Τον περσινό Μάιο, λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου, ο Γιάννης Μόσχος καλώντας τους δημοσιογράφους για πρώτη φορά για να παρουσιάσει το όραμά του για τον οργανισμό το συμπύκνωσε στη φράση «ένα θέατρο ανοιχτό για όλους». Εκτοτε, αυτή η εξωστρέφεια αποτελεί πυξίδα στην πορεία του στην πρώτη κρατική σκηνή της χώρας, γι’ αυτό και φροντίζει να την ενισχύει ταξιδεύοντας τακτικά εκτός συνόρων, παρακολουθώντας στενά τις διεθνείς πολιτιστικές εξελίξεις και κάνοντας συνέργειες με σημαντικούς φορείς του εξωτερικού.
Κάπου ανάμεσα σ’ ένα τέτοιο ταξίδι αλλά και τις πυρετώδεις προετοιμασίες για την κάθοδο του Εθνικού Θεάτρου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, τον συνάντησα κι εγώ στο Κουκάκι. Η μικρή αργοπορία μου τού έδωσε την ευκαιρία να κάνει κάποια επαγγελματικά τηλεφωνήματα που εκκρεμούσαν, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τον μεσημεριανό ήλιο. Πίνοντας λίγη από την παγωμένη μπίρα που του έφερε η σερβιτόρα, αρκετά ευδιάθετος και χαλαρός, είναι έτοιμος να κάνει τον απολογισμό της θεατρικής χρονιάς που φεύγει.
«Μπορώ να πω ότι συνολικά είμαι πολύ περήφανος για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα των φετινών παραστάσεων και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Και κληθήκαμε, όπως κάθε χρόνο, να καλύψουμε πολλά πεδία: να υπηρετήσουμε το κλασικό ρεπερτόριο, το σύγχρονο ελληνικό έργο, την παρουσίαση άγνωστων σύγχρονων ξένων συγγραφέων, την ανάδειξη νέων ελλήνων καλλιτεχνών, το παιδικό και εφηβικό έργο. Το Εθνικό Θέατρο είναι το μόνο κρατικό θέατρο στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να πρέπει να καλύψει πολλές και διαφορετικές ανάγκες. Είμαστε η μόνη πρωτεύουσα ευρωπαϊκής χώρας που έχει ένα μόνο κρατικά επιχορηγούμενο θέατρο. Αυτό οφείλει να μας απασχολήσει γιατί καλούμαστε να υπηρετήσουμε τον ρόλο τριών και τεσσάρων κρατικών θεάτρων», μου αναφέρει ο σκηνοθέτης. «Νομίζω θα πρέπει να επανεξετάσουμε κατά πόσο πιστεύουμε ως κράτος στον σύγχρονο πολιτισμό μας. Είναι ώρα να καταλάβουμε ότι αξίζει να επενδύσουμε σ’ αυτόν. Συνολικά όλη η πολιτική σκηνή, χωρίς κανένα κομματικό πρόσημο, δεν νομίζω πως το έχει ποτέ πιστέψει πραγματικά αυτό. Ολοι έχουν επενδύσει κυρίως στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό που είναι η κληρονομιά μας, η πολύ σημαντική παρακαταθήκη μας. Αλλά έχουμε κι έναν ισχυρό σύγχρονο πολιτισμό που έχει σημαντικούς καλλιτέχνες, οι οποίοι χρειάζονται στήριξη για να γίνουν ευρύτερα γνωστοί στο εξωτερικό και να διαφημίσουν τη χώρα. Εχουμε ένα πολύ καλό καλλιτεχνικό δυναμικό, και αρκετά μεγάλο αριθμητικά, συγκριτικά με τον μικρό πληθυσμό μας».
Προς αυτήν την κατεύθυνση, της εξαγωγής του καλλιτεχνικού δυναμικού του Εθνικού στη διεθνή θεατρική αγορά, διοργάνωσε ο Γιάννης Μόσχος τον περασμένο Μάρτιο το πρώτο showcase φιλοξενώντας στην Αθήνα 20 καλεσμένους διευθυντές και επιμελητές σημαντικών θεάτρων και φεστιβάλ του εξωτερικού. «Ηταν ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα. Η καλλιέργεια των δημοσίων σχέσεων στο εξωτερικό, όμως, θέλει χρόνο και δεν αποδίδει άμεσα», παρατηρεί ο ίδιος, δίνοντας, γελώντας όμως, την εξαίρεση στον κανόνα, την παράσταση του Μάριο Μπανούσι «Goodbye, Lindita» που χάρη στο showcase έκλεισε ήδη τρεις εμφανίσεις τον ερχόμενο χειμώνα εκτός συνόρων.
«Οι καλεσμένοι μας είδαν ένα θέατρο ισάξιο με όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά θέατρα. Σίγουρα η μεγάλη διαφορά που έχουμε είναι οι οικονομικές μας δυνατότητες. Οι παραγωγές μας μπορεί να μην προδίδουν την έλλειψη πόρων, καθώς καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να μη γίνεται αντιληπτό, αλλά υπάρχει οικονομική ένδεια σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά θέατρα. Κάνουμε συνεχώς ανακύκλωση των σκηνικών και των κοστουμιών μας, αναζητούμε χορηγίες σε είδος, και τις περισσότερες φορές επιβάλλουμε αναγκαστικές περικοπές στα όσα ονειρεύονται οι καλλιτέχνες μας, καθώς έχουμε να διαχειριστούμε πολύ χαμηλούς προϋπολογισμούς. Αλλά ευτυχώς έχουμε πολύ εφευρετικούς καλλιτέχνες που βρίσκουν άλλες δημιουργικές λύσεις. Ενώ στο εξωτερικό προσφέρεται στους σκηνοθέτες η δυνατότητα να κάνουν ακριβώς αυτό που θέλουν, και όχι να κάνουν συνεχώς εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό τους όραμα. Χρειαζόμαστε επειγόντως αύξηση της τακτικής επιχορήγησης για να μπορέσουμε να προσφέρουμε τις δυνατότητες που πρέπει στους έλληνες καλλιτέχνες. Εδώ και ενάμιση χρόνο προσπαθούμε απεγνωσμένα να βρούμε χορηγούς, αλλά δεν είναι εύκολο, πέρα από λαμπρές εξαιρέσεις, είχαμε επιμέρους μικρές βοήθειες. Δυστυχώς δεν υπάρχει χορηγική κουλτούρα στην Ελλάδα. Ας μην παρεξηγηθώ, δεν πιστεύω καθόλου σ’ ένα κρατικοδίαιτο θέατρο. Πρέπει να αναζητούμε συνεχώς και από παντού πηγές χρημάτων, όχι μόνο από το κράτος».
Η οικονομική στενότητα του Εθνικού Θεάτρου αποτυπώνεται γλαφυρά στα συμβόλαια με μειωμένες αποδοχές που αναγκάζεται να προσφέρει στους ηθοποιούς του. Επιτείνεται δε με απρόβλεπτες εξελίξεις όπως οι καταλήψεις των σκηνών του τον περασμένο χειμώνα από φοιτητές δραματικών σχολών και εργαζομένων του πολιτισμού που αντιδρούσαν στο προεδρικό διάταγμα για το προσοντολόγιο των καλλιτεχνών. Εχοντας πλέον αρχίσει να τρώμε, ζητάω τη γνώμη του για εκείνη την περίοδο, αξιολογώντας την κατάσταση από απόσταση. «Εχω ένα αίσθημα αδικίας με τις καταλήψεις γιατί ήμασταν ο μόνος εποπτευόμενος οργανισμός ο οποίος πήρε πολύ ανοιχτά θέση υπέρ των καλλιτεχνών και είναι αυτός που πλήρωσε το μεγαλύτερο κόστος. Κι αυτό δεν μπορώ να το αντιληφθώ. Εχει μια τρομερή παραδοξότητα», δηλώνει, αναγνωρίζοντας παράλληλα πως έπρεπε κι αυτός να κρατήσει συγκεκριμένες ισορροπίες χωρίς να είναι αφοριστικός. «Ηταν μια πολύ τεταμένη περίοδος. Η λογική δεν πρυτάνευε. Δεν γίνονταν τα πράγματα με τη λογική αλλά με το συναίσθημα με αποτέλεσμα αυτό να δυσκολεύει πολύ τη διαχείριση των πραγμάτων».
Παρά την αναστάτωση που προκάλεσε το λουκέτο στις εγκαταστάσεις του Εθνικού, βέβαια, το κοινό του δεν έχασε τον δρόμο προς τις σκηνές του, γεμίζοντας μετά την επανεκκίνησή του κάθε πλατεία και εξώστη. «Οι καταλήψεις άφησαν ένα οικονομικό άνοιγμα, το οποίο ευτυχώς σε μεγάλο βαθμό καταφέραμε να καλύψουμε. Το πολύ ελπιδοφόρο ήταν πως με το που άνοιξαν ξανά οι σκηνές μας, πήγαν όλες πάρα πολύ καλά. Κι εγώ εντυπωσιάστηκα με το πόσο καλά πήγαν», προσθέτει γελώντας ενώ βάζει λίγη ακόμα παντζαροσαλάτα στο πιάτο του. Η αθρόα προσέλευση των θεατών αποτελεί μεγάλο παράσημο για τη φετινή σεζόν, δημιουργεί ωστόσο την πρόκληση της συντήρησης των ίδιων δυνάμεων και στην επόμενη. Αποφεύγοντας ο Γιάννης Μόσχος να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες για τον προγραμματισμό του επόμενου ρεπερτορίου, στέκεται σε κάποιες επαναλήψεις. «Πέρα από το “Goodbye, Lindita”, οι υπόλοιπες παραστάσεις που έκαναν πρεμιέρα στη δεύτερο κομμάτι της θεατρικής σεζόν δεν θα μπορέσουν να επαναληφθούν, όσο κι αν το θέλαμε, αντιμετωπίσαμε προβλήματα με τη διαθεσιμότητα των ηθοποιών. Ηταν αργά, είχαν κλείσει αλλού και στάθηκε αδύνατο να βρούμε λύση. Ετσι, θα γίνουν μεν επαναλήψεις, οι οποίες όμως θα είναι από το πρώτο μισό της σεζόν («Φώτα της πόλης» και «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ»), τις οποίες τις είχαμε κανονίσει από νωρίς, παραστάσεις που γνώρισαν μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία».
Η Κατερίνα και η Λένα
Οση ώρα μιλάει για τη σεζόν που κλείνει για το Εθνικό, από τα ηχεία του εστιατορίου ακούγεται το τραγούδι «I will survive» της Γκλόρια Γκέινορ, ταιριαστό απολύτως σ’ έναν οργανισμό που βρέθηκε αντιμέτωπο με αρκετές φουρτούνες όλους αυτούς τους μήνες. Αραγε από αυτές τι έμαθε ο ίδιος; «Να ελέγχω το θυμικό μου. Οσο προχωρούσαν οι φουρτούνες άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι πολύτιμο: όσο περισσότερο κατάφερνα να αφήνω το θυμικό μου πίσω και να μην παίρνω τίποτα προσωπικά, αλλά να αντιμετωπίζω τα πράγματα με ψυχραιμία, τόσο καλύτερα μπορούσα να διαχειριστώ τις καταστάσεις. Αυτό ήταν εξαιρετικά χρήσιμο μάθημα: να μη βάζω συναισθηματικές παραμέτρους σε προβλήματα», παραδέχεται. Ως άλλος καπετάνιος, πλέον βάζει πλώρη για τις παραστάσεις του «Ιππόλυτου» και των «Σφηκών» με τις οποίες ανοίγει φέτος την αυλαία του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου. «Η Κατερίνα Ευαγγελάτου και η Λένα Κιτσοπούλου είναι από τις σημαντικότερες δημιουργούς μας και είμαι πολύ χαρούμενος για τη συνεργασία τους με το Εθνικό. Βέβαια μέχρι να ολοκληρωθούν πλήρως οι παραστάσεις, δεν μπορεί να προδικάσει κανείς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Αναμένω πάντως να είναι δύο πολύ ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικά προτάσεις για την Επίδαυρο, οι οποίες, όπως πάντα, θα προκαλέσουν διχογνωμίες», σχολιάζει κόβοντας το μπιφτέκι του σε κομμάτια και απαντάει με χιούμορ στην πρόβλεψή μου πως η παράσταση της πάντα «αιρετικής» Λένας Κιτσοπούλου δεν θα περάσει απαρατήρητη. «Είμαι σίγουρος ότι για τη Λένα θα υπάρξουν ισχυρές αντιδράσεις από κάποιους, και θα επανέλθει στο προσκήνιο το ερώτημα τι “αρμόζει” στην Επίδαυρο. Ας μην ξεχνάμε παρακαλώ ότι η Επίδαυρος στην αρχαιότητα ήταν ένας χώρος θεατρικής πρωτοπορίας. Τώρα εμείς την έχουμε ως τοτέμ αρχαιολαγνείας και αρχαιοπρέπειας και όχι ως χώρο θεάτρου όπου παρουσιάζονταν συνεχώς καινούργια έργα, καινούργια πράγματα».
Πηγαίνοντας τη σκέψη του ένα βήμα παραπέρα υπογραμμίζει πως «Η Λένα Κιτσοπούλου είναι νομίζω ο πιο κοντινός σύγχρονος έλληνας θεατρικός συγγραφέας στον Αριστοφάνη, ως πρόθεση γραφής και ως τρόπος. Και αναφέρομαι στον οξύ καυστικό τρόπο γραφής της Λένας που δεν διστάζει να σχολιάσει τη σύγχρονη πραγματικότητα και που χρησιμοποιεί χωρίς ταμπού τη βωμολοχία, για την οποία πολλές φορές κατηγορείται. Μην ξεχνάμε πως ο Αριστοφάνης ήταν τρομερά βωμολόχος. Δεν υπήρχε τότε αυτή η σεμνοτυφία που υπάρχει σ’ εμάς. Υπάρχει δε μια μεγάλη δόση υποκρισίας στη σημερινή πραγματικότητά μας: ενώ στην κοινωνία όπου ζούμε οι περισσότεροι βωμολοχούμε καθημερινά, δεν θέλουμε να τα ακούμε αυτά στην Επίδαυρο. Υπάρχει ένα ταμπού συντήρησης στη γλώσσα της Επιδαύρου εδώ και χρόνια. Αλλά δεν είναι ο ρόλος του θεάτρου να κάνει τα πάντα σύμφωνα με το γούστο του μέσου κοινού», λέει με σιγουριά και συνεχίζει. «Υπάρχουν ακόμα αντιστάσεις για την Επίδαυρο και συζητάμε τι είναι πρέπον. Δεν υπάρχει πρέπον. Είναι κυρίως ένα ζωντανό θέατρο όπου δοκιμάζονται παραστάσεις και τα όρια του χώρου, δεν είναι απλώς και μόνο ένα σημαντικό αρχαιολογικό μνημείο».
Παιδεία και Ακροδεξιά
Με τα πιάτα πλέον άδεια και πίνοντας τις τελευταίες γουλιές από τα ποτήρια μας, η κουβέντα πάει στις πρόσφατες εκλογές και το τρομακτικό αποτέλεσμα με την εκ νέου ανάδειξη της Ακροδεξιάς. «Υπάρχουν τεράστιες ευθύνες όλων των κομμάτων. Αν η πολιτική σκηνή δεν συνασπιστεί συνολικά και μείνουν στις μικροπολιτικές διαφορές, είμαστε χαμένοι. Αν δεν αντιμετωπίσουν το φαινόμενο όλοι μαζί από κοινού, σοβαρά και υπεύθυνα, και δεν θέσουν ως προτεραιότητα όλα τα κόμματα την αντιμετώπιση της ανόδου του φασισμού, θα είναι συνυπεύθυνοι όλοι», μου λέει. Για τον ίδιο, φαινόμενα σαν την επιστροφή της Ακροδεξιάς στη δημόσια σφαίρα, συνδέονται άμεσα με την προβληματική λειτουργία της παιδείας στη χώρα μας. «Η παιδεία θα έπρεπε να έχει φροντίσει να παραγάγει πολίτες ανήσυχους, με ανοιχτές ιδέες. Τα υψηλά ποσοστά των “Σπαρτιατών” στους νέους, συνδέονται με μια κοινωνία όπου οι νέοι που τελειώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν έχουν μάθει την πραγματική ιστορία της χώρας, αλλά μια μυθώδη, ωραιοποιημένη εκδοχή της», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης.
Αν και το βάρος της αντιμετώπισης των ακραίων στοιχείων πέφτει στην πολιτεία, ο Γιάννης Μόσχος επεξεργάζεται ήδη παρεμβάσεις που το Εθνικό μπορεί να κάνει ώστε να συμβάλει στην προσπάθεια καταπολέμησής τους. «Από τα πρώτα πράγματα που θα κάνουμε του χρόνου στο Εθνικό, είναι δράσεις για την καταπολέμηση του φασισμού. Μέσα από το ρεπερτόριο, την εκπαίδευση, τις συζητήσεις, θα θέσουμε