Ηταν Μάρτιος του 2017. O Ιλιάς, ο Μαμαντού και ο Ζακαριά επέστρεφαν με το τρένο στο Παρίσι, μαζί με 15 ακόμα συμμαθητές τους, από σχολική εκδρομή στις Βρυξέλλες. Ηταν όλοι τους μαθητές της Γ΄ Λυκείου στο Επινέ-σιρ-Σεν, ένα μπανλιέ του Παρισιού. Φτάνοντας στην Gare du Nord, αστυνομικοί σταμάτησαν ειδικά αυτά τα τρία αγόρια, που έχουν καταγωγή από το Μαρόκο, το Μάλι και τις Κομόρες, για έλεγχο. Απαίτησαν να δουν τις ταυτότητές τους και τα υποχρέωσαν να ανοίξουν τις τσάντες τους, ενώ οι συμμαθητές τους, οι εκπαιδευτικοί που τους συνόδευαν καθώς και αρκετοί περαστικοί στον πολύβουο σιδηροδρομικό σταθμό παρακολουθούσαν. Οι τρεις 17χρονοι ντράπηκαν, ένιωσαν πως τους εξευτελίζουν.
Εναν χρόνο αργότερα, ο Ιλιάς, ο Μαμαντού και ο Ζακαριά προσέφυγαν στα δικαστήρια κατά του γαλλικού κράτους, κατηγορώντας την αστυνομία για «racial profiling» – γενικότερα, πρόκειται για τη διεξαγωγή ελέγχων, παρακολούθησης και ανάκρισης χωρίς επαρκή και ουσιαστική αιτιολόγηση, στη βάση χαρακτηριστικών όπως η εθνοτική καταγωγή, το χρώμα, η γλώσσα ή η θρησκεία. Πρωτόδικα, το 2018, το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους: δεν μπορούσαν να ισχυριστούν πως οι αστυνομικοί τούς ξεχώρισαν λόγω του χρώματός τους, αποφάνθηκε, γιατί και οι περισσότεροι συμμαθητές τους παιδιά μεταναστών ήταν και δεν τους σταμάτησαν για έλεγχο.
Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, το εφετείο του Παρισιού ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας πως ήταν πιο λογικό να συγκριθεί η αντιμετώπιση των τριών μαθητών με εκείνη των υπόλοιπων ταξιδιωτών που αποβιβάζονταν, χωρίς να τους σταματήσει κανείς για έλεγχο. Το κράτος, αποφάνθηκε το εφετείο, απέτυχε να αποδείξει πως αυτή η διακριτική μεταχείριση ήταν δικαιολογημένη. «Πραγματική αιτία του ελέγχου ήταν τα φυσικά χαρακτηριστικά των τριών αυτών ατόμων, και κυρίως η καταγωγή τους, η ηλικία και το φύλο τους», σημείωσε επιδικάζοντας στον Ιλιάς, τον Μαμαντού και τον Ζακαριά αποζημίωση 1.500 ευρώ.
Οι «New York Times» είχαν αφιερώσει τότε εκτενές ρεπορτάζ στην υπόθεση. Και το Reuters τη θυμήθηκε πρόσφατα, στο πλαίσιο μιας ανάλυσης για τη γαλλική αστυνομία και το πώς η Ρεπουμπλίκ αρνείται να προχωρήσει σε μία ριζική αναμόρφωσή της, παρά τις καταγγελίες για συστημικό ρατσισμό, ελλιπή εκπαίδευση και κουλτούρα ατιμωρησίας. Γιατί παρόμοιες καταδικαστικές αποφάσεις είναι ασυνήθιστες: οι αστυνομικές αυθαιρεσίες, η αστυνομική βία σπανίως τιμωρούνται.
Η νέα ευκαιρία
Είναι Ιούλιος του 2023. Οι εκτεταμένες ταραχές που ξέσπασαν στη Γαλλία μετά τον θάνατο, από αστυνομικά πυρά, του 17χρονου Ναέλ Μερζούκ μοιάζει σιγά σιγά να υποχωρούν – αν και παραμένει έντονος ο φόβος μιας αναζωπύρωσής τους, με την πρώτη νέα «ευκαιρία». Ο γαλλικός Τύπος μιλούσε χθες περισσότερο για την επίθεση που σημειώθηκε, νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή, στην κατοικία του δημάρχου του Λ’Αΐ-λε-Ροζ, μιας κοινότητας 30.000 κατοίκων στη νότια περιφέρεια του Παρισιού, κατά κανόνα «τόσο ήρεμης, τόσο ήσυχης». Αγνωστοι έριξαν την αυλόπορτα χρησιμοποιώντας σαν πολιορκητικό κριό ένα αυτοκίνητο, στο οποίο έβαλαν κατόπιν φωτιά, θέλοντας να κάψουν το σπίτι. Ο δήμαρχος Βενσάν Ζανμπρέν βρισκόταν εκείνη την ώρα στο γραφείο του, μέσα στο σπίτι κοιμούνταν ωστόσο η σύζυγος και τα δύο μικρά παιδιά τους, πέντε και επτά χρόνων. Στην προσπάθειά της να τα προστατεύσει, να διαφύγουν, η σύζυγος έσπασε την κνήμη της, το ένα παιδί τραυματίστηκε επίσης, ελαφρά. Κάτοικοι αναρωτιούνταν χθες, μιλώντας στη «Monde», αν η επίθεση είχε πράγματι σχέση με τις ταραχές ή αν επρόκειτο για κάποιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένα βίαιο προσωπικό μήνυμα.
Το βέβαιο είναι πως το επεισόδιο δεν είναι μεμονωμένο. Περισσότερα από 150 δημαρχεία ή δημοτικά κτίρια έχουν δεχθεί επίθεση από την περασμένη Τρίτη. Αλλά το φαινόμενο δεν είναι καν νεόκοπο. Μεταξύ 2020 και 2022, οι επιθέσεις – πρωτίστως λεκτικές αλλά και σωματικές – εναντίον δημάρχων αυξήθηκαν κατά 39%. Σε σύνολο 35.000 δήμων, περισσότεροι από 1.300 δήμαρχοι έχουν υποβάλει παραίτηση τα τελευταία τρία χρόνια. Μεγάλες διαστάσεις είχε πάρει τον Μάιο η παραίτηση που υπέβαλε ο δήμαρχος του Σαν-Μπρεβέν-λε-Πεν, στη Χώρα του Λίγηρα, καταγγέλλοντας αδυναμία του γαλλικού κράτους να τον προστατεύσει: δύο μήνες πριν, άγνωστοι είχαν πυρπολήσει το σπίτι του. Είχαν προηγηθεί πολλές απειλές και πολλές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, πάντα με πρωτοβουλία της Ακροδεξιάς, για την απόφαση να μετακινηθεί κοντά σε ένα δημοτικό σχολείο το κέντρο υποδοχής αιτούντων άσυλο που είχε ανοίξει σε αυτό το παραθαλάσσιο θέρετρο το 2016, μετά το ξήλωμα της «ζούγκλας» του Καλαί…
Είναι τόσο περίπλοκα τα προβλήματα της Γαλλίας, όπως και κάθε χώρας δηλαδή με τις εκάστοτε ιδιαιτερότητές της, που πρέπει να είναι πολύ ανακουφιστικό να ανήκει κανείς στα άκρα, να βλέπει τον κόσμο μόνο σε άσπρο και μαύρο. Εδώ και μία εβδομάδα, η Ακροαριστερά δεν βλέπει πουθενά «ταραχές» ή μπαχαλάκηδες χωρίς κανένα πολιτικό μήνυμα αλλά μία δικαιολογημένη «εξέγερση» εναντίον των «αγριοποιημένων» πλουσίων και ισχυρών. Η Ακροδεξιά, πάλι, δεν βλέπει πουθενά αστυνομικές αυθαιρεσίες, απαράδεκτες διακρίσεις και ανισότητες, μόνο «βαρβάρους» που κατοικούν σε «ξένους θυλάκους» και έχουν ξεκινήσει έναν «πόλεμο πολιτισμού» με στόχο να καταστρέψουν τη Γαλλική Δημοκρατία. Ο,τι δεν κολλάει στην κοσμοθεωρία τους, απλά το αγνοούν – ή το διαστρεβλώνουν. Είναι να τους ζηλεύεις. Ή μάλλον όχι, είναι να τρέμεις.