Κι αν αλλάζει μορφή, το ελληνικό καφενείο ποτέ δεν πεθαίνει. Τα τραπεζάκια των σύγχρονων καφενείων λειτουργούν για πολλούς σαν το δεύτερο σπίτι τους.

Ο τόπος που θα κοινωνικοποιηθούν και θα ζυμωθούν πολιτικά, το μέρος που θα αφήσουν τα εσώψυχά τους, η παρέα με την οποία θα μοιραστούν μικρά και μεγάλα ιστορικά γεγονότα, χαρές και λύπες, τα σοβαρά και τα αστεία της ζωής.

«Πρέπει να υπάρχουν στέκια, είναι ωραίο να ενώνεται ο κόσμος, να κάνει μια μικρή κοινωνία μέσα στη μεγάλη Αθήνα» λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος, ιδιοκτήτης του «Αερόστατου» στην πλατεία Προσκόπων. «Οταν ένα καφενείο κλείνει, πρέπει να ανοίγει μια ψυχιατρική κλινική» σχολιάζει μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Λουκάς, ιδιοκτήτης του ομώνυμου καφενείου στο Χίλτον.

«Καφενείο Πανελλήνιον»,

από το 1989

(Εξάρχεια, Μαυρομιχάλη 16)

«Αυτό το καφενείο έχει ζωή

από το 1885»

Γιάννης Κατσιώνης, 62 ετών

«Είμαι συνιδιοκτήτης από το 1989, αλλά αυτό το καφενείο έχει ζωή από το 1885» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο 62χρονος Γιάννης Κατσιώνης παραθέτοντας τη μακρά ιστορία του “Πανελλήνιον”, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον θείο του Νίκο Αργυρόπουλο, ο οποίος εργάστηκε ως σερβιτόρος στο «Πανελλήνιον» της δεκαετίας του ’60.

«Ξεκίνησε Πανεπιστημίου και Εμμανουήλ Μπενάκη έως το 1965, ύστερα πήγε Εμμ. Μπενάκη 15 ως το ’67 κι έπειτα ως το 1991 πήρε ο θείος την επωνυμία και το άνοιξε στον πεζόδρομο της Κιάφας. Από το 1989 ως το ’91 λειτουργούσε και στη Μαυρομιχάλη γιατί από την Κιάφας γινόταν έξωση» περιγράφει ο Γιάννης.

«Το σκάκι προέκυψε γιατί είχε “Το Νέον” στην Ομόνοια ένας πατριώτης και ορισμένοι σκακιστές από εκεί έρχονταν και στο “Πανελλήνιον” στην Κιάφας. Εμείς κάνουμε μόνο ελληνικό, νες καφέ και φραπέ» εξηγεί ο ίδιος. «Οποιος θέλει να έχει καφενείο πρέπει να είναι σοβαρός, να ξέρει να επιβάλλεται στους πελάτες και να γνωρίζει ότι έχει πολύ τρέξιμο».

Ακόμα και οι σκακιστές, όπως αναφέρει, μεταξύ «ανοιγμάτων» και «ματ», θα κάνουν κι ένα πολιτικό σχόλιο. «Βεβαίως και συζητάνε για πολιτικά αλλά πάντα σε έναν πολιτισμένο τόνο. Θυμάμαι με τη Μαρφίν έγιναν σχολιασμοί, για τη γυναίκα που ήταν έγκυος, ότι δεν είναι αυτό επανάσταση» λέει ο ίδιος και αποκαλύπτει άλλον έναν κομβικό ρόλο στον οποίο οφείλει να ανταποκρίνεται ένας καφετζής, αυτόν του εξομολογητή: «Το καφενείο τα ξέρει όλα, είναι εφημερίδα. Και κάτι που δεν λέγεται, το λέμε και συμφωνούμε ότι αυτό θα μείνει μεταξύ μας».

Καφενείο «Η Νεράιδα»,

από τη δεκαετία του ’60 –

Βύρωνας (Εμπεδοκλέους & Π. Τσαλδάρη)

«Μόνο αν κλέψει κάποιος στη δηλωτή τσακώνονται, για τα πολιτικά όχι»

Δημήτρης Μαραγκός, 61 ετών

«Εδώ είναι όλοι αναλυτές, έχουμε σεισμολόγους, επιδημιολόγους, διεθνολόγους, ανάλογα την περίπτωση» λέει ο 61χρονος ιδιοκτήτης του καφενείου «Νεράιδα» στον Βύρωνα, Δημήτρης Μαραγκός, συστήνοντας έναν έναν τους πελάτες του στα γύρω τραπέζια, όλοι συνταξιούχοι.

«Εγώ τους λέω “Επιτροπή Σωτηρίας του Τόπου”. Αν έρθεις μετά τις 10 το πρωί, θα τους ακούσεις να ανεβοκατεβάζουν υπουργούς» αναφέρει αστειευόμενος και προσθέτει: «Το ’85 το καφενείο είχε γίνει για λίγο εκλογικό κέντρο του ΠΑΣΟΚ, γιατί ο τότε ιδιοκτήτης του ήταν πασοκτζής. Ως καφενείο λειτουργεί από το ’60. Εγώ το πήρα το 2008». Το κλίμα στη «Νεράιδα» χαρακτηρίζεται άκρως οικογενειακό.

«Είναι όλοι γνωστοί τόσα χρόνια, έχουν γίνει μια μεγάλη παρέα» παραδέχεται ο ίδιος, εξηγώντας ότι εκείνο που τάραζε πάντα την ηρεμία στο μαγαζί του ήταν οι περικοπές των συντάξεων. «Κάθε πελάτης μού έδινε από 10 ευρώ τη μέρα. Μετά το δεκάρικο έγινε τάλιρο και το τάλιρο ενάμισι ευρώ. Χρειάστηκε να κεράσω ανθρώπους και κερνάω ακόμα. Τώρα βλέπω πως κάπως έχει στρώσει το θέμα κι είναι όλοι πιο ήρεμοι».

Αιτία τσακωμού στη «Νεράιδα» είναι μόνο μία. «Μόνο αν κλέψει κάποιος στη δηλωτή τσακώνονται, για πολιτικά όχι. Είναι κάποιοι σκληροπυρηνικοί, αλλά το ρίχνουμε στην πλάκα» αναφέρει ο 61χρονος σχολιάζοντας πως «ό,τι συζητούσαν προεκλογικά περίπου βγήκε στην κάλπη». Για την ίδια τη φύση της δουλειάς ο ίδιος δηλώνει: «Υπάρχουν καφενεία όπου μπορείς να γνωρίσεις σημαντικούς ανθρώπους. Εδώ γνώρισα οικογενειάρχες με ήθος. Αλλά είναι κουραστική δουλειά. Θέλει γερό στομάχι».

«Αερόστατο»,

από το 1995 –

Πλατεία Προσκόπων (Πτολεμαίων 4 & Κτησίου)

«Πρέπει να υπάρχουν στέκια,

είναι ωραίο να ενώνεται ο κόσμος»

Γιώργος Παλιός, 35 ετών

Στο «Αερόστατο», που ταξιδεύει στον χώρο της εστίασης από το 1995, η σκυτάλη περνάει σιγά σιγά στη νέα γενιά. Ο 35χρονος συνιδιοκτήτης του και πολυπτυχιούχος, Γιώργος Παλιός, μιλάει στα «ΝΕΑ» για την αγάπη που πρέπει να τρέφει κανείς για τον κόσμο ώστε να καταφέρει να κάνει το καφενείο του πραγματικό στέκι.

«Είναι ο τέταρτος χρόνος που έχω το μαγαζί. Παλιά εργαζόμουν εδώ. Ο μέσος όρος ηλικίας των πελατών έχει πέσει αισθητά. Γενικά στην Ελλάδα θεωρούν την εστίαση ένα επάγγελμα εύκολο. Για να πετύχει όντως το μαγαζί σου, πρέπει να αγαπάς αληθινά αυτή τη δουλειά» εξηγεί ο ίδιος και θυμάται την πρώτη κρίση που κλήθηκε να διαχειριστεί. «Ενα άσχημο περιστατικό που ζήσαμε εδώ έναν Αύγουστο ήταν ένα ζευγάρι που τσακώθηκε, ο κύριος πήγε να χτυπήσει την κυρία και ξεσηκώθηκε όλο το μαγαζί για να την προστατεύσει».

Διατηρείται άραγε κάτι από τα παραδοσιακά καφενεία στα σημερινά σνακ-μπαρ; «Η λέξη καφενείο με την παραδοσιακή έννοια αντιστοιχεί σε ελάχιστα μαγαζιά πια. Nεότερη εκδοχή είναι τα σνακ-μπαρ, όπως το “Αερόστατο”. Πρέπει να υπάρχουν στέκια, είναι ωραίο να ενώνεται ο κόσμος, να κάνει μια μικρή κοινωνία μέσα στη μεγάλη Αθήνα» αναφέρει ο Γιώργος. Οσο για το αν οι νεαροί, κατά βάση, θαμώνες κουβεντιάζουν για την πολιτική, ο ίδιος απαντά:

«Φυσικά! Υπήρχε πολιτική συζήτηση στις εκλογές, ήταν το μείζον θέμα, όλοι συζητούσαμε “τι ψήφισες”».

«Το Καφενείο του Λουκά»,

από το 1994

(Χίλτον, Σπύρου Μερκούρη 58)

«Ο πατέρας μου είχε ΕΒΓΑ στη Σπ. Μερκούρη με πελάτη τον Βάρναλη»

Λουκάς Παπαναστασίου, 55 ετών

Στον αριθμό 58 της Σπύρου Μερκούρη, μια ανάσα από το κέντρο, βρίσκεται εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια «Το Καφενείο του Λουκά». Και ήταν νομοτελειακό το άνοιγμά του εκεί, αφού ο κύριος Δημοσθένης, πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη, είχε από το 1961 λίγο πιο κάτω, στον αριθμό 64, μια ΕΒΓΑ με τραπεζάκια έξω. «Οι παλιοί το έλεγαν εδώ “περιοχή Χίλτον”» λέει στα «ΝΕΑ» ο 55χρονος Λουκάς Παπαναστασίου.

«Είχα επαφή με την εστίαση λόγω του πατέρα μου. Τα καλοκαίρια βοηθούσα κι εγώ. Ερχόταν και ο Βάρναλης που έμενε ακριβώς απέναντι» θυμάται ο ίδιος, ενώ όσον αφορά τη σημερινή ανθρωπογεωγραφία του καφενείου παρατηρεί πως πολλές φορές τα πρωινά οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άντρες. «Το μυστικό όταν έχεις καφενείο είναι να ακούς και να μη μιλάς. Εδώ γίνονται μεγάλες ψυχοθεραπείες.

Στην Ελλάδα όταν κλείνει ένα καφενείο, πρέπει να ανοίγει μια ψυχιατρική κλινική» λέει ο Λουκάς που το όνομά του παλαιότερα είχε οδηγήσει τις αρχές να του θέσουν ορισμένα ερωτήματα, καθώς ο «Λουκάς» της «17 Νοέμβρη» μαζί με τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο συνήθιζαν να βλέπουν μπάλα στο καφενείο του. Αλλά και το καλοκαίρι του 2015 είχε πάλι κάπως συνδεθεί με τις πολιτικές εξελίξεις.

Οπως αναφέρει ο ίδιος: «Στο δημοψήφισμα καθόμασταν εδώ μέχρι αργά, επειδή ήταν το ΑΤΜ δίπλα, για να βγάζουν οι πελάτες τα 60 ευρώ δύο φορές, μία 12 παρά και μία μετά τις 12 που άλλαζε η μέρα».