Μπορεί ο επίλογος του υγειονομικού εφιάλτη που… ξύπνησε ο SARS -CoV-2 να έχει (όπως όλα δείχνουν) γραφτεί, σηματοδοτώντας το τέλος της πανδημίας, η ετοιμότητα όμως για τα απρόσμενα του μέλλοντος παραμένει ασίγαστη. Δεν είναι τυχαίο που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποίησε πρόσφατα ότι οι χώρες θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες για την άγνωστη (ως σήμερα) νόσο «χ», όπως βαφτίστηκε η επόμενη απειλή.
Ωστόσο, πόσο πιθανόν είναι ο νέος, πλην όμως απροσδιόριστος, εχθρός να μη βρίσκεται κάπου στο μέλλον αλλά να μας επισκεφθεί από το μακρινό παρελθόν; Ο αναπληρωτής καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας, κλινικός ιολόγος, Γκίκας Μαγιορκίνης, μιλώντας στα «ΝΕΑ» διευκρινίζει πως στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν ανεξιχνίαστα μυστικά για περασμένες πανδημίες, που ίσως να… κρύβονται έως και σήμερα σε παρθένα σημεία του παγκόσμιου χάρτη.
«Σχετικά με τους άγνωστους ιούς που έχουν προκαλέσει επιδημίες με βαρύ απολογισμό σε κρούσματα και κυρίως θανάτους, αυτές που θα έλεγα ως μεγαεπιδημίες, αναφέρομαι αναλυτικά στο κεφάλαιο “Ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι” στο βιβλίο μου “Χρονικό των ιών” που κυκλοφόρησε πρόσφατα» σημειώνει.
Και προσθέτει: «Ισως οι πιο σημαντικές από αυτές εκδηλώθηκαν στη Νότια Αμερική, και πιο συγκεκριμένα στο Μεξικό του 16ου αιώνα, όπου αλλεπάλληλες επιδημίες πιθανότατα αιμορραγικού πυρετού οδήγησαν στην πλήρη πληθυσμιακή κατάρρευση των ιθαγενών πληθυσμών».
Οι ιοί που χτύπησαν την ανθρωπότητα
Αιώνες μετά, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει ακόμη καταφέρει να απαντήσει ποιοι ήταν εκείνοι οι ιοί που σφυροκόπησαν ανελέητα την ανθρωπότητα. «Επιδημίες με αυτό το προφίλ έχουμε να δούμε από περίπου τον 18ο-19ο αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να επανέλθουν. Η πιθανότητα να επανέλθουν, λοιπόν, παραμένει και εξαρτάται από τη διεισδυτικότητα του ανθρώπου σε απομονωμένα φυσικά περιβάλλοντα (π.χ. σε βαθιές ζούγκλες) όπου οι συγκεκριμένοι ιοί πιθανώς κυκλοφορούν σε πληθυσμούς ζώων που δεν έρχονται σε επαφή με ανθρώπους».
Στο ερώτημα από πού αντλούν οι επιστήμονες πληροφορίες για αυτούς τους άγνωστους ιούς, ο κ. Γκίκας εξηγεί πως «οι περισσότερες πληροφορίες για αυτές τις φονικές επιδημίες προέρχονται από ιστορικά κείμενα. Οι επιστήμονες επίσης προσπαθούν να καταλάβουν πώς πέθαναν οι άνθρωποι μελετώντας τους σκελετούς από τάφους εκείνης της εποχής. Τα στοιχεία παραμένουν πενιχρά, καθώς αρκετοί από τους ιούς που προκαλούν τόσο βαριές κλινικές εικόνες με αιμορραγικούς πυρετούς συνήθως είναι RNA ιοί, που είναι εξαιρετικά απίθανο να ανιχνευθούν έπειτα από εκατοντάδες χρόνια».
Παρ’ όλα αυτά, εκτός από το «γκρίζο», υπό την έννοια πως παραμένει άγνωστο, κομμάτι της ιολογίας που έχει τις ρίζες του στον 16ο και στον 17ο αιώνα, υπάρχουν και άλλες ταυτοποιημένες απειλές, που αναδύθηκαν στο πιο πρόσφατο παρελθόν και παραμένουν στο… μικροσκόπιο.
«Οι αιμορραγικοί πυρετοί όπως αυτοί που προκαλούνται από τους νηματοϊούς Ebola και Marburg είναι δυνητικά επικίνδυνοι. Προς το παρόν έχουν προκαλέσει σχετικά περιορισμένες επιδημίες στην Υποσαχάρια Αφρική, χωρίς να έχουν επεκταθεί εκτός των συνόρων της. Υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα κάποια στιγμή να προκαλέσουν επιδημία και εκτός Αφρικής, όπως έγινε με την πρόσφατη παγκόσμια εξάπλωση της ευλογιάς των πιθήκων που επίσης μέχρι πέρυσι δεν είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Αφρικής».
Το θέμα δεν είναι το αν αλλά το πότε
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιστημονική κοινότητα επιμένει ότι η Ιστορία μάς έχει διδάξει πως οι επιδημίες ιών αποτελούν έναν σταθερό «κρίκο» στην πορεία της ανθρωπότητας. Και υπό την έννοια αυτή, προβλέπουν με βεβαιότητα πως μια νέα υγειονομική κρίση θα ξεσπάσει.
Μόνο που δεν γνωρίζουν πότε. «Δυστυχώς ο πλανήτης δεν είναι έτοιμος για την επόμενη πανδημία. Χρειαζόμαστε να επενδύσουμε πιο τολμηρά και αποφασιστικά σε ιατρικό προσωπικό, γιατί αυτό είναι που είχαμε σε έλλειψη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Ωστόσο αυτό απαιτεί πολλά χρόνια εκπαίδευσης και συνεπώς μακροχρόνιο σχεδιασμό. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο σύστημα ταχείας ανίχνευσης αναδυόμενων κινδύνων, καθώς αυτό απαιτεί πολύ καλή διακρατική συνεργασία σε θέματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Επί του παρόντος σε μεγάλο βαθμό η διεθνής συνεργασία σε θέματα υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι εξαιρετικά περιορισμένη και ανίκανη να αντιμετωπίσει συντονισμένα την ανάδυση της επόμενης πανδημίας».