Ακολουθώντας το θεατρικό μονοπάτι, βρέθηκε αρκετές φορές στην ορχήστρα του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου, συμμετέχοντας σε θερινές παραστάσεις. Της έλειψε όμως η αναμέτρηση με τα μεγάλα κείμενα των τραγικών ή των κωμωδιογράφων, αναλαμβάνοντας εκείνη να ξετυλίξει ενώπιον των θεατών την ιστορία του έργου. Αυτή η επιθυμία της θα πραγματοποιηθεί σε λίγες εβδομάδες, όταν θα υποδυθεί την Εκάβη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη που σκηνοθετεί η Ιώ Βουλγαράκη. Στο πλαίσιο της περιοδείας, η οποία ξεκινά τον Ιούλιο, η παράσταση θα παρουσιαστεί στο αργολικό θέατρο στις 11 και 12 Αυγούστου.
«Νιώθω ότι όσον αφορά την ίδια την εμπειρία ζωής και πάνω στην τέχνη μου ότι ήρθε τη σωστή στιγμή. Εχω τα εφόδια σε σχέση με αυτά που έχω ζήσει στη ζωή μου, ότι μπορώ να αναγνωρίσω κάποια από τα κομμάτια της Εκάβης. Φυσικά αυτοί οι ρόλοι είναι τόσο μεγάλοι και τόσο ποιητικοί. Είναι κάτι σαν ιδέες. Και γι’ αυτό πάντα, όταν υποθέτω έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτούς τους ρόλους, θα συλλάβεις ένα κομμάτι τους και ποτέ δεν θα τους συλλάβεις ολοκληρωτικά» αναφέρει η Ελένη Κοκκίδου στο «ΝΣυν». «Πάντα η ενασχόληση με το αρχαίο δράμα είναι ένα στοίχημα του πόσα μέτρα κατακτάς με αυτό. Εχω επίγνωση, αλλά η ίδια η ενασχόληση με αυτό το κείμενο είναι πολύ σημαντική για μένα» συνεχίζει η ηθοποιός.
Στο πρώτο μέρος της τραγωδίας, η Εκάβη, έχοντας χάσει τα πάντα σε προσωπικό κοινωνικό επίπεδο, μαζί με τις γυναίκες της Τροίας, δείχνει να υποχωρεί υπό το βάρος του πένθους. Στο δεύτερο, ωστόσο, αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή της, ανοίγοντας μια τολμηρή διαλεκτική με το σήμερα. «Ο πόνος είναι σαν να λειτουργεί μόνος του. Γίνεται αυτόνομος και μετατρέπεται σε εκδίκηση. Νομίζω ότι είναι κάτι ανεξέλεγκτο. Δεν φτάνει ένα σώμα δηλαδή για να αντέξει όλο αυτό το μέγεθός του και από μόνο του μεταβάλλεται σε οργή και εκδίκηση. Ο ίδιος ο πόνος γίνεται αίμα. Αλλά το αίμα που έχει χυθεί παραμένει και νομίζω ότι το αίμα που η Εκάβη χύνει είναι χειρότερο από το αίμα των πεθαμένων της που έχουν σκοτωθεί από άλλους. Νομίζω ότι αυτό δεν σβήνει ποτέ».
Γυναίκα και άντρας μαζί
Ακόμα και μέσα στον πόνο της, ωστόσο, η ηρωίδα της δεν χάνεται. «Αυτή η γυναίκα από τη μια πάσχει και θρηνεί και από την άλλη έχει μια επιχειρηματολογία όταν αντιμετωπίζει τους δύο ισχυρούς που έρχονται, τον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα. Ο τρόπος που τους αντιμετωπίζει είναι καταπληκτικός. Εχει μια σκέψη δηλαδή και ένα μέτρο. Σταματάει ο θρήνος και μπαίνει αυτομάτως σε μια ρητορική η οποία είναι θαυμαστή, και ειδικά για μια γυναίκα. Εχει επιχειρήματα. Εχει λογική. Για μένα είναι γυναίκα και άντρας μαζί, από τη στιγμή που μπορεί να σταθεί απέναντι σε έναν αρχηγό κράτους και να του μιλήσει στα ίσα. Γιατί τότε η γυναίκα ήταν στο σπίτι της και ύφαινε στον αργαλειό της. Δεν ήταν η γυναίκα η σημερινή που μπορεί να είναι από βουλευτής μέχρι πρωθυπουργός. Εχει ένα λέγειν απίστευτο. Μια σκέψη και μια επιχειρηματολογία καταπληκτική. Διεκδικώντας το δίκαιό της, διεκδικώντας να σώσει ό,τι μπορεί να σώσει πριν φύγει για την ξενιτιά» υπογραμμίζει.
Είκοσι τέσσερις αιώνες μετά τη συγγραφή του, το κείμενο του Ευριπίδη παραμένει επίκαιρο, αφού μεταξύ άλλων φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της αποκτήνωσης του ανθρώπου από τον πόλεμο. «Εκτός από τις σφαγές, ο πόλεμος έχει το επακόλουθο των προσφύγων, της σκλαβιάς. Και κυρίως αφορά τις γυναίκες. Αυτές είναι που δέχονται τα απόνερα. Γιατί πωλούνται, γίνονται σκλάβες μέσα σε σπίτια, σε χωράφια, ερωτικές σκλάβες, κακοποιούνται» δηλώνει η πρωταγωνίστρια και συνεχίζει: «Στην Εκάβη, επειδή είναι βασίλισσα κι έχει ένα άλλο στάτους – ας πούμε, κοινωνικό- , ο ποιητής προσωποποιεί τη φρίκη του πολέμου μέσα από αυτήν. Είναι όμως η ίδια γυναίκα που βλέπουμε σήμερα στους πολέμους ανά τον κόσμο. Εχουμε τόσο κοντά μας το τραγικό γεγονός του θανάτου μέσα σε αυτή την ψαρόβαρκα όλων των προσφύγων τις προάλλες έξω από την Πύλο. Είναι δίπλα μας, το ζούμε και τώρα. Είναι ακριβώς το ίδιο γιατί μέσα υπήρχαν άνθρωποι στων οποίων τη χώρα γίνεται πόλεμος. Αυτές οι γυναίκες που βλέπουμε μέσα στις βάρκες που έρχονται και αράζουν στις δικές μας παραλίες. Ολες αυτές είναι Εκάβες. Και όλες αυτές οι γυναίκες που είναι μαζί της, οι Τρωαδίτισσες, είναι μία γυναίκα».
«Ο άταφος και ο άκλαφτος»
Οι παραλληλισμοί με το σήμερα ωστόσο δεν σταματούν εκεί, αφού η εικόνα του νεκρού γιου της Εκάβης που ξεβράζει το κύμα θυμίζει τις αντίστοιχες δεκάδες με τα ναυάγια στη Μεσόγειο εν μέσω προσφυγικής κρίσης. «Ο άταφος και ο άκλαφτος, λέει ο Ευριπίδης. Αυτό είναι φοβερό για εμάς. Είναι ακριβώς η ίδια εικόνα των ανθρώπων των νεκρών ή έστω ζωντανών οι οποίοι θα έχουν μια ζωή που δεν ξέρουμε τι θα είναι και πόσο οδυνηρή. Σας θυμίζω τους ανθρώπους που ήρθαν από τη Μικρά Ασία, που κάποιοι από αυτούς ήταν άρχοντες και μετά καθάριζαν σπίτια. Διαρκώς γίνεται, ξαναγίνεται και θα γίνεται πάντα δυστυχώς» καταλήγει η Ελένη Κοκκίδου.