Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών ο σπουδαίος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα.
Ο γαλλο-τσέχος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, Μίλαν Κούντερα, ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του ύστερου 20ου αιώνα.
Έχει συγγράψει τόσο στην τσέχικη όσο και στη γαλλική γλώσσα, ενώ έκανε επιμέλεια σε όλες τις γαλλικές μεταφράσεις των βιβλίων του, προσδίδοντάς τους ισχύ πρωτοτύπου και όχι μεταφρασμένου έργου. Κατόπιν λογοκρισίας, η κυκλοφορία των έργων του ήταν απαγορευμένη στη γενέτειρά του έως και την πτώση της κομμουνιστικής κυβέρνησης κατά τη βελούδινη επανάσταση του 1989.
Μίλαν Κούντερα: «Η βλακεία των ανθρώπων είναι ότι έχουν μια απάντηση για όλα»
Ζούσε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη μοίρα του. «Αυτό το όνειρο της επιστροφής δεν υπάρχει» είχε πει σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα ZEIT λέγοντας χαρακτηριστικά: «Έχω πάρει μαζί μου την Πράγα, τη μυρωδιά, τις γεύσεις της, τη γλώσσα, τα τοπία, τον πολιτισμό της». Πάντως και η λογοτεχνική του επιστροφή στην Τσεχία άργησε πολύ. Έργα του Κούντερα άρχισαν να κυκλοφορούν και στην Τσεχία από τη δεκαετία του 90, η δε «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», μόλις το 2006.
Το πιο γνωστό του έργο, που τού χάρισε παγκόσμια φήμη, είναι το μυθιστόρημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (σε μια επόμενη έκδοσή του στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης»), που πρωτοκυκλοφόρησε το 1984 και μεταφέρθηκε επιτυχημένα στον κινηματογράφο, το 1988, από τον Φίλιπ Κάουφμαν.
Από θεματική άποψη, ο Κούντερα συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο ως άτομο, ιδιαίτερα στα συναισθηματικά και υπαρξιακά του προβλήματα. Η γραφή του είναι συχνά πειραματική και κινείται μεταξύ δοκιμίου και μυθιστορήματος, ενώ το ύφος του, που φθάνει ως τον σαρκασμό, είναι συχνά επηρεασμένο από τον Κάφκα.
Βιογραφία
Ο Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας (σημερινής Τσεχίας) την 1η Απριλίου 1929. Γιος του πιανίστα και μουσικολόγου Λούντβικ Κούντερα (1891-1971), σπούδασε και ο ίδιος μουσική, καθώς και κινηματογράφο και φιλοσοφία, στην Πράγα. Ασχολήθηκε αρχικά με την ποίηση και εξέδωσε ποιήματά του την δεκαετία του ’50. Παράλληλα, εργαζόταν για τα προς το ζην είτε ως εργάτης είτε ως πιανίστας της τζαζ.
Το 1958, διορίστηκε επίκουρος καθηγητής λογοτεχνίας στην Κινηματογραφική Σχολή της Πράγας και πολλοί από τους πρωτεργάτες του Νέου Κύματος του τσεχοσλοβακικού κινηματογράφου, του Μίλος Φόρμαν συμπεριλαμβανομένου, ήταν μαθητές του.
Ύστερα από μια μελέτη για τον Απολινέρ (1958) και ένα δοκίμιο για την τέχνη του μυθιστορήματος (1960), αφιερωμένο στον Τσέχο μυθιστοριογράφο Βλάντισλαβ Βάντσουρα, ο Μίλαν Κούντερα αφοσιώθηκε στη δραματουργία και την πεζογραφία, εντυπωσιάζοντας με τη σαφήνεια και καθαρότητα του λόγου του και με το σπινθηροβόλο χιούμορ του.
Εν τω μεταξύ, από το 1948 είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της πατρίδας του, την χρονιά που επιβλήθηκε ο κομμουνισμός στην Τσεχοσλοβακία. «Ο κομμουνισμός με σαγήνευσε, όπως ο Στραβίνσκι, ο Πικάσο και ο σουρεαλισμός» είχε πει κάποτε. Διατήρησε πάντως την επαναστατική του διάθεση απέναντι στην νέα εξουσία και το 1950 αποβλήθηκε από το Κόμμα, επειδή έκανε ένα χοντρό αστείο σε ένα κυβερνητικό αξιωματούχο. Το 1956 επανεντάχθηκε, για να διαγραφεί οριστικά το 1970, λόγω της υποστήριξής του στην «Άνοιξη της Πράγας».
Το 1962, ο Κούντερα παρουσίασε το πρώτο του θεατρικό έργο «Οι Κλειδοκράτορες», που εκτυλίσσεται στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Τσεχοσλοβακία και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές στην πατρίδα του, καθώς θεωρήθηκε ως μια από τις κορυφαίες δημιουργίες της μετα-σταλινικής περιόδου. Στην χώρα μας, το έργο ανέβηκε το 1973 από τον θίασο Ληναίου- Φωτίου και απαγορεύτηκε από την χούντα.
Το 1967, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα – και ίσως το πιο πολιτικό – με τίτλο «Το Αστείο», που αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει γνωστός κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο. Πρόκειται για μια σάτιρα του υπαρκτού σοσιαλισμού, που έγινε το «ευαγγέλιο» των υπέρμαχων της «Άνοιξης της Πράγας», που πίστευαν σ» ένα σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ο συγγραφέας υπέστη διώξεις, στρατεύτηκε υποχρεωτικά και τα βιβλία του αποσύρθηκαν από τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Τα μυθιστορήματα «Η ζωή είναι αλλού» (1973) και «Το βαλς τού αποχαιρετισμού» (1973), που ακολούθησαν, συνθέτουν μια τριλογία.
Το 1975, ο Μίλαν Κούντερα κατέφυγε στη Γαλλία μαζί με την σύζυγό του Βέρα Χραμπάνκοβα και το 1981 έλαβε τη γαλλική υπηκοότητα, αφού προηγουμένως το κομμουνιστικό καθεστώς της πατρίδας του τού είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια. Το 1979, κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα επί γαλλικού εδάφους με τίτλο «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», που κινείται σε πιο πειραματική γραφή, όπως και τα επόμενα
του.
Το 1984 ήταν χρονιά θριάμβου για το Μίλαν Κούντερα. Το μυθιστόρημά του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» – ίσως το πιο ερωτικό του – αποτέλεσε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία και τον έκανε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης. Το έργο, που μεταφέρθηκε επιτυχημένα στην μεγάλη οθόνη από τον αμερικανό σκηνοθέτη Φίλιπ Κάουφμαν, είναι τοποθετημένο στην Τσεχοσλοβακία του 1968, την εποχή της «Άνοιξης της Πράγας» και λίγο πριν από την σοβιετική εισβολή, με ήρωα έναν χειρουργό και διανοούμενο ονόματι Τόμας, που είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην αγάπη και την ελευθερία, την πολιτική και τον έρωτα.
Τα επόμενα χρόνια παρέμεινε συγγραφικά ενεργός με τα μυθιστορήματα: «Αθανασία» (1990), «Η βραδύτητα» (1995), «Η Ταυτότητα» (1998), «Η Άγνοια» (2000) και το πιο πρόσφατο «Η Γιορτή της Ασημαντότητας».
Ο Μίλαν Κούντερα έχει τιμηθεί με πλήθος βραβείων και σύμφωνα με τους γνωρίζοντες αρκετές φορές ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Είπε
- Η πηγή του άγχους βρίσκεται στο μέλλον. Αν μπορείς να κρατήσεις το μέλλον έξω από το μυαλό σου, μπορείς να ξεχάσεις τις στεναχώριες σου
- Όταν η καρδιά μιλάει, το μυαλό το θεωρεί μεγάλη απρέπεια να φέρει αντίρρηση
- Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη
- Καμιά πράξη δεν είναι από μόνη της καλή ή κακή. Μόνο η θέση της στην τάξη των πραγμάτων την κάνει καλή ή κακή
- Τα ζώα δεν διώχτηκαν ποτέ από τον Παράδεισο…
- Η βλακεία των ανθρώπων είναι ότι έχουν μια απάντηση για όλα. Η σοφία των μυθιστορημάτων είναι ότι έχουν μια ερώτηση για όλα