μπορεί και πρέπει ο αρχαιολόγος να παρέμβει μέσα από τα δικά του μεθοδολογικά εργαλεία.
Βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχουν πράγματα της σημερινής υλικότητας που δομούν την εμπειρία μας, δεν τα κατανοούμε εύκολα μέσα από τις άλλες προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, οι ανθρωπολόγοι συνήθως δίνουν έμφαση στην προφορική μαρτυρία, σε συνεντεύξεις, στην παρατήρηση, αλλά όχι τόσο στη λεπτομερή ανάλυση της υλικότητας. Σκέφτηκα λοιπόν, θα με ενδιέφερε να συνεχίσω να πηγαίνω στη Λέσβο στα πλαίσια αυτού του νέου προγράμματος που θα ήθελα να κάνω για την υλικότητα της μετανάστευσης και των συνόρων. Είναι ένα δύσκολο πεδίο δουλειάς, έχει ηθικά διλήμματα που σου θέτει καθημερινά. Δεν θα ήθελα να κάνουμε αυτό που λέμε διαδικασία εξόρυξης πληροφορίας και υλικού. Ηθελα να το κάνουμε σε μια διαδικασία συνδιαμόρφωσης με τους ανθρώπους που ζουν εκεί και είναι μετανάστες, αλλά και με άλλους ανθρώπους τους οποίους γνώρισα, ζουν εκεί και εμπλέκονται με τη διαδικασία της μετανάστευσης.
Ηταν εύκολο;
Οχι, αλλά νομίζω ότι κατάφερα σε έναν βαθμό και απέκτησα αρκετές σχέσεις με ανθρώπους που έζησαν εκεί ως μετανάστες. Αυτή η δουλειά περιλάμβανε καταγραφή, φωτογραφική παρατήρηση, εθνογραφικές παρατηρήσεις και συνεντεύξεις, αλλά πάντα συνεντεύξεις με βάση τα υλικά και την υλική διάσταση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν περάσει μια σειρά άλλων συνεντεύξεων για το άσυλο. Δεν ήθελα να είναι άλλη μια διαδικασία τυπικού πλαισίου. Πιο πολύ ήταν κουβέντες με βάση πώς διαπραγματεύονται τη ζωή εκεί, πώς παρασκευάζουν το φαγητό. Το catering που έπαιρναν δεν τους ικανοποιούσε καθόλου. Οπότε μπήκαν σε διαδικασία κατασκευής εστιών, άλλων εγκαταστάσεων για την παρασκευή τροφής τους. Αλλη συζήτηση γινόταν γύρω από τη στέγαση και πώς κατασκεύαζαν τις καλύβες. Ακόμα και για τα σωσίβια που έβλεπες στις παραλίες. Στα πλαίσια λοιπόν αυτού του προγράμματος της αρχαιολογίας του συνόρου και της μετανάστευσης, εστίασα σε δύο τοποθεσίες, θα τους λέγαμε δύο αρχαιολογικούς χώρους, το επονομαζόμενο «νεκροταφείο σωσιβίων» κοντά στον Μόλυβο και το Καμπ της Μόριας. Στον Μόλυβο κάναμε μαζί με κάποιους φοιτητές επίσκεψη και κάναμε μια επιφανειακή έρευνα, μια καταγραφή του χώρου αυτού και μια μικρή δοκιμαστική ανασκαφή για να δούμε τι είδους υλικά έχει αυτός ο χώρος. Δηλαδή τον ξέρουμε μέσα από δημοσιογραφική δουλειά, από κάποια καλλιτεχνικά έργα, όπως μια ταινία μικρού μήκους του Ζώη. Δεν τον ξέρουμε όμως με βάση την υλικότητα όπως κάνει ένας αρχαιολόγος.
Η δουλειά του αρχαιολόγου έχει και χαρακτηριστικά από τη δουλειά ερευνητή που σκύβει πάνω από τα ίχνη…
Πάντοτε ο αρχαιολόγος είναι και λίγο ντετέκτιβ. Το να πιάνεις δηλαδή ένα υλικό, ένα σωσίβιο, να το εξετάζεις για να δεις πού έχει κατασκευαστεί, πώς έχει τροποποιηθεί, χωρίς τις απαραίτητες πάντα προδιαγραφές. Κάναμε λοιπόν αυτή τη δουλειά καταγραφής μέχρι τη φωτιά της Μόριας. Οπότε ο τόπος έγινε κανονικός αρχαιολογικός χώρος. Μετά τη φωτιά τον επισκέφθηκα τρεις φορές. Κατέγραψα τα υλικά αντικείμενα μετά την καταστροφή, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Τώρα είμαι στη διαδικασία να προσπαθήσω να το ανασυνθέσω σε μια ιστορία του χώρου και σαν χώρο ζωντανό με ανθρώπους, αλλά και σαν ερείπιο.
Από αυτά τα αντικείμενα χρησιμοποιείτε κάποια ως αρχαιολογικά τεκμήρια στα μαθήματα με τους φοιτητές σας;
Επιλεκτικά χρησιμοποιώ κάποια, επειδή δίνω ιδιαίτερο βάρος στη μνημονική διάσταση των αντικειμένων. Οσο δουλεύω τον χώρο, θέλω να έχω αυτή την άμεση υλική σχέση. Πέρα από τις δικές μου σημειώσεις ή φωτογραφίες, είναι διαφορετικό να είσαι με αντικείμενα γύρω σου. Είναι από τα λίγα πράγματα που θα μείνουν από τη Μόρια. Ο χώρος θα καταστραφεί εντελώς. Τα πιο πολλά αντικείμενα θα πάνε σε χωματερές ή θα διασκορπιστούν. Δεν υπάρχει φορέας που να σχετίζεται με μουσεία που να συλλέγει αντικείμενα.
Κάποιοι καλλιτέχνες έχουν συλλέξει για τα δικά τους έργα. Δεν υπάρχει η αίσθηση ότι αυτός σαν χώρος χρειάζεται να μείνει σαν καταγραφή και σαν υλικότητα. Ετσι αποφάσισα να μαζέψω κάποια αντικείμενα με τα οποία έχω μια σχέση αμφίθυμη. Γιατί ξέρω ότι δεν μου ανήκουν. Ξέρω ότι η καταγραφή αυτή δεν έγινε όπως κάνουμε σε έναν αρχαιολογικό χώρο όπου υπάρχει το πρωτόκολλο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανήκουν στο ελληνικό κράτος, πηγαίνουν στα μουσεία. Αυτά είναι αντικείμενα in limbo.
Είναι σε ένα μεταίχμιο;
Κάποια κατασκευάστηκαν από ανθρώπους εκεί, όμως τα έχουν αφήσει, κάποια τα έχουν απορρίψει. Ή έμειναν πίσω όταν έφυγαν. Τα βρίσκω εγώ, μαζεύω κάποια από αυτά. Δεν είμαι ο ιδιοκτήτης τους, δεν είμαι κάποιος που μπορεί να τα πάρει να τα κάνει ό,τι θέλει. Αυτό που λέω ότι είμαι, στα αγγλικά η έκφραση είναι «temporary steward». Είμαι ο προσωρινός επιμελητής τους. Οπότε τα χρησιμοποιώ είτε σε εκθέσεις είτε στη διδασκαλία είτε στη δική μου συζήτηση για το τι είναι αυτός ο χώρος. Εχω πει και έχω γράψει ότι αυτά ανήκουν σε ανθρώπους άλλους, όχι σε μένα. Αν κάποιοι από αυτούς τα θελήσουν, φυσικά θα τα δώσουμε. Βέβαια, είναι λίγο απίθανο να έρθουν. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι προσανατολισμένοι στο μέλλον. Γι’ αυτούς η Μόρια είναι ένα παρελθόν που ίσως κάποια στιγμή να ξεχάσουν. Είναι ένας σταθμός σε ένα μακρύ ταξίδι. Στόχος είναι να αναπτύξουν νέες υλικότητες, νέα ζωή.
Σας απασχολεί τι θα γίνει στο τέλος με αυτά τα αντικείμενα;
Προς το παρόν, όπως έλεγα, τα χρησιμοποιώ στη διδασκαλία, σε εκθέσεις και στο γράψιμο. Κάποια από αυτά είναι από τη χωματερή των σωσιβίων. Αλλά εκεί στις παραλίες βρήκαμε και άλλα αντικείμενα, που σχετίζονται με ανθρώπους που ήταν εκεί για να βοηθήσουν μετανάστες. Τους εθελοντές. Οπως ένα κουτάκι με χάπια για το στρες από τον Καναδά. Υποψιάζομαι ότι ανήκε σε κάποιον εθελοντή που δούλευε εκεί μέρα-νύχτα. Το 2015-2016 οι εθελοντές ζούσαν στις παραλίες για να βοηθήσουν όσους έφταναν με τις βάρκες. Εμεινε αυτό το κουτάκι εκεί, το μάζεψαν μετά οι Αρχές που καθάριζαν τις παραλίες και μαζί με τα σωσίβια και άλλα αντικείμενα που είχαν αφήσει οι μετανάστες βρέθηκε στη χωματερή, στον Μόλυβο. Στη Μόρια τα αντικείμενα μπορεί να είναι από την καθημερινότητα των ανθρώπων που έμειναν πίσω. Αντικείμενα που σχετίζονται με καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Υπήρχε ένας ζωγράφος από το Αφγανιστάν με τον οποίο έχω μιλήσει και ακόμα είμαι σε επικοινωνία.
Είχε φτιάξει ένα μικρό ατελιέ, ζωγράφιζε και έκανε και μαθήματα ζωγραφικής. Βρήκα το σημείο, καμένο πλέον, αλλά επίσης και τα καμένα πινέλα, τα καμένα χρώματα. Οπότε μάζεψα κάποια από αυτά τα πινέλα. Ενώ μέσα στον κυρίως χώρο του καταυλισμού υπήρχαν άλλα αντικείμενα που κυρίως αφορούσαν την καταγραφή. Σχετίζονται με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τις υπηρεσίες ασύλου και εσωτερικής μετανάστευσης. Οπως μια σπασμένη δισκέτα μιας εταιρείας, η οποία παρήγε λογισμικό για εξακρίβωση της ταυτότητας μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων των μεταναστών.
Απαρτίζουν μια ιδιότυπη αρχαιολογία;
Μια αρχαιολογία του σήμερα, μια αρχαιολογία των συνόρων που βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχουν ιστορίες που δεν λέγονται στις συνεντεύξεις είτε επειδή δεν μπορούν να ειπωθούν είτε γιατί δεν θεωρούνται από τους ανθρώπους με τους οποίους μιλάς προτεραιότητα. Κι όμως, μέσα από τα αντικείμενα βγαίνουν στην επιφάνεια.
Τα μικροαντικείμενα αυτά δίνουν την υπόσταση της ζωής τους.
Μια άλλη διάσταση που είναι σημαντική και βγαίνει μέσα από τα αντικείμενα είναι η αυτενέργεια του μετανάστη, η υπόστασή του ως ανθρώπινου και ως πολιτικού υποκειμένου. Είναι κάτι που δεν συζητάμε πάρα πολύ, γιατί ακόμα και η προσέγγιση των εθελοντών δίνει έμφαση στην τραγική διάσταση της μετανάστευσης, σε όλα αυτά που περνούν μέχρι να φτάσουν. Οι συνθήκες στη Μόρια, για παράδειγμα, ήταν πάρα δύσκολες. Ωστόσο αυτό που βγαίνει μέσα από την υλικότητα είναι και μια φοβερή διάθεση να δημιουργήσουν τις συνθήκες έτσι όπως τις θέλουν αυτοί και αυτές, μέσα από μια αυτενέργεια που είναι συγκινητική μερικές φορές και που σπάνια συζητιέται ή φωτογραφίζεται. Για παράδειγμα, οι δημοσιογράφοι δεν θα πάνε να φωτογραφίσουν τους φούρνους για το ψήσιμο του ψωμιού που έφτιαχναν οι άνθρωποι εκεί, σκάβοντας μέσα στη γη, δημιουργώντας αυτό που στη Μέση Ανατολή λέμε tanur. Οταν το είδα, σκεφτόμουν ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι εδώ για μικρό σχετικά διάστημα, όμως θέλουν να έχουν ένα ψωμί ψημένο όπως αυτό που έχουν συνηθίσει να τρώνε στον τόπο τους και προσπαθούν να οργανώσουν τον βίο τους. Να οργανώσουν την ενσώματη εμπειρία της τροφής, μέσα από τις δικές τους μνήμες, μέσα από τη δική τους πρόσληψη για το τι είναι ψωμί.