Η διαπίστωση ότι ο πληθωρισμός επιμένει στις αναπτυγμένες οικονομίες, σε πείσμα των αλλεπάλληλων αυξήσεων των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, έχει εκ των πραγμάτων ανοίξει τη συζήτηση για το πόσο μπορούμε να στηριζόμαστε σε μια σύλληψη του πληθωρισμού ως ενός φαινομένου που μπορεί να αντιμετωπιστεί με μακροοικονομικές παρεμβάσεις που Θα κατατείνουν σε μια υφεσιακή δυναμική. Δηλαδή, να αυξάνουν τα επιτόκια, ώστε να επιβραδύνεται η οικονομική δραστηριότητα, οι επιχειρήσεις να απολύουν εργαζομένους, οι πραγματικοί μισθοί να υποχωρούν, η ζήτηση να μειώνεται και τελικά να υποχωρούν και οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.
Πληθωρισμός πωλητών
Δεν είναι τυχαία η απήχηση των απόψεων που υποστηρίζουν ότι η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στην υπερβάλλουσα ζήτηση, αλλά μάλλον στον τρόπο που αρθρώνεται η προσφορά, δηλαδή στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία του «ανοίγματος» της οικονομίας μετά την πανδημία και την αυξημένη ζήτηση, αλλά ακόμη και τα διάφορα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, για να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους, με αποτέλεσμα έναν «πληθωρισμό πωλητών», όπως υποστήριξαν δυο οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ, η Isabella Weber και ο Evan Wasner.
Μάλιστα η Weber επανήλθε πρόσφατα στο θέμα αυτό επιμένοντας ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά από τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970. Τότε αυτός μπορούσε να αποδοθεί στο πώς τα συνδικάτα στις αναπτυγμένες οικονομίες κατάφεραν να προστατευτούν από το σοκ του πετρελαίου, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα πέραν της αύξησης της τιμής των καυσίμων να είναι περισσότερο το εργατικό κόστος που τροφοδοτούσε την αύξηση του πληθωρισμού, κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Και είναι αλήθεια ότι τα στοιχεία που επεξεργάζονται οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί τείνουν να δικαιώνουν αυτή τη θέση. Για παράδειγμα, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ εκτιμούν ότι για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη ευθύνονται κατά 45% τα εταιρικά κέρδη, κατά 40% το κόστος των εισαγωγών και μόνο κατά 25% το εργατικό κόστος, με μόνο τη μείωση της φορολογίας να λειτουργεί στην αντίστροφη κατεύθυνση. Αυτός σημαίνει ότι μια πολιτική που θα επικέντρωνε στο να μειώσει την απασχόληση και το εργατικό κόστος δεν θα οδηγούσε σε υποχώρηση του πληθωρισμού και ιδίως του «δομικού πληθωρισμού» που αυτή στιγμή είναι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος των Κεντρικών Τραπεζών και των κυβερνήσεων, γιατί ενώ συνολικά ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει αρκετά, εντούτοις ο δομικός πληθωρισμός, αυτό που εξαιρεί προϊόντα με μεγάλες διακυμάνσεις όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα.
Παρενέργειες από την άνοδο των επιτοκίων
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι η άνοδος των επιτοκίων ως βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού έχει διάφορες «παρενέργειες», που έχουν ήδη φανεί σε διάφορες οικονομίες. Καταρχάς επειδή αυτές οι αυξήσεις έρχονται μετά από μια μακρά περίοδο πολύ χαμηλών επιτοκίων, αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες που είχαν επενδύσει πολύ σε ομόλογα με τα προηγούμενα χαμηλά επιτόκια, τώρα βλέπουν να μειώνεται σημαντική η αποτίμηση ενός μέρους του ενεργητικού τους. Ο δεύτερος είναι ότι καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν, ως τρόπο για να έχουν κέρδη, σημαντική απόσταση ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων, αυτό τις κάνει ευάλωτες στο ενδεχόμενο μαζικών αποσύρσεων καταθέσεων για αναζήτηση καλύτερων τοποθετήσεων. Όταν οι δύο παράμετροι συνδυάζονται, τότε υπάρχει ο κίνδυνος τράπεζες να αναγκαστούν να παραδεχτούν τις μειώσεις στην αποτίμηση του κεφαλαίου τους, να προσπαθήσουν να απαντήσουν με ρευστοποίηση στοιχείων ενεργητικού, αυτό να εκληφθεί ως ένδειξη αδυναμίας και τελικά να πυροδοτηθεί μια καταστροφική φυγή καταθέσεων, όπως έδειξε και το παράδειγμα της Silicon Valley Bank.
Αυτό δεν έχει αποτρέψει ορισμένους να επιμένουν ότι το πρόβλημα παραμένουν οι «υπερθερμασμένες» αγοράς εργασίας. Σε ένα κοινό τους κείμενο εργασίας ο πρώην επικεφαλής της FED Μπεν Μπερνάνκε και ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ, παρότι παραδέχονται τη συνθετότητα της τρέχουσας αύξησης του πληθωρισμού και δεν την αποδίδουν στους μισθούς, όμως εντέλει επιμένουν ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση εργασίας, άρα λιγότερο «σφιχτές» αγορές εργασίας, δηλαδή μια ορισμένη αύξηση της ανεργίας.
Στον αντίποδα όσοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην «απληστία κερδών», αυτό που περιγράφεται ως greedflation, προσκρούουν πάνω στη διαπίστωση ότι είναι πολύ δύσκολο απλώς να πειστούν οι επιχειρήσεις να έχουν μικρότερα κέρδη – ιδίως όταν ο σκοπός μιας επιχείρησης είναι να έχει κέρδη. Δηλαδή, πέραν της διαπίστωσης, που δείχνει να είναι διάχυτη στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, δεν έχει βρεθεί κάποιος τρόπος να «πειστούν» να μην αυξάνουν τις τιμές, ιδίως όταν αυτό αντισταθμίσει τη μείωση των πωλήσεων, ιδίως από τη στιγμή που οι «διοικητικές» παρεμβάσεις στις τιμές (είτε με τη μορφή ορίων είτε με τη μορφή επιδοτήσεων) θεωρούνται εκτός συζήτησης, παρότι χώρες που το δοκίμασαν, όπως η Ισπανία είχαν συγκριτικά μικρότερη αύξηση του πληθωρισμού. Από την άλλη, οι εκκλήσεις για περισσότερο ανταγωνισμό απλό ευχολόγιο σε αγορές τυπικά απελευθερωμένες.
Παράμετροι που δεν συζητιούνται
Την ίδια δύο κρίσιμες παράμετροι δεν συζητιούνται στην κλίμακα που θα έπρεπε. Ο ένας είναι οι αλλαγές στην εταιρική ιδιοκτησία και διακυβέρνηση, με την αυξανόμενη βαρύτητα των επενδυτικών funds αλλά και συνολικά την προσπάθεια άντλησης κεφαλαίων από τις «αγορές», που καθιστούν «υποχρεωτικά» τα υψηλά περιθώρια κέρδους, μια που αυτό ακριβώς αναζητούν μέτοχοι και «επενδυτές».
Ο άλλος αφορά την παραγωγικότητα – τον βασικό μηχανισμό που θα μπορούσε να διευρύνει τα περιθώρια κέρδους χωρίς αύξηση των τιμών – που παρά τις σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες δεν δείχνει να εκτινάσσεται, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες οικονομίες.