Η αναζήτηση μέσω δορυφόρου αποτελεί τη μοναδική διαθέσιμη μέθοδο για να διαπιστωθεί πόσες πισίνες υπάρχουν σε μία από τις πιο άνυδρες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων.
Οσο και αν φαντάζει παράδοξο, αν και είναι ευρέως γνωστό ότι για τα εν λόγω νησιά το νερό αποτελεί έναν υπερπολύτιμο φυσικό πόρο που πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ, και παρά την εκρηκτική τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων ετών, δεν τηρούνται συγκεντρωτικά στοιχεία για τον αριθμό των κολυμβητικών δεξαμενών που βρίσκονται σε λειτουργία.
Το πρόβλημα, μάλιστα, είναι πολύ βαθύτερο καθώς, παρά την ενδημική λειψυδρία που επιδεινώνεται από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, η διαχείριση υδάτων στα νησιά των Κυκλάδων γίνεται «στα τυφλά», χωρίς μελέτες, στοιχεία και σχέδιο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η δήμαρχος Σίφνου
Το ζήτημα της πίεσης που υφίστανται τα συστήματα ύδρευσης των νησιών από την ταχύτατη εξάπλωση των κολυμβητικών δεξαμενών ανέδειξε στα τέλη Μαρτίου με επιστολή της προς επτά φορείς της κεντρικής και τοπικής διοίκησης η δήμαρχος Σίφνου Μαρία Ναδάλη.
«Σε ένα τοπίο συνεχώς μεταβαλλόμενο από την ξέφρενη “ανάπτυξη”, αποτέλεσμα του έντονου τουριστικού κύματος των τελευταίων ετών, η μόνη σωτηρία που θα μπορούσε να υπάρξει θα ήταν τα μέτρα προστασίας και η περιφρούρηση των φυσικών και πολιτιστικών στοιχείων του τόπου από τις αρμόδιες Αρχές και υπηρεσίες», ανέφερε στην επιστολή της η δήμαρχος.
Παραθέτοντας, ακολούθως, τις «καταστροφικές» για το νησί της Σίφνου εξελίξεις των τελευταίων ετών, η δήμαρχος τόνιζε, μεταξύ άλλων, ότι «οι άδειες για κατασκευή κολυμβητικών δεξαμενών σε κατοικίες (για ιδιωτική χρήση) καθώς και οι μεγάλες εκτάσεις με υδροβόρα φυτά μεγεθύνουν το πρόβλημα της λειψυδρίας», ζητώντας να απαγορευτούν οι ιδιωτικές πισίνες, «όπως ισχύει στη γειτονική Σέριφο».
«Από την ενημέρωση που παίρνουμε μαθαίνουμε ότι δίνονται πολύ συχνά άδειες για ιδιωτικές πισίνες και η συχνότητα αυτή μας τρομάζει», δηλώνει στα «ΝΕΑ» η ίδια, τονίζοντας ότι εξίσου σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η διακόσμηση του περιβάλλοντος χώρου πολυτελών κατοικιών με υδροβόρα φυτά και είδη βλάστησης, ακόμα και με γκαζόν. «Το πρόβλημα είναι τόσο αισθητικό όσο και λειτουργικό. Οι ξενοδοχειακές μονάδες τουλάχιστον πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διαθέτουν πισίνες, αλλά σε έναν συγκεκριμένο αριθμό ο οποίος θα προσδιοριστεί λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες και τις προοπτικές του νησιού», προσθέτει.
Τι δείχνουν οι έρευνες
Πόσες είναι οι πισίνες που γεμίζουν κάθε καλοκαίρι στις Κυκλάδες; «ΤΑ ΝΕΑ» αναζήτησαν σχετικά δεδομένα στο Γραφείο Προστασίας Περιβάλλοντος και Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς Σύρου, στην ΕΛΣΤΑΤ, στην Πολεοδομία Σύρου και στη Διεύθυνση Υδάτων Νότιου Αιγαίου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου.
Οπως προέκυψε, κανένας από τους παραπάνω αρμόδιους φορείς δεν διαθέτει συγκεντρωμένα, ποσοτικοποιημένα και άμεσα αξιοποιήσιμα δεδομένα που να αφορούν τον αριθμό, το είδος και το μέγεθος των κολυμβητικών δεξαμενών καθώς και την κατανάλωση νερού που συνεπάγεται η λειτουργία τους. Οι άδειες μικρής κλίμακας, οι κατασκευές προηγούμενων δεκαετιών σε περιόδους που δεν απαιτούνταν άδειες, και φυσικά οι αυθαιρεσίες, περιπλέκουν την κατάσταση.
«Μια κολυμβητική δεξαμενή για ένα σπίτι συνήθως απαιτεί περίπου 150 κυβικά μέτρα νερό τον χρόνο, μαζί με τις απώλειες», σημειώνει ο Ηλίας Νόκας, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Υδάτων Νότιου Αιγαίου.
Δίνοντας μια τάξη μεγέθους, εξηγεί: «Τα 150 κυβικά σημαίνουν ότι αν επί παραδείγματι στην Πάρο έχουμε 1.000 πισίνες, αριθμός που αποκλείεται να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, απαιτούνται 150.000 κυβικά μέτρα νερό τον χρόνο. Για το εν λόγω νησί, στο συνολικό ισοζύγιο που είναι – πολύ χοντρικά – 2 εκατ. κυβικά, πρόκειται για ένα ποσοστό της τάξεως του 7%-8%. Δηλαδή η συνολική κατανάλωση νερού επιβαρύνεται με ένα πρόσθετο 5%-7% επειδή έχουμε πισίνες».
Θεωρώντας «ελαφρώς υπερτιμημένο» το ζήτημα με τις κολυμβητικές δεξαμενές, ο Ηλίας Νόκας σημειώνει ότι αυτό το 5%-7% δεν είναι μεν αμελητέο, αλλά «δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να συζητήσουμε για το υπόλοιπο 93%-95% της κατανάλωσης νερού».
Κατά τον ίδιο, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα είναι οι τεράστιες ποσότητες νερού που ξοδεύονται για να ποτίζονται οι κήποι στις ιδιωτικές πολυτελείς κατοικίες, τις οποίες οι ιδιοκτήτες τους επισκέπτονται για έναν ή δύο μήνες το καλοκαίρι.
Για ένα πολύπλοκο ζήτημα κάνει λόγο και η ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, υδρολόγος πολιτικός μηχανικός Μαρία Μιμίκου, που τονίζει ότι «υπάρχουν νησιά τα οποία δεν ξέρουν τι καταναλώνουν».
«Οι ατασθαλίες και η έλλειψη σωστής διαχείρισης του νερού στην Ελλάδα αφορούν πολλά επίπεδα, από το ανώτερο ως το κατώτερο», τονίζει. Οπως συμπληρώνει, οι πισίνες είναι βεβαίως ένα σημαντικό ζήτημα για μέρη με εξαιρετικά λιγοστές βροχοπτώσεις, όπως οι Κυκλάδες. Ομως, λαμβάνοντας υπόψη τη «μεγάλη εικόνα», πρόκειται για ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα, δεδομένου ότι το 86% της κατανάλωσης νερού σε πανελλαδικό επίπεδο αφορά τη γεωργία.
Κλιματική αλλαγή
Πράγματι, όπως φαίνεται, οι πισίνες δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου, αφού το πρόβλημα της έλλειψης σχεδίου για τη διαχείριση των υδάτων είναι πολύ βαθύτερο και επιδεινώνεται όσο αυξάνεται το τουριστικό φορτίο των νησιών, ενώ παράλληλα γίνονται πιο εμφανείς οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Ενδεικτικό είναι το χάος που επικρατεί ως προς τις πηγές από τις οποίες τα άνυδρα νησιά εξασφαλίζουν τις αναγκαίες ποσότητες νερού. «Η Μύκονος έχει δύο φράγματα, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο, καθώς και με αφαλατώσεις, ένα μέρος του νερού που χρειάζεται. Ωστόσο, περίπου το μισό νησί δεν διαθέτει δίκτυο ύδρευσης», σημειώνει ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Υδάτων Νότιου Αιγαίου. «Πώς υδροδοτείται λοιπόν αυτό το τμήμα του νησιού; Η απάντηση είναι ότι έχουν δικές τους γεωτρήσεις ή αγοράζουν νερό από βυτία, τα οποία είναι παράνομα και μεταφέρουν νερό από όπου βρουν», εξηγεί, κάνοντας λόγο για ένα «τρομακτικό πρόβλημα».
«Στην Πάρο», συνεχίζει ο Ηλίας Νόκας, «το 90% του νερού προέρχεται από γεωτρήσεις. Το νησί διαθέτει και μία μονάδα αφαλάτωσης, η οποία στην πραγματικότητα διατηρείται σε εφεδρεία. Η Σαντορίνη, αντιθέτως, έχει παντού αφαλατώσεις που καλύπτουν το 95% της κατανάλωσης.
Στη Νάξο, έργα διαχείρισης υδάτων έχουν να γίνουν εδώ και 20 χρόνια, με αποτέλεσμα να τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις. Το νησί, πάντως, έχει φράγματα και γεωτρήσεις, ενώ ενοικιάζεται και μια μονάδα αφαλάτωσης που συνεισφέρει πολύ λίγο».
Η Σίφνος, κατά τη δήμαρχο του νησιού, εξασφαλίζει το απαιτούμενο νερό κυρίως από αφαλατώσεις και κάποιες γεωτρήσεις. «Μία χρονιά χρειάστηκε να φέρουμε νερό με υδροφόρα. Το κόστος ήταν πολύ μεγάλο και η ποσότητα μικρή. Ηταν όμως ένα παυσίπονο σε μια δύσκολη περίοδο», λέει στα «ΝΕΑ» η Μαρία Ναδάλη.
«Σε κάθε νησί πρέπει να γίνουν μελέτες υδρολογικών ισοζυγίων.
Να μελετηθεί δηλαδή τι ποσότητες λαμβάνει από τη βροχή και τι απώλειες έχει από την εξάτμιση. Είναι ενδεικτικό ότι τα περισσότερα νησιά δεν έχουν μετρητικούς σταθμούς ώστε να υπολογίζουν τη βροχή που πέφτει και παίρνουν δεδομένα από γειτονικές περιοχές», τονίζει από την πλευρά της η Μαρία Μιμίκου. «Αφού δούμε τα υδρολογικά ισοζύγια πρέπει μετά να εξετάσουμε τα υδατικά ισοζύγια.
Να δούμε, δηλαδή, ποια είναι η κατά κεφαλήν κατανάλωση για ύδρευση και άρδευση. Να εξετάσουμε αν τα νησιά έχουν ενεργειακά συστήματα, λιμνοδεξαμενές, πισίνες και γεωτρήσεις», με τις τελευταίες, σύμφωνα με την ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ, να αποτελούν τη βασική «πληγή» για τα νησιά.