Η προεκλογική περίοδος ενόψει της κάλπης του Ιουνίου κινήθηκε εν πολλοίς με θεματικές ενότητες. Τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την κάλπη, οι συζητήσεις στα τηλεοπτικά πάνελ κινήθηκαν στον αστερισμό της Ροδόπης και της μουσουλμανικής μειονότητας, με ένα «διάλειμμα», συνεπεία του τραγικού ναυαγίου στα ανοιχτά της Πύλου.
Προτού, όμως, το ενδιαφέρον επικεντρωθεί στην ψήφο της μουσουλμανικής μειονότητας, κεντρικό θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης αποτέλεσε η φορολογία.
Οι προτάσεις της αντιπολίτευσης για μείωση των έμμεσων φόρων, όπως είναι ο ΦΠΑ και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα, με παράλληλη αύξηση άμεσων φόρων, όπως ο φόρος εισοδήματος από μερίσματα, προκάλεσαν συζητήσεις, οι οποίες διεξήχθησαν υπό καθεστώς… φοροφοβίας.
Το τραύμα που άφησε η αύξηση φόρων κατά την προηγούμενη δεκαετία, όπως αποδείχθηκε και από την ετυμηγορία των εκλογέων, παραμένει ανοικτό. Τόσο που η όποια επί της ουσίας συζήτηση για τη φορολογία καθίσταται δύσκολη.
«ΤΑ ΝΕΑ» ανοίγουν τον διάλογο περί φορολογίας με τη βοήθεια των πλέον ειδικών, προκειμένου να αναδειχθούν τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα και να απαντηθούν τα καίρια ερωτήματα που τίθενται σχετικά με το μείγμα της φορολογικής πολιτικής αλλά και πώς αυτό μπορεί να γίνει πιο δίκαιο.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο
«Η συζήτηση περί φορολογίας γίνεται σε λάθος βάση, διότι υπάρχει τεράστια φοροδιαφυγή», ξεκαθαρίζει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο Γιώργος Οικονομίδης, καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αλλωστε, σύμφωνα και με τα όσα δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας σε πρόσφατη (12/6) συνέντευξή του στον ιστότοπο in.gr, η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα ανήλθε το 2022 σε πολύ υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, ενώ η δηλωμένη κατανάλωση υπολογίστηκε περίπου στα 140 δισ. ευρώ, τα δηλωμένα εισοδήματα δεν ξεπέρασαν τα 80 δισ. Αυτό σημαίνει ότι 60 δισ. ευρώ, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 43% της συνολικής κατανάλωσης, πέρασε κάτω από το ραντάρ των φοροεισπρακτικών μηχανισμών.
Το μέγεθος της φοροδιαφυγής παίζει κεντρικό ρόλο στο μείγμα άμεσων και έμμεσων φόρων που επιβάλλονται από το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο, καθώς το πρόβλημα εντοπίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην είσπραξη άμεσων φόρων (φόροι εισοδήματος κατά κύριο λόγο), την ώρα που οι έμμεσοι φόροι είναι πιο δύσκολο να παρακαμφθούν.
«Τα κόμματα της αντιπολίτευσης μιλούν για μείωση έμμεσων φόρων και αύξηση άμεσων, το οποίο είναι επί της αρχής σωστό για τη μείωση των ανισοτήτων, αλλά αυτό ισχύει σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει φοροδιαφυγή. Αν σε ένα περιβάλλον φοροδιαφυγής αυξηθούν οι άμεσοι φόροι και μειωθούν οι έμμεσοι, χάνονται φορολογικά έσοδα, τα οποία θα αντλούνταν από αυτούς που δεν δηλώνουν τα εισοδήματά τους», σημειώνει ο καθηγητής του ΟΠΑ.
Κατά τη δεκαετία της κρίσης, το ελληνικό κράτος ακολούθησε την «εύκολη» λύση της αύξησης των έμμεσων φόρων με στόχο να γεμίσουν τα κρατικά ταμεία. Το διαχρονικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής, όμως, δεν αντιμετωπίστηκε.
Ο Γιώργος Οικονομίδης αναλύει: «Η τόσο εκτεταμένη φοροδιαφυγή δημιουργεί δύο τύπου ανισότητες: (α) Μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων και (β) μεταξύ αυτών που δηλώνουν εισόδημα και αυτών που δεν δηλώνουν.
Για παράδειγμα, ας πούμε ότι έχουμε δύο νοικοκυριά με παρόμοιο εισόδημα: Το ένα δηλώνει τα εισοδήματά του, ενώ το άλλο όχι. Το νοικοκυριό που δηλώνει τα εισοδήματά του βελτιώνει τη σχετική του θέση όταν υπάρχουν έμμεσοι φόροι, γιατί πληρώνει και το νοικοκυριό που δεν δηλώνει τα εισοδήματά του. Αντιστοίχως, το νοικοκυριό που δεν δηλώνει τα εισοδήματά του δεν ενδιαφέρεται για τους άμεσους φόρους και το ύψος τους, καθώς τους αποφεύγει.
Η μείωση των έμμεσων φόρων, επομένως, ευνοεί το νοικοκυριό που δεν δηλώνει τα εισοδήματά του».
Πώς όμως μπορεί να περιοριστεί το μέγεθος της φοροδιαφυγής; «Για να βελτιωθεί ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, θα πρέπει να πάμε σε όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένη ηλεκτρονικοποίηση των συναλλαγών, καθώς οι ηλεκτρονικές συναλλαγές θα μπορούν να δείχνουν το ύψος της κατανάλωσης και των εσόδων ενός νοικοκυριού», καταλήγει ο ίδιος.
Φορολογικό μείγμα
Βάσει του προϋπολογισμού για το τρέχον έτος, οι φόροι είναι το δεύτερο μεγαλύτερο έσοδο του κράτους μετά τα δάνεια. Από τα 51,6 δισ. που υπολογίζονται τα φορολογικά έσοδα για το 2023, τα 33 δισ. (64%) προέρχονται από έμμεσους φόρους. Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν οι φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών (ΦΠΑ, ΕΦΚ) με 29 δισ. (88% των έμμεσων φόρων) και ακολουθούν οι τακτικοί φόροι στην ακίνητη περιουσία (με βασικότερο τον ΕΝΦΙΑ) με 2,3 δισ. (7% των έμμεσων φόρων).
Τα έσοδα από άμεσους φόρους υπολογίζονται σε περίπου 18,6 δισ., δηλαδή μόλις 36% των φορολογικών εσόδων. Το μεγαλύτερο τμήμα (17 δισ.) προέρχεται από τον φόρο εισοδήματος, όπου εντάσσονται οι φόροι φυσικών προσώπων στη μισθωτή εργασία (4,7 δισ.) και στις συντάξεις (2 δισ.), οι ειδικές εισφορές αλληλεγγύης (0,3 δισ.), αλλά και οι φόροι στα εισοδήματα εταιρειών (4,9 δισ.).
Η Γεωργία Καπλάνογλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί: «Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού του 2023, σε κάθε 1 ευρώ φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων αντιστοιχούν 3 ευρώ έμμεσων φόρων».
«Το μείγμα άμεσων και έμμεσων φόρων είναι βασική μεταβλητή του φορολογικού συστήματος και με βάση στοιχεία από όλο τον κόσμο φαίνεται ότι η έμμεση φορολογία έχει κυρίαρχο ρόλο σε υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες ο φοροελεγκτικός μηχανισμός δεν είναι εξελιγμένος και οι δυνατότητες αναδιανομής εισοδήματος περιορισμένες. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει στις αναπτυγμένες χώρες. Η Ελλάδα, παρότι ανήκει στις αναπτυγμένες χώρες, ποτέ δεν πλησίασε την αναλογία άμεσων – έμμεσων φόρων του 1:1 που ισχύει στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, αλλά κυρίως η τρέχουσα πληθωριστική κρίση απλώς έχουν επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση», συνεχίζει η ίδια.
Επισημαίνεται πως με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση σε ό,τι αφορά τα έσοδα από (έμμεσους) φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες ως προς το ΑΕΠ, καθώς για το 2021 ανέρχονταν σε 15,1% του ΑΕΠ. Σε αντιδιαστολή, στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, η Ελλάδα βρισκόταν το 2020 στην 24η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, με τα έσοδα από τον συγκεκριμένο φόρο να ανέρχονται σε μόλις 6,3% του ΑΕΠ. Σε ό,τι αφορά, δε, τα έσοδα από φόρους στις επιχειρήσεις, η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία (37η) θέση το 2020, με τα έσοδα από αυτούς να ανέρχονται σε μόλις 1,2% του ΑΕΠ.