[…]
Μυθιστόρημα ιδιαίτερα φιλόδοξο οι Ακυβέρνητες Πολιτείες (σ.σ. τρίτομο μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα), εκτείνεται συνολικά σε οχτακόσιες τόσες σελίδες. Καλύπτει την περίοδο του Β’ πολέμου και της Αντίστασης στη Μέση Ανατολή. Ποικίλες αναδρομές μάς πηγαίνουν στην Αίγυπτο του περασμένου αιώνα, ενώ με τον επίλογο του Γ’ τόμου βρισκόμαστε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο και τις διώξεις. Ένα έργο που, ανασυνθέτοντας γεγονότα, γράφει μια νωπή ακόμα κι αμφιλεγόμενη ιστορία, ενώ παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο άγνωστά μας κοινωνικά σύνολα – ελληνική διασπορά, κοσμοπολίτικος συρφετός της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, καταδιωγμένοι και καταπιεσμένοι λαοί (Εβραίοι, Άραβες), τον τρόπο που συνυπάρχουν, τις ιστορικές τύχες τους. Αντιφασίστας ως το κόκαλο ο συγγραφέας, βλέπει με διαύγεια το χάσμα που χωρίζει απ’ την αρχή τον αντιχιτλερικό συνασπισμό. Γράφει ένα ουσιαστικά αντιιμπεριαλιστικό βιβλίο, δείχνοντας ότι «η πονηρή Αλβιών» δε συντρίβει συγκυριακά το ελληνικό κίνημα· την αποικιοκρατική της πολιτική τη γνωρίζουμε κιόλας απ’ τον τρόπο που ασκεί την κυριαρχία της πάνω στο λαό της Αιγύπτου. Με τον ίδιο τρόπο αποκαλύπτει τους στόχους της βασιλομεταξικής δεξιάς. Εμπνευσμένος παράλληλα από το όραμα της κοινωνικής αλλαγής, ο Τσίρκας δε διστάζει να καταγγείλει τα τρωτά του αριστερού κινήματος, να κατονομάσει τις ανασταλτικές δυνάμεις που φέρνει μέσα του, να διαμαρτυρηθεί με πάθος για την παραμόρφωση του οράματός του. Ένα βιβλίο λοιπόν που ανοίγει όλα τα μέτωπα.
[…]
Καινοτόμος ο Τσίρκας αλλά και κλασικός στη μορφή – γράφει τελικά ένα roman fleuve. Καταγγέλλει τους συμμάχους στο όνομα της αντιφασιστικής πάλης. Καταγγέλλει τους φορείς της εκτροπής μέσα στο αριστερό κίνημα στο όνομα των κοινωνικών αγώνων και του σοσιαλισμού, όχι από αντίκρυ. Αυτή την τελευταία «ιδιοτροπία» θα την πληρώσει με τη σοβαρότερη καταδίκη για έναν κομμουνιστή, την αφαίρεση της κομματικής του ιδιότητας. Και τα βιβλία του με μιαν έντονη επίθεση, που θα δώσει –ευτυχώς– αφορμή σε μια σύγκρουση αποκαλυπτική για τις νοοτροπίες, τα ήθη και τους προβληματισμούς εκείνου του καιρού. Η συζήτηση θα γίνει αιτία ν’ ακουστούν και φωνές με υψηλή ποιότητα και κριτική ευστοχία. Ακόμα, θα υποκινήσει ενδιαφέροντα σε νεότερους, θα συγκροτήσει κάποιες «παρατάξεις» μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αριστεράς. Προβλήματα που σοβούσαν, αναζητήσεις που γεννούσαν τα καινούρια διαβάσματα κι η καθημερινή πρακτική ενός κινήματος σε έξαρση και κρίση ταυτόχρονα θ’ αποκρυσταλλωθούν με αφορμή και τη συζήτηση γύρω από την Τριλογία. Οι φιλελεύθερες τάσεις θα βρουν ένα γνώριμο και πρόσφορο έδαφος για να συγκεκριμενοποιήσουν κάποιες θέσεις-θέματα της εποχής: το θέμα της σταλινικής πρακτικής μέσα στην κομματική λειτουργία, το αίτημα της ελεύθερης κριτικής, το πρόβλημα της δημιουργίας σε σχέση με τη στράτευση, της πνευματικής ελευθερίας. Η συζήτηση θα δώσει ακόμα έναυσμα σε ανιχνεύσεις του σταλινικού φαινομένου, της προσωπολατρίας, της αλλοτρίωσης μέσα στον αγώνα, ακόμα και της ίδιας της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η ιστορία του βιβλίου θα συνδεθεί με την ιστορία της ιδεολογικής διαμόρφωσης της αριστεράς μέσα στη δεκαετία του ’60, κι αυτό σε πολλούς χώρους. Γιατί, πέρα από τα άρθρα που γνωρίζουμε δημόσια, φαίνεται να υπάρχει μια ολόκληρη «φιλολογία» γύρω από το «πρόβλημα Τσίρκα», που τροφοδοτήθηκε από κομματικές συζητήσεις, αποφάσεις, τοποθετήσεις σε έντυπα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ανατολικές χώρες όπου λειτουργούσαν κομματικοί κι εκδοτικοί μηχανισμοί.
[…]
Πάνω στις Ακυβέρνητες Πολιτείες βαραίνει η διαγραφή του συγγραφέα τους. Για το μεγάλο κοινό πλανιέται κάτι παράξενο πίσω από μισόλογα και υπαινιγμούς. Μα για τους παροικούντας την Ιερουσαλήμ η «επίσημη» τοποθέτηση δεν μπορεί παρά να είναι καθοριστική, θετικά ή αρνητικά. Μια σειρά λοιπόν «εξωκαλλιτεχνικά» γεγονότα διαμορφώνουν την αντιμετώπιση του βιβλίου. Γεγονότα όμως που, είτε πείθουν είτε καταναγκάζουν, είναι φορτισμένα ιδεολογικά, κι απ’ αυτή την πλευρά μάς ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις τους, μια και κάπως έτσι, με λιγότερη ή περισσότερη αμεσότητα, πάντως μέσα στην ιδεολογία, διαμορφώνονται κριτήρια, μέσα στην ιδεολογία οργανώνεται η πνευματική ζωή.
Μια άλλη ιδιοτυπία είναι ότι τα «γεγονότα» σε σχέση με το μυθιστόρημα συμβαίνουν ενώ αυτό γράφεται ακόμα. Θέλω να πω ότι, από το 1960 ως το 1965 που εκδίδεται ο τελευταίος τόμος, ο συγγραφέας εξακολουθεί να συνθέτει ένα έργο που έχει κιόλας εμφανιστεί – εν μέρει και κριθεί. Τον Ιούλιο του 1961 τού ανακοινώνεται η διαγραφή του:
«Μου λένε:
– Άκουσε εδώ. Η Λέσχη σου συκοφαντεί τους λαϊκούς αγωνιστές και το κίνημα. Πρέπει να την αποκηρύξεις. Διαφορετικά…
– Σταθείτε, τους λέω, δε διαβάζετε σωστά. Και γιατί βιαζόσαστε; Τώρα γράφω το δεύτερο μέρος, θα υπάρξει και τρίτο, αν ζήσω. Τότε θα καταλάβετε καλύτερα.
Εκείνοι όμως ήταν ανένδοτοι: “Ή την αποκηρύχνεις ή…” Κι εγώ τους λέω:
– Πάρετε μόνοι σας την ευθύνη, εγώ βιβλία δεν καίω.
Τότε μου είπαν πως η απόφαση ήταν κιόλας βγαλμένη: “Ή… ή…” Κι εγώ αποκρίθηκα:
– Ό,τι βλέπω καταθέτω, μια μαρτυρία. Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο».
[…]
Σε ό,τι αφορά το ιδεολογικο-πολιτικό σκέλος της κριτικής που του έγινε, θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς τις επιπτώσεις. Ίσως θα μπορούσε να τις δείξει μια προσεκτική μελέτη των κειμένων σε δευτερεύοντα, υπόγεια στρώματα, όχι στις κεντρικές τους θέσεις. Εκείνο το «Δε διαβάζετε σωστά. Και γιατί βιαζόσαστε» που είχε πει τότε ο Τσίρκας υπαινισσόταν ακριβώς αυτή τη σύνθεση, αυτή την ολοκλήρωση της αποτίμησης ενός μεγάλου αγώνα που σκόπευε από την αρχή να κάνει. Ένα είναι βέβαιο: Για τη Νυχτερίδα δήλωσε πολλές φορές ότι την έγραψε για να δικαιώσει το κίνημα του Απρίλη του ’44. Η καταγγελία του κορυφώνεται με τη συγκλονιστική περιγραφή του κινήματος, κι ύστερα της καταδίκης του από το κόμμα, της συκοφάντησης των αγωνιστών. Η καταγγελία αυτή συνοψίζει όλη τη θέση του συγγραφέα για την εσωτερική τραγωδία της αριστεράς.
[…]
*Αποσπάσματα από ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που είχε συγγράψει το Δεκέμβριο του 1979 η λογοτέχνιδα και μεταφράστρια Χρύσα Προκοπάκη υπό τον τίτλο Η κριτική της αριστεράς και η «Τριλογία».
Το κείμενό της είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ο πολίτης» το 1980 (αρ. τεύχους 32, Ιανουάριος-Φεβρουάριος).
Ο Στρατής Τσίρκας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέα) γεννήθηκε στο Κάιρο στις 10 (23 με το νέο ημερολόγιο) Ιουλίου 1911 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 1980.
Ο Τσίρκας πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα νεότατος, το 1927, ενώ το καλοκαίρι του 1930 γνωρίστηκε με τον Καβάφη, γεγονός που αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο σταθμό της λογοτεχνικής ζωής του.
Το 1937 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια η πρώτη ποιητική συλλογή του Τσίρκα, που έφερε τον τίτλο «Φελλάχοι».
Στη συνέχεια ο Τσίρκας, που αντίκριζε τα πράγματα από την οπτική γωνία της Αριστεράς, άρχισε να ασχολείται και με άλλα είδη του γραπτού λόγου, το διήγημα, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, τις μελέτες και τις μεταφράσεις ξένων συγγραφέων.
Κορυφαίο έργο του Τσίρκα υπήρξε η τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» (ο τίτλος παραπέμπει σε ένα ποίημα που είχε συνθέσει ο Σεφέρης όταν βρισκόταν εξόριστος μαζί με την ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή), που τον καθιέρωσε ως σπουδαιότατο πεζογράφο, δίνοντας λάμψη και σε όλα τα άλλα έργα του, προηγούμενα και επόμενα.
Το τρίτομο μυθιστόρημα του Τσίρκα (α’ τόμος «Η λέσχη», 1961, β’ τόμος «Αριάγνη», 1962, γ’ τόμος «Η νυχτερίδα», 1965) αποτέλεσε τομή στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος χάρη στους νεωτερικούς τρόπους γραφής, στο αριστοτεχνικό μπόλιασμα της ρεαλιστικής γραφής με τις νεότερες τάσεις στην πεζογραφία.
Στα σημαντικότερα έργα του Τσίρκα συγκαταλέγονται τα διηγήματα «Αλλόκοτοι άνθρωποι» (1944), «Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός» (1947) και «Ο ύπνος του θεριστή» (1954), η νουβέλα «Νουρεντίν Μπόμπα» (1957), το μυθιστόρημα «Η χαμένη άνοιξη» (1976), συνδεδεμένο με τα Ιουλιανά του 1965, οι ποιητικές συλλογές «Το λυρικό ταξίδι» (1938) και «Προτελευταίος αποχαιρετισμός και το ισπανικό ορατόριο» (1946), καθώς και η μελέτη «Ο πολιτικός Καβάφης» (1971).
Πέρα από την καταξίωσή του στη συνείδηση του κοινού ως ενός αξιόλογου εργάτη του λόγου, ο Τσίρκας τιμήθηκε το 1959 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας για τη μελέτη του «Ο Καβάφης και η εποχή του».