Σήμερα Πέμπτη πρόκειται να συνεδριάσει η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας. Πολλοί αναμένουν ότι η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Τουρκίας θα διαφοροποιηθούν, κάτι που καταδεικνύουν και ορισμένες επιλογές του προέδρου Ερντογάν, όπως ο διορισμός του Μεχμέτ Σιμσέκ στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Ωστόσο, αρκετοί διεθνείς επενδυτές παραμένουν δύσπιστοι.
15 χαμένα χρόνια;
Η τουρκική οικονομία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μόνιμη κρίση, και με τον πληθωρισμό στο 40% (Μάιος 2023) η αγοραστική δύναμη των Τούρκων έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Επιπλέον, η φτωχή σε πόρους χώρα εισάγει παραδοσιακά πολύ περισσότερα αγαθά από όσα εξάγει και, ως εκ τούτου, υποφέρει από υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο συναλλαγών.
Οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της Τουρκίας εκτιμώνται σε περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτοχρόνως, το δημόσιο χρέος αυξάνεται: μόνο τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους το έλλειμμα του δημόσιου προϋπολογισμού εκτινάχθηκε κατά 1870% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Τούρκου οικονομολόγου Ταχσίν Μπακιρτάς. Τα ιδιωτικά νοικοκυριά είναι επίσης υπερχρεωμένα σε ποσοστό περίπου 180% του τουρκικού ΑΕΠ. Όσον αφορά το εθνικό νόμισμα, ενώ το 2008 μια λίρα αντιστοιχούσε σε 0,60 ευρώ, πλέον αξίζει 0,039 ευρώ.
Εν αντιθέσει με τις κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, ο πρόεδρος Ερντογάν πιέζει εδώ και χρόνια την κεντρική τράπεζα της χώρας του να κρατήσει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα, επιδεινώνοντας έτσι την οικονομική κατάσταση. Τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Μόνο φέτος, η κεντρική τράπεζα δαπάνησε περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει το γιγαντιαίο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και να στηρίξει την αδύναμη λίρα. Τα δάνεια παρέχονται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τράπεζες χωρών όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Περισσότερα από τα μισά δάνεια που χρειάζονταν επειγόντως οι τουρκικές τράπεζες δόθηκαν από δύο μονάχα τράπεζες από τα Εμιράτα, την Εμπορική Τράπεζα του Άμπου Ντάμπι (ADCB) και την κρατική τράπεζα Emirates NBD από το Ντουμπάι. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχουν υπογραφεί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων (Currency Swap Agreements) ύψους περίπου 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αναπλήρωση των σχεδόν εξαντλημένων συναλλαγματικών αποθεμάτων της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας.
Τι θα επιδιώξει ο Ερντογάν;
Οι οικονομολόγοι της JPMorgan αναμένουν ότι η Κεντρική Τράπεζα της Άγκυρας θα τριπλασιάσει σχεδόν το τρέχον βασικό της επιτόκιο (8,5%) στην επόμενη συνεδρίασή της. Τα επιτόκια είναι πιθανό να αυξηθούν στο εντυπωσιακό ποσοστό του 25% στις 22 Ιουνίου και μέχρι το τέλος του έτους, ίσως φτάσουν στο 30%. Ο Ερντογάν δήλωσε προσφάτως ότι «μετά από σκέψη, αποφασίσαμε να ληφθούν γρήγορα μέτρα από τον υπουργό Οικονομικών μας, σε συνεννόηση με την Κεντρική Τράπεζα». Για τους πολιτικούς παρατηρητές, τα λόγια του Ερντογάν υποδηλώνουν ότι έδωσε το πράσινο φως για την αύξηση των επιτοκίων.
Τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν άλλαξε επανειλημμένως τον επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου να προωθήσει την ανορθόδοξη πολιτική του για φθηνό χρήμα και χαμηλά επιτόκια. Τώρα, η Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν είναι η πέμπτη επικεφαλής από το 2019. Πόσο αποφασισμένη είναι όμως η απόφοιτος του αμερικανικού πανεπιστημίου Princeton και πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs να βγάλει την Τουρκία από το οικονομικό πολιτικό περιθώριο;
Διεθνείς επενδυτές και οικονομολόγοι έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι η σημαντική αύξηση των επιτοκίων δεν επαρκεί για να περιορίσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό στην Τουρκία. Τα μέτρα του Ερντογάν, που συχνά προκαλούν έκπληξη και έχουν εσωτερικά κίνητρα, κρατούν επίσης τους ξένους επενδυτές σε απόσταση. Οι βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις για το συνάλλαγμα ή η υποχρέωση να γίνονται οι συναλλαγές στο τοπικό νόμισμα έχουν πλήξει το συναίσθημα της επενδυτικής ασφάλειας.
Ο Ερντογάν θέλει να ωθήσει τον πληθωρισμό από το σημερινό επίπεδο του 40% σε μονοψήφιο ποσοστό. Αλλά θέλει να επιμείνει στην πολιτική «χαμηλού πληθωρισμού και χαμηλών επιτοκίων», όπως φέρεται να είπε στη νέα επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας. «Θεού θέλοντος, ούτε ο υπουργός Οικονομικών μας ούτε η διοικητής της κεντρικής μας τράπεζας θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση», δήλωσε ο Ερντογάν. «Ελπίζω ότι θα έχουμε θετικά αποτελέσματα».
Την ίδια στιγμή, ο προκάτοχος της Ερκάν, Σχάπ Καβτσιόγλου, ο οποίος είχε μειώσει δραστικά τα επιτόκια ακολουθώντας τις επιταγές του Ερντογάν, έγινε ο νέος επικεφαλής της τουρκικής τραπεζικής εποπτικής αρχής, γεγονός που κινεί το ενδιαφέρον των ξένων παρατηρητών. Ο Έρικ Μέγιερσον, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής ανερχόμενων αγορών της σουηδικής τράπεζας SEB, προειδοποίησε πως ο νέος ρόλος του Καβτσιόγλου σημαίνει ότι η ανορθόδοξη δημοσιονομική πολιτική του Ερντογάν «μπορεί να επανέλθει ανά πάσα στιγμή».
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Πηγή: DW