Οταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επανεξελέγη στην προεδρία της Τουρκίας, τον Μάιο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έσπευσε να τον συγχαρεί αποκαλώντας τον «αγαπητό φίλο».
Οταν ο ρώσος πρόεδρος αντιμετώπισε, τον περασμένο μήνα, τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα αμφισβήτηση της εξουσίας του, την ανταρσία της Wagner, ο τούρκος ομόλογός του έσπευσε να του εκφράσει την «πλήρη στήριξή» του.
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Τουρκία έχει ενισχύσει τις οικονομικές της σχέσεις με τη Ρωσία, προσφέροντάς της μία «πίσω πόρτα» για την παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων. Πούτιν και Ερντογάν άλλωστε μοιράζονται μια επιθυμία αμφισβήτησης της δυτικής κυριαρχίας. Προ μηνών ο τούρκος πρόεδρος είχε διαβεβαιώσει πως η χώρα του βρίσκεται πιο κοντά στη Μόσχα παρά στην Ουάσιγκτον.
Παράλληλα, κατήγγειλε τη Σουηδία ότι υποθάλπει «καθάρματα και τρομοκράτες» και έφτασε σε σημείο να της πει να «μην μπαίνει στον κόπο» της υποψηφιότητάς της για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Μέσα σε λίγες ημέρες
Και εν τούτοις, μέσα σε λίγες μόνο μέρες ο τούρκος πρόεδρος υποδέχθηκε (για πρώτη φορά από την αρχή της ρωσικής εισβολής) στην Κωνσταντινούπολη τον ουκρανό ομόλογό του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, χαιρετίζοντας τη φιλία ανάμεσα στα δύο έθνη και λέγοντας πως «αξίζει» στην Ουκρανία να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ· έστειλε πίσω στο Κίεβο, μαζί με τον Ζελένσκι, πέντε ουκρανούς στρατιωτικούς διοικητές από τη μαρτυρική Μαριούπολη που είχαν απελευθερωθεί στο πλαίσιο ανταλλαγής αιχμαλώτων τον περασμένο Σεπτέμβριο υπό τον όρο να παραμείνουν έως το τέλος του πολέμου στην Τουρκία· και ως «κερασάκι», ήρε το βράδυ της Δευτέρας, λίγο προτού ξεκινήσει η ΝΑΤΟϊκή σύνοδος κορυφής στο Βίλνιους, το πολύμηνο βέτο του στην ένταξη της Σουηδίας.
Επέτρεψε έτσι στον Τζο Μπάιντεν να επισκεφθεί χθες το Ελσίνκι και να συμμετάσχει σε σύνοδο κορυφής με τους ηγέτες της Φινλανδίας, της Σουηδίας, της Δανίας, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, χαρακτηρίζοντας τη Φινλανδία, που εντάχθηκε τον Απρίλιο, «εξαιρετικό απόκτημα» για το ΝΑΤΟ και χαιρετίζοντας τη μελλοντική ένταξη της Σουηδίας στη Συμμαχία.
Νομικά εμπόδια
Την ίδια ώρα, βέβαια, το Ανώτατο Δικαστήριο της Σουηδίας έκρινε πως υπάρχουν νομικά εμπόδια στην έκδοση δύο Τούρκων, που σύμφωνα με την Αγκυρα είναι μέλη της «τρομοκρατικής οργάνωσης» του Φετουλάχ Γκιουλέν, περιπλέκοντας δυνητικά την πορεία της χώρας προς το ΝΑΤΟ.
Γιατί ο Ερντογάν έχει ξεκαθαρίσει πως το τουρκικό κοινοβούλιο δεν πρόκειται να επικυρώσει την ένταξή της πριν από τον Οκτώβριο, και στο μεταξύ αναμένει πολλές παραχωρήσεις – και από την ίδια τη Σουηδία, και από το ΝΑΤΟ και από την ΕΕ. Αλλά όλα αυτά δεν εμπόδισαν φιλοκυβερνητικούς τούρκους αναλυτές να χαιρετίσουν την έλευση μιας «νέας εποχής για τις τουρκο-δυτικές σχέσεις». Ούτε ρώσους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές να ζητήσουν – παρά τη μετρημένη αντίδραση του ίδιου του Κρεμλίνου – να χαρακτηριστεί η Τουρκία «μη φιλική χώρα».
Είναι πολύ νωρίς να πει κανείς αν αυτή η φιλοδυτική «στροφή» του Ερντογάν είναι κάτι περισσότερο από μια κίνηση τακτικής. Στο crash test «Ερντογάν με Δύση» versus «Ερντογάν με Πούτιν», η μόνη σταθερά είναι οι συναλλακτικές σχέσεις του τούρκου προέδρου και με τα δύο «στρατόπεδα».
Η Αγκυρα εξαρτάται από τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, και η Μόσχα αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη Συρία, αναμένεται να διατηρήσει λοιπόν θερμές σχέσεις με τη Ρωσία. Από την άλλη, χρειάζεται κατεπειγόντως επενδύσεις από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση της Τουρκίας. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, επιβεβαιώνεται η διάσημη ρήση: «Είναι η οικονομία, ανόητε».
Η οικονομία, συν τις ευρύτερες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας, χωρίς να ξεχνάμε φυσικά και τα F-16 που θέλει από την Ουάσιγκτον, και για τα οποία είναι διατεθειμένη να δώσει ακόμα και «εγγυήσεις ασφαλείας» στην Ελλάδα.