«Στην κατοχή έπρεπε να τα πουλάς και να τα αγοράζεις όλα», έλεγε ο Καλογήρου στους φίλους του που υποστήριζε ότι εκείνη την εποχή υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, ένα τσογλανάκι στα 13, 14 του χρόνια. «Αυτό πέρναγε ρε, εκείνη την εποχή. Μπορούσες, το ’λεγε η καρδιά σου να τον δουλέψεις, να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό; Ε, αυτό ήταν. Ήσουν αντιστασιακός».
Ο Σπύρος Καλογήρου γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1922 στην Κυψέλη μεγαλώνοντας με φτώχεια και στερήσεις στα Σεπόλια. Τη μητέρα του την αποκαλούσε «ηρωίδα». Ο μικρός Σπύρος όταν τελείωσε το Δημοτικό γράφτηκε στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, μεταξύ άλλων για το φαγητό που πρόσφεραν στους σπουδαστές. Όνειρο του όμως ήταν να ασχοληθεί με την υποκριτική. Έγραφε στίχους και τους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ένοπλων Δυνάμεων, μέχρι που τον άκουσε κάποιος σκηνοθέτης του σταθμού.
Ήταν ο άνθρωπος που όχι μόνο τον παρότρυνε να ασχοληθεί με την υποκριτική, αλλά τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Και από εκείνη τη στιγμή άνοιξε μπροστά του μια μεγάλη καλλιτεχνική διαδρομή.
Οι αντισυμβατικοί ρόλοι
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Όρνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας κ.ά.
Στη δεκαετία του ’80 άρχισε να συγκροτεί προσωπικούς θιάσους μαζί με τη σύζυγό του, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, κι έκαναν πολλές περιοδείες.
Εκείνη ήταν 18 χρονών κι εκείνος σχεδόν 30. Όπως είχε αποκαλύψει το ζευγάρι, κανείς από τους δύο δεν έκανε την πρώτη κίνηση. «Τον ερωτεύτηκα αμέσως», είχε αναφέρει σε συνέντευξή της η Ευαγγελία Σαμιωτάκη. Ο Καλογήρου συνήθιζε να της αφιερώνει στίχους για να της εκφράσει τα συναισθήματά του. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1952 και απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο.
Ο κακός του σινεμά που «μισούσε» το κοινό
Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξη του το 1994 στον Μάνο Τσιλιμίδη «Έτσι καταλάβαινα ότι είχα επιτυχία στους ρόλους μου… Μια φορά, νύχτα, σταμάτησα ένα ταξί και μόλις με είδε ο οδηγός έπαθε την πλάκα του, φοβήθηκε, πάτησε γκάζι και εξαφανίστηκε. Σου λέει: «Αμάν! Τι μου έλαχε βραδιάτικα!» (γέλια)
Και τα παιδιά με φοβόντουσαν, μόλις με βλέπανε κάπου παίρνανε δρόμο… Στις πρεμιέρες των ταινιών, καθόμουν μπροστά μπροστά μαζί με τους συντελεστές, τους συναδέλφους, το σκηνοθέτη… Μόλις έβγαινα στο πανί άκουγα κάτι κυρίες από πίσω μου να λένε χαμηλόφωνα μεταξύ τους: «Παλιάνθρωπος! Ελεεινός! Τομάρι! Φαντάζομαι τι θα κάνει στη γυναίκα του, αν είναι παντρεμένος! Φτου σου, κάθαρμα!»
Αλλά υπήρχαν και άνθρωποι που μου έδειχναν αγάπη μεγάλη, ίσως να μου αναγνώριζαν το ότι ήμουν τόσο αληθινός στον κάθε ρόλο μου. Δεν κορόιδευα τους θεατές. Έπαιζα με την ψυχή μου. Και αυτό, μου το εκτιμούσαν… Ωραίες οι εποχές με τον Φίνο. Κρίμα που το σινεμά πέθανε… Ο Φίνος δεν κοίταγε να κάνει ούτε σπίτια ούτε παλάτια. Στο ενοίκιο καθότανε… Κοίταγε τη δουλειά του, ήθελε να είναι τέλεια.»
Ποιος ηθοποιός σας έχει δώσει το περισσότερο ξύλο;
«Ο Φούντας… Είχε πολύ βαρύ χέρι… Και ο Κούρκουλος με έχει σκοτώσει στο ξύλο. Στη «Λόλα», στη σκηνή της πάλης, μου χτύπησε το κεφάλι έξι φορές στο πάτωμα, για να με τιμωρήσει –διότι στο τέλος νικάει πάντα ο καλός… Για να γυριστεί αυτή η σκηνή, παλεύαμε από το πρωί στις οχτώ μέχρι το βράδυ στις δώδεκα. Διότι στα γυρίσματα, πέφτουν και αληθινές γροθιές… Εγώ, μόνο μια φορά χτύπησα αληθινά.
Ήταν σε μια σκηνή με τη Μέμα Σταθοπούλου, γύρω στο ’63. Έπρεπε να τη βιάσω μέσα σε μια αχυροκαλύβα, στο «Οι Σφαίρες Δε Γυρίζουν Πίσω». Έπαιζα έναν ληστή… Την κυνηγούσα με το άλογο και τη στρίμωχνα… Όταν την έσπρωξα μέσα στην καλύβα, μου λέει ο Φώσκολος: «Χτύπησε την αληθινά. Είναι πολύ κοντινό το πλάνο!»… Έκανα το σταυρό μου, της άστραψα μία και της μαύρισα το μάγουλο ολόκληρο. Λέξη δεν είπε το κορίτσι.»
«Είναι πολλά τα λεφτά Άρη»
Όμως, η ταινία που άφησε εποχή ήταν η «Λόλα», στην οποία ο Σπύρος Καλογήρου είχε πει την αξέχαστη φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», προς τον τότε συμπρωταγωνιστή του Νίκο Κούρκουλο, για τα «μάτια» της Τζένης Καρέζη.
Το 1966, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη και οι κριτικοί κινηματογράφου τού απένειμαν το 1971 τον Αργυρό Απόλλωνα για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας». Τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του «Θεάτρου Βαχτάγκοφ» της Μόσχας. Εμφανίστηκε και σε τηλεοπτικές σειρές («Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»).
Έπαιξε σε περίπου 200 θεατρικά έργα και σε όλα τα είδη του θεάτρου, κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, από θέατρο του παραλόγου (Ιονέσκο) μέχρι επιθεώρηση, αλλά και σε πολλά του ελληνικού δραματολογίου.
Το δύσκολο τέλος του
Το 2003 ο Καλογήρου υπέστη πολλαπλά εγκεφαλικά. Με τη φροντίδα της συζύγου του, που ήταν πάντα στο πλάι του, κατάφερε να επανέλθει μερικώς. Για μεγάλο διάστημα είχε καθηλωθεί σε αναπηρική καρέκλα και περνούσε τον περισσότερο καιρό στο εξοχικό τους σπίτι στον Ωρωπό. Παραμονή της Πρωτομαγιάς του 2009, μεταφέρθηκε από τον Ωρωπό στο Λαϊκό Νοσοκομείο, καθώς δεν είχε επικοινωνία με το περιβάλλον.
Ο Σπύρος Καλογήρου έφυγε από τη ζωή λίγο πριν από τις 6 το απόγευμα του Σαββάτου 27 Ιουνίου 2009, μετά από βαθύ κώμα στο οποίο είχε πέσει επί δύο μήνες.
Η απέραντη αγάπη της Ευαγγελίας Σαμιωτάκη για εκείνον
«Ο Σπύρος όσο ζω δεν θα φύγει ποτέ από κοντά μου, είναι ζωντανός. Μένω στον Ωρωπό γιατί είναι κοντά μου. Έχω αγοράσει έναν τάφο πολύ ωραίο, γιατί το ήθελε πολύ ο Σπύρος μου. Κάθε φορά που περνούσαμε έλεγε “Τι ωραία θέα! Τι ωραία θα είναι να είμαι εδώ! Αλλά δεν θέλω το χώμα, φοβάμαι πολύ το χώμα”!
Κι εγώ έκανα ένα πολύ ωραίο κενοτάφιο, με το δικό μου δίπλα που με περιμένει. Λέω να θυμηθώ από ποια μεριά πενήντα χρόνια κοιμόμουν στο κρεβάτι, κι έγινε έτσι. Με περιμένει», είχε πει σε συνέντευξή της η Ευαγγελία Σαμιωτάκη, σχεδόν δύο χρόνια μετά το θάνατο του αγαπημένου της.