«Όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Είχαμε και το 2015 οκτακομματική Βουλή, δεν είναι κάτι πρωτοφανές, αλλά συμβαίνει».
Τα λόγια του πρώην προέδρου της Βουλής (και πιθανότατα και νέου) Κώστα Τασούλα, προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, μοιάζουν καθησυχαστικά ως προς το πώς θα υλοποιηθούν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Είναι όμως, έτσι ή μήπως αυτή η πολιτική «Βαβέλ» που σχηματίστηκε από το αποτέλεσμα των εκλογών θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κι ενδεχομένως θα μπλοκάρει σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν;
Είναι, ωστόσο, το κυρίαρχο ερώτημα μετά την ολοκλήρωση της δίμηνης προεκλογικής περιόδου η οποία επισφραγίστηκε από την παρουσία 8 κομμάτων στη Βουλή που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Ή στην καλύτερη περίπτωση θα είναι αδύνατον να συνεννοηθούν ακόμη και για τα προφανή.
Μια πολιτική «Βαβέλ» η οποία θα φανεί σίγουρα από την πρώτη ημέρα της Βουλής και που θα εξελίσσεται όσο θα προχωρούν οι διαδικασίες.
Αν θα ήθελε να κάνει κάποιος μια «ακτινογραφία» της νέας Βουλής που θα ορκιστεί κατά πάσα πιθανότητα σε μία εβδομάδα και… μετά θα πάει διακοπές, θα έβγαζε πολλά πολιτικά συμπεράσματα.
Και θα χώριζε τη Βουλή σε πολλές αυτόνομες νησίδες, η κάθε μία από τις οποίες θα πρέπει να λειτουργήσει στο πλαίσιο των αυστηρών πολλές φορές διαδικασιών.
Από τη μια έχουμε τη Νέα Δημοκρατία η οποία απέδειξε για δεύτερη φορά σε ένα μήνα την πολιτική κυριαρχία της στη χώρα. Ένα επαναλαμβανόμενο ποσοστό 40%, Μάιο και Ιούνιο, δεν μπορεί να είναι τυχαίο, ούτε τυχαίο θεωρείται το γεγονός ότι αύξησε τα ποσοστά του ένα κόμμα που έχει το βάρος μιας τετραετούς διακυβέρνησης με απανωτές κρίσεις, λάθη, παραλείψεις και σκάνδαλα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης άντεξε και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πρόσβασή του στο εκλογικό σώμα, όχι μόνο στο συντηρητικό κοινό, αλλά και στον κεντρώο χώρο. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι οι ακραίοι δεξιοί που είχαν βρει καταφύγιο το 2019 στη ΝΔ, τώρα έφυγαν οριστικά προς άλλα μικρότερα κόμματα. Και παρ’ όλα αυτά η ΝΔ δεν έχασε δυνάμεις αλλά έπεισε διαφορετικά κοινά να στηρίξουν το πρόγραμμά της.
Η Νέα Δημοκρατία, λοιπόν, καλείται να εφαρμόσει όσα υποσχέθηκε σε μια τετραετία που δεν θα είναι καθόλου ανέφελη, ειδικά στην οικονομία. Αλλά και που θα έχει τουλάχιστον δύο πολιτικούς σταθμούς, τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές, όπου και θα κριθεί από τους πολίτες.
Το πρόγραμμα της ΝΔ είναι συγκεκριμένο, με έμφαση στην ενίσχυση των μισθών και συντάξεων, μειώσεις φόρων, αλλά και στροφή σε μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Υγείας και της Παιδείας και στον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Από αυτά θα κριθεί, αν δεν τα καταφέρει θα χάσει γρήγορα τη δύναμη που κέρδισε από το 2019 και μετά.
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ προσέρχεται στη νέα κοινοβουλευτική περίοδο βαριά τραυματισμένος, έχοντας χάσει περισσότερες από 14 μονάδες από το 2019. Αλλά έχοντας χάσει και ένα βασικό «όπλο» που έχει κάθε ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση. Τη δυνατότητα να καταθέτει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης καθώς για να γίνει αυτό απαιτούνται 50 βουλευτές ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εκλέξει μόλις 48. Θα μπορεί βεβαίως να το κάνει, αλλά μόνο σε συνεννόηση και συνεργασία με άλλο κόμμα.
Από μόνο του αυτό δείχνει τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει και κοινοβουλευτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε εσωκομματικό επίπεδο θα κινηθούν οι διαδικασίες για να κριθούν όλοι, ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, και το στοίχημα είναι πόσο αυτές οι διαδικασίες θα είναι γρήγορες και αποτελεσματικές.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα και μέχρι τις ευρωεκλογές χαθεί σε έναν κυκεώνα εσωκομματικών διαδικασιών και σε μια εσωστρέφεια που κάποια στιγμή μπορεί να οδηγήσει κάπου, θα έχει χάσει σημαντική δύναμη για να κάνει αντιπολίτευση αρχών, με πρόγραμμα και ουσία.
Αλλωστε, η ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί από την ποιότητα της αντιπολίτευσης που θα κάνει και από τους φορείς της πολιτικής της, τα νέα πρόσωπα που θα βγουν μπροστά για να αντιπαρατεθούν στην κυβέρνηση και να ξαναφέρουν τον κόσμο στον κεντροαριστερό χώρο.
Είναι γεγονός ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία, την κοινωνία, τα εθνικά θέματα, το μεταναστευτικό, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την ιδιωτική πρωτοβουλία γενικότερα, είναι εκ διαμέτρου αντίθετες από αυτές της ΝΔ. Οπότε δύσκολα θα υπάρξουν συγκλίσεις ακόμη κι όταν ανοίξει η υπόθεση της Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ έχει μεν αυξήσει τα ποσοστά του σε σχέση με το 2019, αλλά δεν θα πρέπει να πανηγυρίζει. Όταν ο βασικός κεντροαριστερός πόλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, καταρρέει (και στις πρώτες και στις δεύτερες εκλογές) αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα προοδευτικό ρεύμα, μια δυναμική που θα το καταστήσει ακόμη πιο ισχυρό κόμμα, ασφαλώς αυτό είναι θέμα προβληματισμού.
Από την άλλη, ο διμέτωπος που άνοιξε προεκλογικά και η προσπάθεια του Νίκου Ανδρουλάκη να δείξει ότι δεν δεσμεύεται από κανέναν και δεν συγκυβερνά με κανέναν, πέτυχε επί της ουσίας. Διότι δημιούργησε ένα συμπαγές ΠΑΣΟΚ που δεν ετεροπροσδιορίζεται, κι αυτό είναι ασφαλώς επίτευγμα.
Το ΠΑΣΟΚ έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει σοβαρή αντιπολίτευση και να ψηφίζει μέτρα υπέρ των πολλών, ακόμη κι αν προέρχεται από τη ΝΔ (μέτρα ενίσχυσης, νόμος κατά του Κασιδιάρη κ.λπ.). Όμως, το πρόγραμμα και οι κατευθύνσεις του, καθώς και η σύγκρουση με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά προοιωνίζονται σκληρές αντιπαραθέσεις μέσα στη Βουλή.
Το ΚΚΕ έχει τη δική του διακριτή παρουσία, κατάφερε χάρη στον Δημήτρη Κουτσούμπα να αυξήσει τα ποσοστά του και θα συνεχίσει μια πορεία που έχει χαράξει χωρίς να κάνει συμβιβασμούς ή συνεννοήσεις. Είναι μια «άλλη πίστα» από μόνο του, οπότε δεν μπαίνει κανείς σε καμία λογική να βρει πιθανότητες συγκλίσεων. Θα ασκεί σκληρή αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή και θα συνεχίσει στους δρόμους και τους χώρους δουλειάς τις παρεμβάσεις που κάνει εδώ και χρόνια.
Και μετά… χάος
Μετά από τα τέσσερα κόμματα, έχουμε άλλα τέσσερα που… παίζουν άλλη μπάλα. Θα είναι η «γραφική» ψηφίδα στην πολιτική Βαβέλ; Θα μπορέσουν να ασκήσουν σοβαρό ρόλο; Ή θα δούμε τη γνωστή τηλεοπτική παραγωγή «Παρατράγουδα» σε κοινοβουλευτική βερσιόν;
Η Ελληνική Λύση είχε παρουσία και στην προηγούμενη Βουλή. Δεν θα αλλάξει τη ρητορική της πατριδοκαπηλίας και των θεωριών συνωμοσίας, ούτε τον καταγγελτικό λόγο του, όμως, πλέον δεν είναι μόνος ο Κυριάκος Βελόπουλος στην ακροδεξιά πολυκατοικία, υπάρχουν κι άλλοι ένοικοι.
Θα πρέπει να του αποδοθούν εύσημα καθώς άντεξε και πήρε ποσοστό κοντά στο 4,5%, είναι ωστόσο κάτω από τους Σπαρτιάτες σε ποσοστό, αν κι έχει τον ίδιο αριθμό βουλευτών. Μένει να δούμε αν θα έχει συγκλίσεις με το ακροδεξιό κόμμα αλλά και το κόμμα «Νίκη» μιας και το ακροατήριο είναι το ίδιο για τα τρία αυτά κόμματα.
Οι «Σπαρτιάτες» με καύσιμα από τον Ηλία Κασιδιάρη και με βουλευτές οι οποίοι πέρασαν από το ακροδεξιό κόμμα «Ελληνες», θα προσπαθήσει να αποδείξει ότι δεν είναι… αυτό που είναι.
Θα επιχειρήσει να μην μοιάζει στους χρυσαυγίτες βουλευτές που έκαναν φασαρίες και τσαμπουκάδες ακόμη και μέσα στη Βουλή, τρομοκρατώντας βουλευτές.
Και θα θελήσει να έχει ρόλο δήθεν πιο «κοινωνικό» βοηθώντας πολίτες και εκπροσωπώντας ευπαθείς ομάδες, πατριώτες και θρησκόληπτους. Όμως, η ομοφοβική, ρατσιστική, ξενοφοβική ιδεολογία του δύσκολα θα μπορέσει να μακιγιαριστεί και θεωρείται δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα «σκάσει» όλη αυτή η «φούσκα» που φτιάχτηκε και θα αποκαλυφθεί το πραγματικό πρόσωπο των Σπαρτιατών.
Οσο για το κόμμα «Νίκη», κι αυτό ψαρεύει στα ίδια ακροδεξιά νερά, απευθύνεται στο ίδιο εκλογικό κοινό αλλά βάζοντας ως προμετωπίδα την Εκκλησία και τη θρησκεία. Δεν φαίνεται να επιλέξει ακραίες αντιδράσεις μέσα κι έξω από τη Βουλή, αλλά δείχνει ότι ήρθε για να μείνει ποντάροντας στο δεξιό υπερσυντηρητικό κοινό.
Αν αυτά τα τρία ακροδεξιά, εθνικιστικά κόμματα μπορέσουν να συνεννοηθούν θα το δούμε. Αλλωστε, τρία κόμματα με πολλές κοινές αναφορές και με ποσοστό που αγγίζει το 13% δεν είναι καθόλου αμελητέα δύναμη.
Αλλά θα έχει ενδιαφέρον ποια θα είναι η στάση τους ξεχωριστά κι αν θα συμβάλλουν στην πολιτική Βαβέλ που ήδη υπάρχει.
Τελευταία αλλά όχι με λιγότερη σημασία, είναι η Πλεύση Ελευθερίας και η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο πρότερος κοινοβουλευτικός βίος της κας Κωνσταντοπούλου και οι δηλώσεις της την Κυριακή ότι κάνει για 100 βουλευτές, δείχνουν ότι θα έχουμε πολλά… σόου από το συγκεκριμένο κόμμα.
Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στελέχη, με κολλητούς και φίλους, η κα Κωνσταντοπούλου ενδεχομένως να «ποντάρει» στο κοινοβουλευτικό μπάχαλο, στο χάος που συνήθως «βαφτίζεται» ακτιβισμός, ώστε να ενισχύσει τη θέση της στο πολιτικό τοπίο.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν εκείνα τα χαρακτηριστικά που προαναγγέλλουν μια δύσκολη κοινοβουλευτική περίοδο. Θα χρειαστεί υπομονή από όλους και λεπτοί χειρισμοί από το προεδρείο της Βουλής προκειμένου να μην μετατραπεί η Βουλή σε αρένα.