Τα ακίνητα είναι ο κλάδος που αντιμετωπίζει τα περισσότερα προβλήματα στην Ευρώπη, κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, λόγω της αυξανόμενης πίεσης στη ρευστότητα και της συμπίεσης της κερδοφορίας.
Τα υψηλότερα επιτόκια, το αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και η πτώση της ζήτησης για χώρους γραφείων «ασκούν έντονη πίεση στην αγορά», σύμφωνα με την έκθεση Weil European Distress Index. Η μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από τη δικηγορική εταιρεία Weil, Gotshal & Manges LLP, συγκεντρώνει δεδομένα από περισσότερες από 3.750 εισηγμένες ευρωπαϊκές εταιρείες.
Στην αγορά κατοικιών, η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει επίσης την οικονομική προσιτότητα των κατοικιών, αμβλύνοντας τις προοπτικές για τις τιμές των κατοικιών, σύμφωνα με την έκθεση.
Ο τομέας του λιανικού εμπορίου και των καταναλωτικών αγαθών ήταν ο δεύτερος πιο πιεσμένος στην Γηραιά Ήπειρο, καθώς η κρίση κόστους ζωής συνέχισε να περιορίζει τις δαπάνες των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Εν τω μεταξύ, η δυσφορία μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών οδηγήθηκε στο υψηλότερο επίπεδό της από τον Οκτώβριο του 2020, με την απότομη επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών της αγοράς να οδηγεί τη συνολική άνοδο.
Η αύξηση της δυσφορίας είναι πιθανό να αντανακλά την πρόσφατη κατάρρευση της Silicon Valley Bank και την αναγκαστική πώληση της First Republic, προκαλώντας εύλογες ανησυχίες για τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης, σύμφωνα με τη μελέτη. «Η υποστηριζόμενη από το κράτος συμφωνία διάσωσης της Credit Suisse από την UBS προκάλεσε επίσης ανησυχία στους επενδυτές, αν και οι κίνδυνοι φαίνεται να παραμένουν περιορισμένοι, προς το παρόν», σύμφωνα με την έκθεση.
Ο πληθωρισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο
Οι εταιρείες στο Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθούσαν να είναι οι πιο πιεσμένες, καθώς ο πληθωρισμός στη χώρα παραμένει «πεισματικά» υψηλός και η πτώση του προς το ποσοστό – στόχο της Τράπεζας της Αγγλίας στο 2% είναι πιο αργή από το αναμενόμενο. Ο δομικός πληθωρισμός έφτασε στο 7,1% τον Μάιο.
Οι γερμανικές εταιρείες παρέμειναν οι δεύτερες πιο πιεσμένες, στα υψηλότερα επίπεδα από τον Νοέμβριο του 2020. Η αύξηση «αντανακλά μια ασθενέστερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, η οποία οδηγήθηκε σε ύφεση το πρώτο τρίμηνο του 2023», ανέφερε η έκθεση.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, τα επίπεδα δυσφορίας ήταν κάτω του μέσου όρου λόγω της έκτακτης κρατικής υποστήριξης, ιδίως γύρω από την ενεργειακή κρίση πέρυσι. Καθώς αυτή η υποστήριξη έχει πλέον σταματήσει, οι δυσκολίες αναμένεται να γίνουν πιο εμφανείς, δήλωσαν οι Andrew Wilkinson και Neil Devaney, εταίροι στην πρακτική αναδιάρθρωσης της Weil.
«Θα δούμε περισσότερες εταιρείες που δεν μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους με όρους που συνάδουν με το επιχειρηματικό τους σχέδιο και το νέο κόστος του χρέους θα χρειαζόταν σημαντική ρευστότητα», επισήμανε ο Wilkinson.
Πηγή: ΟΤ