Σε ένα πιο περιοριστικό δημοσιονομικό προσανατολισμό για το 2024, ιδίως μέσω της σταδιακής κατάργησης των μέτρων ενεργειακής στήριξης, προσανατολίζεται και η Ελλάδα, κάτι που αποτυπώθηκε και στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup.
Είναι σαφές ότι η επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων σε συνδυασμό τα υψηλά πλεονάσματα που θα πρέπει να πετύχει η χώρα μας από του χρόνου και έπειτα αναμένεται να δημιουργήσει μια δημοσιονομική πίεση στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε, το 2024 θα χρειαστεί να επιτευχθεί διπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με τη φετινή χρονιά.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά να υπάρξει και «ταβάνι» στις δαπάνες. Σύμφωνα με τη γενική ρήτρα που έχει θέσει η Κομισιόν, η ετήσια αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 2,6%. Για να εφαρμοστεί αυτό στην Ελλάδα, οι παροχές δεν θα πρέπει να υπερβούν τα 2,6 – 2,7 δισ. ευρώ.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα με δεδομένο το υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να επιστρέψει σε μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, όπως άλλωστε προβλέπει και το Πρόγραμμα Σταθερότητας. Με βάση το Μεσοπρόθεσμο 2023 – 2026 που κατατέθηκε τον Απρίλιο στην Κομισιόν, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ για το 2023 από 0,7% του ΑΕΠ που ήταν η εκτίμηση στον προϋπολογισμό για να ανέβει στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026.
Τι λένε οι Ευρωπαίοι
«Βρισκόμαστε σε σημείο καμπής για τα δημόσια οικονομικά μας, μετά από 7 χρόνια επεκτατικής πολιτικής», δήλωσε ο πρόεδρος του Eurogroup, Πασκάλ Ντόναχιου. Ωστόσο αυτή η απαραίτητη επεκτατική πολιτική, λόγω των επιπτώσεων πολλών κραδασμών, δημιούργησε επίσης υψηλά χρέη που τώρα πρέπει οι χώρες της ευρωζώνης να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν, πρόσθεσε ο ίδιος.
Όπως επισημαίνεται στη δήλωση του Eurogroup, ο Πασκάλ Ντόναχιου τόνισε για τη δημοσιονομική πολιτική του 2024 ότι στόχος είναι να επιδιωχθεί «μια σταδιακή και ρεαλιστική δημοσιονομική εξυγίανση» που περιλαμβάνει επίσης μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα επιτρέπει την αύξηση των επενδύσεων, τόσο μέσω δημόσιων όσο και ιδιωτικών πηγών και της Διευκόλυνσης Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλων μηχανισμών της ΕΕ.
Ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, εξέφρασε την ικανοποίησή του που η δήλωση του Eurogroup είναι σύμφωνη με τις δημοσιονομικές συστάσεις που παρουσίασε η Επιτροπή τον Μάιο. Τόνισε ότι ο επεκτατικός δημοσιονομικός προσανατολισμός των τελευταίων τριών ετών, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ήταν καθοριστικός για τη στήριξη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ έναντι των κραδασμών της πανδημίας και του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των τιμών της ενέργειας που αυτό προκάλεσε.
Η πρόκληση για το χρέος
Την ίδια στιγμή, σημαντικό ζήτημα αποτελεί το ελληνικό χρέος, παρά τη μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυρίως λόγω του πληθωρισμού. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης που παρακολουθούν οι θεσμοί αναμένεται να μειωθεί σε 162,6% του ΑΕΠ το 2023, 150,8% το 2024, 142,6% το 2025 και 135,2% το 2026.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλό μεσοπρόθεσμο κίνδυνο βιωσιμότητας διαπιστώνει η Κομισιόν για το ελληνικό χρέος σε έκθεση που κατάρτισε, σύμφωνα με πληροφορίες. Μεσοπρόθεσμα, ο κίνδυνος για το ελληνικό χρέος προέρχεται από την αντικατάσταση φθηνών δανείων με ευνοϊκούς όρους που έχει λάβει η χώρα από την Ευρώπη με ακριβότερα δάνεια που θα λαμβάνουμε από την αγορά ομολόγων.
Η αβεβαιότητα
Η Κομισιόν τονίζει ότι οι προβλέψεις που κάνει στο βασικό της σενάριο περιβάλλονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, μαζί με άλλες οκτώ χώρες που παρουσιάζουν ιστορικά υψηλή μεταβλητότητα του χρέους και υψηλό επίπεδο χρέους, αντιμετωπίζουν και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την πορεία του χρέους τους μεσοπρόθεσμα. Ο κίνδυνος, εν προκειμένω, είναι να υπάρξει τελικά χειρότερη πορεία του χρέους από την προβλεπόμενη.
Η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους διαπιστώνει ότι οκτώ κράτη μέλη αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με το DSA, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα είναι το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλία και η Σλοβακία.
Επιπλέον, έντεκα επιπλέον κράτη μέλη αντιμετωπίζουν μέτριους κινδύνους και συγκεκριμένα η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Γερμανία, η Κροατία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβενία και η Φινλανδία, με συνολικά συνεκτικές ενδείξεις στα διάφορα εξεταζόμενα σενάρια. Τα υπόλοιπα οκτώ κράτη μέλη ταξινομούνται ως χαμηλού κινδύνου. Πρόκειται για τη Δανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και τη Σουηδία.
Πηγή: ΟΤ