Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «κούμπωσε» εξαιρετικά στις προγραμματικές του δηλώσεις τις μεταρρυθμίσεις που η κυβέρνησή του σχεδιάζει με τα «θέλω» των αγορών που αποτελούν προϋπόθεση προκειμένου να πετύχει αυτά που ο ίδιος έχει υποσχεθεί – και χθες επανέλαβε – στους πολίτες: ότι η κατάσταση των οικονομικών του νοικοκυριού τους θα βελτιώνεται, η χώρα θα προοδεύει, χωρίς δημοσιονομικές επιβαρύνσεις. Μόνο με ανάπτυξη. Εγχείρημα καθόλου εύκολο, δεδομένου ότι αυτό συμβαίνει ήδη εδώ και μια τετραετία.
Πού το βασίζει ότι μπορεί να το κάνει για τέσσερα ακόμα χρόνια; Σε τρεις βασικούς λόγους, ένας προεξοφλημένος που είναι η ανάπτυξη που μπορεί να φέρει η αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ένας δεύτερος που είναι οι μεταρρυθμίσεις που χθες ανέφερε (κράτος δικαίου, Δικαιοσύνη, παιδεία κ.λπ.) και ένας που όλοι μιλάμε για αυτόν, αλλά ουδείς έχει αντιληφθεί πόσο σημαντικός μπορεί να αποδειχτεί για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας και δεν είναι άλλος από την επενδυτική βαθμίδα. Μόνο τυχαίο δεν ήταν το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός επέλεξε να αναφέρει τον συγκεκριμένο στόχο στην κορυφή των προτεραιοτήτων της νέας κυβέρνησης. Είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να εξασφαλίσει, εκτός συγκλονιστικού αρνητικού απροόπτου, μια ακόμα περίοδο ανόδου της οικονομίας.
Καθόλου τυχαία δεν ήταν επίσης η αναφορά του Πρωθυπουργού στη δεύτερη προτεραιότητά του στην οικονομία, που είναι η αποπληρωμή των δανείων του πρώτου μνημονίου. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί επιμένει σε αυτό το θέμα. Για 40-50 εκατ. ευρώ ετησίως τόκους που θα γλιτώσουμε; Προφανώς όχι. Η στρατηγική του έχει ως στόχο τη μεγάλη διαπραγμάτευση του φθινοπώρου για τα δημοσιονομικά και την επιστροφή των κανόνων από το 2024. Για αυτή τη συζήτηση προετοιμάζεται και ξέρει ότι για να βρει συμμάχους πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται στην καλή πλευρά των πραγμάτων, των χωρών με προβλήματα μεν, αλλά με διαχειρίσιμα προβλήματα.
Ξέρει ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα τεθεί θα είναι ο απόλυτος σηματωρός για μια ομαλή τετραετία. Το πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% αν θα γίνει 2% ή 1,8% θα συνοδεύει τη χώρα για χρόνια. Αρα σωστά στη διαπραγμάτευση πρέπει να προσέλθουμε έχοντας κάνει πρώτα όλες τις απαραίτητες κινήσεις καλής θέλησης, οι οποίες επιπλέον ανταμείβονται άμεσα από τις αγορές με χαμηλό επιτόκιο. Πλέον η χώρα μας, έχοντας αφήσει μακριά πάνω από το 4% το δεκαετές ιταλικό ομόλογο, κυνηγάει να πιάσει και το ισπανικό (3,5%) και πολύ πιθανό σε λίγες εβδομάδες να το έχει ξεπεράσει και αυτό.
Ολη αυτή η τακτική δεν επιβραβεύεται μόνο από τις αγορές, αλλά αν μαθαίνω καλά και από τις ευρωπαϊκές Αρχές. Ηδη έχει αποφασιστεί ότι ο νέος υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης δεν θα χρειάζεται να είναι παρών στην επόμενη (τον Σεπτέμβριο) επίσκεψη των ευρωπαίων τεχνοκρατών που παρακολουθούν την πορεία της οικονομίας. Αυτή η ομάδα, απομεινάρι της παλιάς τρόικας, επιστρέφει ξανά ύστερα από 14 χρόνια σε συναντήσεις με υπηρεσιακούς παράγοντες, με ανώτερο τον βαθμό του γενικού γραμματέα. Η ευρωπαϊκή εποπτεία επιστρέφει και αυτή στην κανονικότητα. Στην περίοδο πριν από τα μνημόνια. Και αυτό επίτευγμα Μητσοτάκη και όχι αποτέλεσμα «τζάμπα μαγκιάς».