Με τον απόηχο από το αποτυχημένο πραξικόπημα του ιδιοκτήτη της μισθοφορικής εταιρείας Wagner να έχει καταλαγιάσει, είναι εφικτή μια πιο ψύχραιμη εικόνα της κατάστασης στη Ρωσία, αλλά και του πραγματικού συσχετισμού δύναμης, πέραν της διάχυτης τάσης, ιδίως στα δυτικά ΜΜΕ, να μετατρέπεται η επιθυμία σε ανάγνωση της πραγματικότητας.
Ο πυρήνας του ζητήματος: η σύγκρουση με έναν ολιγάρχη
Παρότι πολύ πιο εντυπωσιακή και από ορισμένες πλευρές πολύ πιο επικίνδυνη, η σύγκρουση με τον Πριγκόζιν ακολουθεί ένα μοτίβο που έχει σφραγίσει όλη την εποχή Πούτιν. Και αυτό αφορά την αντιπαράθεση με επιχειρηματίες που θεωρούν ότι μπορούν να μετατρέψουν την οικονομική τους ισχύ σε πολιτική επιρροή.
Γιατί ο Πριγκόζιν, ο οποίος φωτογραφιζόταν κοντά στα πεδία των μαχών αλλά δεν υπήρξε ποτέ στρατιωτικός, ούτε γνωρίζει από στρατιωτικά ζητήματα, κατά βάση ήταν ένας μεγαλοεπιχειρηματίας που είχε φτιάξει ένα πολυδαίδαλο σύστημα από εταιρείες και με το οποίο διαχειριζόταν τα κεφάλαια που εισέρρεαν, τα έσοδα από τα συμβόλαια με το ρωσικό κράτος και φυσικά τα μεγάλα κέρδη. Σε έναν όμιλο που περιλάμβανε εκτός από τη μισθοφορική εταιρεία, χρηματοοικονομικές εταιρείες, εταιρείες logistics, εξορυκτικές εταιρείες, εταιρείες υπηρεσιών ασφάλειας, ακίνητα, ένα πρακτορείο ειδήσεων, ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης και αρκετούς λογαριασμούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναπαρήγαγαν τις ρωσικές θέσεις. Άλλωστε, σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και εκεί που η εταιρεία προσέφερε στρατιωτικές υπηρεσίες, π.χ. στην Αφρική, αυτό που εξασφάλιζε ήταν άτυπες ή και παράνομες μεταφορές προϊόντων εξόρυξης. Μάλιστα, το σύστημα ήταν πολυδαίδαλο ώστε να χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια αυτή τη στιγμή από τις ρωσικές αρχές να εντοπίσουν πλήρως τους τα περιουσιακά στοιχεία του ομίλου.
Όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Πριγκόζιν πέρασε την «κόκκινη γραμμή» ότι μπορούσε να «κάνει πολιτική» και δη σε σύγκρουση ακόμη και τον ίδιο τον Πούτιν και μάλιστα σε μια περίοδο όπου η Ρωσία ήταν σε πόλεμο. Αυτό οδήγησε στην απόφαση της ρωσικής κυβέρνησης να βάλει τις εταιρείες του στο στόχαστρο και να ξεκινήσει τη διαδικασία για να τις ανακτήσει, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ενσωμάτωσης στις ένοπλες δυνάμεις.
Απέναντι σε αυτό ο Πριγκόζιν θεώρησε ότι θα μπορούσε να κάνει ένα «εντυπωσιακό διάβημα», μια χειρονομία ισχύος που θα επέτρεπε να εξασφαλίσει τη συνέχεια της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, πιθανότητα επενδύοντας και στις καλές του σχέσεις με τμήματα της κυβέρνησης και της ηγεσίας του στρατεύματος.
Ταυτόχρονα, οι αμερικανικές υπηρεσίες που πρέπει να είχαν επίγνωση μέρους τουλάχιστον των εξελίξεων, ήλπιζαν ότι αυτό θα διαμόρφωνε την καταστροφική εσωτερική σύγκρουση που θα οδηγούσε στην πολυπόθητη για τη Δύση «ήττα της Ρωσίας». Το εάν και κατά πόσο προσπάθησαν να σπρώξουν τα πράγματα στη σύγκρουση είναι κάτι που θα χρειαστεί κάποιος καιρός για να το πληροφορηθούμε.
Ωστόσο, ο τρόπος που ο Πριγκόζιν κινήθηκε σε μια κατεύθυνση ευθείας αμφισβήτησης του ίδιου του Πούτιν είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί αντιμέτωπος με την ίδια τη ρωσική ηγεσία αλλά και εξουσία, άρα με μια προδιαγραμμένη ήττα που έκανε την παρέμβαση Λουκασένκο να είναι η μόνη διέξοδος.
Μόνο που αυτό σήμαινε ότι όταν ξεπεράστηκε το αρχικό σοκ, η εικόνα ήταν ότι ο Πούτιν κατάφερε να επιβεβαιώσει την εξουσία του και να διατηρήσει στον σχετικά υψηλό βαθμό νομιμοποίησης που έχει στην κοινωνία.
Τα όρια της ουκρανικής «αντεπίθεσης»
Την ίδια στιγμή φαίνονται τα όρια της ουκρανικής «αντεπίθεσης». Παρά τη μεγάλη ενίσχυση σε εξοπλισμό από τη Δύση, συμπεριλαμβανομένων αρμάτων μάχης και πυραύλων, δεν έχει καταφέρει πραγματικά να οδηγήσει σε μεγάλη ανατροπή του συσχετισμού δύναμης, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να μπορούν να αποκρούουν τις ουκρανικές προσπάθειες και να διατηρούν τα εδάφη που έχουν, συνεχίζοντας να προκαλούν απώλειες στην άλλη πλευρά.
Ακόμη και η προσπάθεια για πυραυλικά χτυπήματα κοντά σε κατοικημένες περιοχές ή η χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών δεν έχει φέρει κάποια σημαντική αλλαγή στο μέτωπο.
Αυτό σε πρώτη φάση μεταφράζεται σε αιτήματα για αποστολή ακόμη ισχυρότερου οπλισμού από τη Δύση, συμπεριλαμβανομένων μαχητικών αεροσκαφών, μόνο που υπάρχουν ερωτηματικά εάν και αυτά θα είναι αποτελεσματικά, δεδομένης της σχετικής αποτελεσματικότητας της ρωσικής αεράμυνας.
Ωστόσο, σε δεύτερη φάση ακόμη και αυτή η αυξημένη δυτική βοήθεια δεν θα μπορεί να ανακόψει την ανάδυση κρίσιμων ερωτημάτων για το μέλλον αυτής της σύγκρουσης, καθώς θα διαφαίνεται όλο και πιο έντονα ότι η μόνη περίπτωση για ανατροπή του συσχετισμού είναι η άμεση δυτική εμπλοκή, μόνο που αυτό θα σημαίνει συνάμα και την προοπτική μιας παγκόσμιας σύγκρουσης και μάλιστα – εάν κρίνουμε από τις κατά καιρούς ρωσικές προειδοποιήσεις – με πυρηνικό ορίζοντα.
Και είναι αυτές οι ταλαντεύσεις που φαίνεται ότι γεννούν και τον πειρασμό να εξετάζονται διάφορα σχέδια, από τις επιθέσεις με drones στο Κρεμλίνο και τη Μόσχα, διάφορα σχέδια για πράξεις σαμποτάζ αλλά και τον τρόπο που το πυρηνικό εργοστάσιο της Ζαπορίζιε που έχει περάσει στον ρωσικό έλεγχο αντιμετωπίζεται ως δυνητικός στόχος.
Ο Πούτιν παραμένει κυρίαρχος του παιχνιδιού στη Ρωσία
Ο χειρισμός που έκανε ο Πούτιν απέναντι στο «διάβημα» Πριγκόζιν, δηλαδή ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια δημόσια επίδειξη δύναμης και ρητή ρήξη, με την παράλληλη «διέξοδο» μέσω Λευκορωσίας για να αποφευχθεί μια αιματοχυσία που ακόμη και εάν δεν έφτανε τα όρια του «εμφυλίου πολέμου», σίγουρα θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο εσωτερικό της ρωσικής κοινωνίας, σίγουρα βοήθησε ώστε ο Πούτιν να μη βγει αποδυναμωμένος. Ας μην ξεχνάμε ότι παρά την κατά καιρούς ανάδειξη της δράσης της Wagner στα πεδία των μαχών, η ιδέα πολέμου που διεξάγεται από ιδιώτες φάνταζε ανοίκεια.
Επιπλέον, το γεγονός ότι ένας ολιγάρχης διεκδίκησε να αμφισβητήσει την – εκλεγμένη – κυβέρνηση της Ρωσίας και μάλιστα ένοπλα, εκ των πραγμάτων διαμόρφωσε ένα αντανακλαστικό συσπείρωσης γύρω από τον Πούτιν. Αυτό αποτυπώθηκε στις ανακοινώσεις κομμάτων, όπως το Κομμουνιστικό, αλλά και στον τρόπο ενεργοποίησης του κρατικού μηχανισμού που έδειξε ότι κάθε άλλο παρά έχει χάσει τον έλεγχο ο Πούτιν. Άλλωστε, παρά το υπαρκτό κόστος που έχει ο πόλεμος, εξακολουθεί να έχει την υποστήριξη ενός σημαντικού μέρους της ρωσικής κοινωνίας. Επιπλέον, φάνηκε ότι η συμμαχία που είχε με τη Λευκορωσία και η στήριξη στον Λουκασένκο όταν κινδύνεψε να βρεθεί αντιμέτωπος με μια «έγχρωμη επανάσταση», τώρα μπορούσε να αποδώσει, όχι μόνο για να δοθεί μια εύσχημη διέξοδος στον Πριγκοζίν αλλά και για να εγκατασταθούν μαχητές της Wagner στο έδαφος μιας χώρα που αποτελεί με έναν τρόπο το δυτικό σύνορο της Ρωσίας.
Με αυτή την έννοια δύσκολα μπορεί να προκύψει το συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή ο Πούτιν είναι ουσιωδώς αποδυναμωμένος, όσα πλήγματα και εάν δέχτηκε η εικόνα του στην αρχή. Αντιθέτως το σύστημα εξουσίας του οποίου είναι η εμφανής εικόνα και οι εκπροσωπήσεις που αυτό έχει παραμένουν στη θέση τους.
Και αυτό σημαίνει ότι σε αυτή τη φάση η «ήττα της Ρωσίας» παραμένει ένα όχι και τόσο εύκολο ενδεχόμενο, την ώρα που η πραγματική εναλλακτική, δηλαδή μια πραγματική ειρηνευτική διαδικασία, μοιάζει ολοένα και μακρινή.