Το Σύνταγμα στο άρθρο 100 προβλέπει ότι «Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται: α) H εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58». Στο δε άρθρο 58 του Συντάγματος ορίζεται ότι ο «έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων, ανατίθεται στο Aνώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100».
Με βάση τη γραμματική διατύπωση του Συντάγματος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει εκ των υστέρων, κατόπιν υποβολής ένστασης, την παραβίαση του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 περί συμμετοχής συνδυασμού με πραγματική ηγεσία που έχει καταδικασθεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
Ας αφήσουμε το ζήτημα, εάν και πως μπορεί να θεμελιωθεί ότι οι Σπαρτιάτες υπάγονται στο κώλυμα συμμετοχής του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012.
Όσοι υπαινίσσονται μια εκ των υστέρων απόφαση του ΑΕΔ για παράνομη συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές του Ιουνίου 2023, έχουν σκεφτεί ποιες θα είναι οι έννομες συνέπειες μιας τέτοιας δικαστικής κρίσης; Εάν το ΑΕΔ αποφασίσει ότι παρανόμως συμμετείχε ένα κόμμα στις εκλογές, τότε κανονικά θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του κόμματος αυτού. Γιατί βεβαίως δεν γνωρίζουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών εάν δεν συμμετείχε το κόμμα αυτό.
Θέλουμε πραγματικά κάτι τέτοιο;
Και πως θα διασφαλιστεί ότι στις επόμενες εκλογές δεν θα επαναληφθεί το ίδιο με κάποιους «Αθηναίους» αντί για «Σπαρτιάτες»;
Ποιο είναι όμως το γενικότερο συμπέρασμα, που θα πρέπει να συναγάγουμε από όλη αυτήν την ιστορία; Ο Άρειος Πάγος μπορεί μεν να απαγορεύσει σε κάποιο κόμμα, ηγετικά στελέχη του οποίου καταδικάσθηκαν ως εγκληματική οργάνωση, να κατέλθει σε εκλογές, πολύ δύσκολα όμως μπορεί να απαγορεύσει την εκλογική κάθοδο σε κάποια «παραλλαγή» του με κάποια άλλη ονομασία. Αυτές τις «παραλλαγές» μια έννομη τάξη δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να τις απαγορεύσει. Ούτε θα ήταν σωστό μια δημοκρατία να διευρύνει σε τέτοιο βαθμό τις απαγορεύσεις των πολιτικών δικαιωμάτων (για να προλάβει ενδεχόμενες απόπειρες καταστρατήγησης), ώστε όχι μόνο να θέσει υπό αμφισβήτηση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, αλλά και να διαμορφώσει μια πρακτική που μπορεί να εφαρμοσθεί εις βάρος άλλων πολιτικών φορέων και σε άλλες συγκυρίες.
Ενισχυτικά προς όλα τα ανωτέρω, θα πρέπει να τονισθεί ότι και εκεί όπου υιοθετήθηκε η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε ανεπιτυχές. Εκτός βέβαια από την Τουρκία, το παράδειγμα της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Εκεί, στη μακρινή δεκαετία του 1950 απαγορεύτηκαν το κομμουνιστικό και ένα εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα με απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, για να επανιδρυθούν με παραπλήσια ονομασία λίγο καιρό αργότερα. Μάλιστα, μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, του έτους 2017, διαπίστωσε μεν ότι ένα ακροδεξιό κόμμα έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, πλην όμως δεν το απαγόρευσε, επειδή τη στιγμή εκείνη δεν αποτελούσε πραγματική απειλή για τη Δημοκρατία. Η βαθύτερη, αν και ανομολόγητη, σκέψη του Δικαστηρίου είναι ότι τους εχθρούς της Δημοκρατίας τους μάχεσαι, αλλά δεν τους αντιμετωπίζεις με αναποτελεσματικές απαγορεύσεις που λειτουργούν περισσότερο ως διαφήμιση.
Και κάτι τελευταίο: Έχει ήδη αναγγελθεί για το 2024 η έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Ας μην επαναληφθεί λοιπόν το λάθος της αναθεώρησης του 2019, όταν τα πολιτικά κόμματα ενώ γνώριζαν τον υπαρκτό κίνδυνο, δεν συζήτησαν καν για το θέμα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων ή απαγόρευσης καθόδου τους στις εκλογές.