Ερευνητές που μελετούν γενετικούς παράγοντες που επιδεινώνουν την Covid-19 αναφέρουν ότι εντόπισαν ένα γονίδιο που αυξάνει τον κίνδυνο συμπτωμάτων που επιμένουν για καιρό μετά την αρχική λοίμωξη, μια μυστηριώδη πάθηση που ονομάστηκε long Covid.
Η μελέτη, η οποία δεν έχει υποβληθεί ακόμα σε ανεξάρτητο έλεγχο και παρουσιάζεται ως προδημοσίευση, συνδέει τη μακρά Covid με γενετικές αλληλουχίες κοντά γονίδιο FOXP4, το οποίο εκφράζεται κυρίως στους πνεύμονες και ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Ο μηχανισμός μέσω του οποίου αυξάνει τον κίνδυνο παραμένει ωστόσο ασαφής.
Οι ερευνητές τονίζουν πάντως ότι η μελέτη τους είναι μόνο η αρχή, δεδομένου ότι η μακρά Covid μπορεί να συνδέεται με πολλά ακόμα γονίδια που μένει να ανακαλυφθούν.
Η ανάλυση εντάσσεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Covid-19 Host Genetics Initiative, το οποίο εδώ και τρία χρόνια διερευνά τους γενετικούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για σοβαρή Covid. Μεταξύ άλλων έχει εντοπίσει γονίδια που αφορούν το ανοσοποιητικό σύστημα και τον μηχανισμό που επιτρέπει την είσοδο του κοροναϊού στα κύτταρα.
Στη νέα μελέτη, η ομάδα του Χούγκο Ζέμπεργκ, γενετιστή του Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Σουηδίας, επανεξετάζει δεδομένα από 22 προηγούμενες μελέτες για 6.500 ασθενείς long Covid σε 16 χώρες.
Η ανάλυση έδειξε ότι μια αλληλουχία του DNA που βρίσκεται κοντά στο γονίδιο FOXP4 αυξάνει τον κίνδυνο long Covid κατά 60%.
Το ίδιο το FOXP4 είχε βρεθεί σε προηγούμενες μελέτες να αυξάνει την πιθανότητα σοβαρής Covid-19 και η νέα μελέτη υποδεικνύει ότι συνδέεται επίσης με τον καρκίνο του πνεύμονα.
Η αλληλουχία που αναγνωρίζει η νέα ανάλυση «έχει πολύ μεγαλύτερη επίδραση στην long Covid από ό,τι στη βαρύτητα της νόσου» δήλωσε ο Ζέμπεργκ στον δικτυακό τόπο του Nature.
Είναι πάντως σίγουρο ότι απαιτούνται περαιτέρω γενετικές μελέτες για τη μακρά Covid, η οποία παραμένει εν πολλοίς μυστηριώδη και έχει συνδεθεί με περισσότερα από 200 συμπτώματα, όπως κόπωση, δύσπνοια και δυσκολίες στη μνήμη και τη συγκέντρωση.
Η ανακάλυψη τυχόν παραγόντων κινδύνου αφενός θα επέτρεπε την αναγνώριση των ασθενών που κινδυνεύουν περισσότερο, αφετέρου θα βοηθούσε στο να κατανοηθούν οι μηχανισμοί της πάθησης.