Ηρθε η ώρα να συζητήσουμε με τη δέουσα σοβαρότητα για το Αρθρο 16 του Συντάγματος. Ουσιαστικά, ούτε ευκαιριακά, ούτε δημαγωγικά. Χωρίς να μετατρέψουμε τη συζήτηση σε εργαλείο προς ικανοποίηση μικροκομματικών επιδιώξεων, όπως συνέβη στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της αναθεώρησης του Συντάγματος το 2007.
Και δεν αρκεί να συζητήσουμε την αλλαγή ενός Αρθρου του Συντάγματος αν δεν συζητήσουμε με τι θα το αντικαταστήσουμε. Οι νέες διατυπώσεις, ποιες αξίες θα αντανακλούν, ποιες δομές και πρακτικές θα ενισχυθούν ώστε να μπορούμε ως Ελληνισμός να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις της εποχής;
Ξεκινώ από το πρώτο, τις αξίες μας. Το Αρθρο 16 εμπεδώνει τη δωρεάν παιδεία. «Ολοι οι Ελληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας», που θέσπισε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964.
Αυτή η κατάκτηση, όχι μόνο δεν πρέπει να ανατραπεί, αλλά θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι σήμερα, στην ουσία, δωρεάν παιδεία δεν παρέχεται. Η ελληνική οικογένεια βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη για τη μόρφωση των παιδιών, σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης.
Δύο είναι οι επιπτώσεις: διογκώνεται το δημογραφικό πρόβλημα και εντείνονται οι ανισότητες. Οι πλουσιότεροι απολαμβάνουν προνόμια και ευκαιρίες, ενώ οι μεσαίες και φτωχότερες τάξεις περιθωριοποιούνται. Υπονομεύεται η κοινωνική συνοχή και η δημοκρατία.
Δεύτερον, το Αρθρο 16 δηλώνει ότι «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες». Και ως προς αυτήν τη δημοκρατική προσταγή του Συντάγματος, έχουμε αποτύχει παταγωδώς, καθώς έχει επικρατήσει μια φοβική και συγκεντρωτική αντίληψη από την οποία διακατέχεται η συντηρητική παράταξη και η ΝΔ, αντίληψη που πρακτικά αποτυπώθηκε και στο Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης, το 1975.
Η θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ήταν σαφής. Είχε μιλήσει για την ανάγκη οι κοινωνικοί φορείς, δηλαδή η ΓΣΕΕ, οι συνεταιρισμοί, τα επιμελητήρια, η τοπική αυτοδιοίκηση, να έχουν τη δυνατότητα αυτόνομα, ελεύθερα, να ιδρύουν και να λειτουργούν ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Θεωρητικά, ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, μπορούν να το πράξουν και με το σημερινό Σύνταγμα.
Τι συνέβη τελικά; Η ΝΔ όχι μόνο εμπνεύστηκε, πρότεινε και ψήφισε το Αρθρο 16, το οποίο συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», αλλά δημιούργησε μια δομή κεντρικού, γραφειοκρατικού ελέγχου των δημοσίων πανεπιστημίων που σήμερα τα «πνίγει».
Ακόμη και ο τρόπος χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, τα καθιστά απολύτως εξαρτημένα από την πελατειακή διαχείρισή τους και επιπλέον δυσκολεύει άλλους φορείς, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, να δημιουργήσουν ανεξάρτητα πανεπιστήμια.
Προφανώς, η ΝΔ ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων γιατί ήταν μήτρα των φοιτητικών κινημάτων της εποχής, αλλά και νέων καινοτόμων και ανατρεπτικών ιδεών.
Αυτές οι δομές, εμπέδωσαν ένα καθηγητικό κατεστημένο και έναν φοιτητικό συνδικαλισμό πελατειακής εξάρτησης από το συγκεντρωτικό κράτος και τελικά εμπόδισαν τις προσπάθειες μεγάλων αλλαγών, κάτι που επιχειρήσαμε και το 2011, αλλά ανετράπη το 2012!
Η εξάρτηση των πανεπιστημίων, από έναν σοβιετικού τύπου κρατικό έλεγχο, που καταλήγει σε έναν ελληνικού τύπου κρατικό πελατειασμό, έχουν στερήσει τα πανεπιστήμιά μας από μια σοβαρή και αυτόνομη αυτοδιοίκηση, από την ελευθερία και την ευελιξία στον προγραμματισμό για νέα αντικείμενα σπουδών και έρευνας. Παράλληλα, έχουν εμποδίσει την εμπέδωση πρακτικών λογοδοσίας, αξιολόγησης και ευθύνης απέναντι στο δημόσιο συμφέρον. Πώς να αξιολογηθούν σωστά και ουσιαστικά, όταν την ευθύνη των αποφάσεων και του οικονομικού προγραμματισμού την έχει η κεντρική γραφειοκρατία και ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας;
Οι δομές αυτές εντέλει, δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα να έχει ένα δημόσιο σύστημα παιδείας που να αξιοποιεί το τεράστιο και ικανό επιστημονικό δυναμικό του Ελληνισμού, εντός και εκτός Ελλάδας.
Τα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει και μπορούν να προσφέρουν:
– Στην περιφερειακή ανάπτυξη, συνδέοντας εκπαίδευση, καινοτομία και έρευνα με τις οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές ανάγκες κάθε περιοχής. Τα πανεπιστήμια παραμένουν αποκομμένα από τον σχεδιασμό της ανάπτυξης των τοπικών οικονομιών, περιορίζονται σε έναν επιφανειακό ρόλο, με έμφαση στην εστίαση και την κατοικία.
– Στην παροχή παιδείας που ανοίγει ορίζοντες, δεν εγκλωβίζει τους νέους σε μια στενή κατάρτιση, αποστήθιση και απονομή ενός πτυχίου που τους βάζει σε αδιέξοδο επαγγελματικό μονόδρομο ή σε πορεία μετανάστευσης.
– Στην παροχή ποιοτικών σπουδών, οι οποίες συμβάλλουν στην κάλυψη της τεράστιας ζήτησης για πανεπιστημιακή εκπαίδευση που υπάρχει διεθνώς. Η Ελλάδα, θα μπορούσε να αναδείξει την ποιοτική παιδεία ως τη βαριά της βιομηχανία διεθνώς, αξιοποιώντας και το τεράστιο επιστημονικό δυναμικό του Ελληνισμού.
– Στην προετοιμασία των νέων, αλλά και διά βίου της κοινωνίας μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις μεγάλες αλλαγές της εποχής.
Εκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, με τίτλο «Πρόβλεψη και Στρατηγική», μιλά για «συνεχιζόμενες και πολλαπλές κρίσεις», τονίζοντας ότι «νέες συγκρούσεις και κλιμάκωση των υφιστάμενων, μαζικές εκτοπίσεις, οικονομικές κρίσεις ή πανδημίες, είναι παραδείγματα πιθανών κρίσεων στο μέλλον». Μαζί βέβαια και η πρωτοφανούς μεγέθους ανάγκη μετάβασης, λόγω κλιματικής αλλαγής, στην πράσινη και δίκαιη οικονομία, καθώς και η ανάγκη δημοκρατικού ελέγχου των νέων τεχνολογιών, όπως της τεχνητής νοημοσύνης. Η Εκθεση θεωρεί την παιδεία καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο για τις νέες τεχνολογίες, τα νέα επαγγέλματα και τη μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή εποχή, αλλά και για τον δημοκρατικό – συμμετοχικό πολιτισμό και τον πολίτη. Για την εμπέδωση και προστασία της δημοκρατίας μας.
Ναι λοιπόν, πρέπει να αλλάξει το Αρθρο 16 του Συντάγματος. Για να απελευθερωθεί, αποκεντρωθεί και ενδυναμωθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Για να ρυθμιστεί επιτέλους ο χώρος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που θεωρητικά και μόνο δεν υπάρχουν, γιατί έτσι λέει το Σύνταγμα. Κλείνοντας τα μάτια μας ενώπιον μιας συνεχώς διαμορφούμενης πραγματικότητας, καταφέραμε να είμαστε η χώρα με τα περισσότερα ιδιωτικά διδακτήρια στην Ευρώπη, χωρίς έλεγχο, χωρίς αξιολόγηση και με κερδοσκοπικούς σκοπούς τα περισσότερα εξ αυτών. Ακόμη και στη «Μέκκα του καπιταλισμού», την Αμερική, ιδιωτικά κερδοσκοπικά πανεπιστήμια είναι ελάχιστα και ασήμαντα, αφού Χάρβαρντ, Πρίνστον, Γέιλ κ.ά. δεν είναι ιδιωτικά αλλά μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα.
Θα είναι μεγάλο λάθος, αν η ΝΔ, μη μπορώντας να συμβάλει στην αναμόρφωση του δημοσίου συστήματος, θεωρήσει ότι η νομιμοποίηση υπαρχόντων διδακτηρίων, χωρίς κανόνες, χωρίς αξιολόγηση, χωρίς πλαίσιο, θα λύσει τα προβλήματα της τριτοβάθμιας παιδείας.
Θα είναι μεγάλο λάθος, αν η ΝΔ θεωρήσει ότι οι διακρατικές συμβάσεις με ξένα πανεπιστήμια θα προσφέρουν σοβαρά στην εκπαίδευση, την ισόρροπη βιώσιμη ανάπτυξη και την ισότιμη πρόσβαση όλων σε ποιοτική παιδεία.
Θα είναι μεγάλο λάθος, αν δεν διαμορφώσουμε ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό πλαίσιο ενίσχυσης της δημόσιας παιδείας, που θα συνάδει με τις νέες ανάγκες της εποχής, στηρίζοντας την ποιοτική γεωργία και κτηνοτροφία, ένα άλλο πρότυπο τουρισμού, πολιτιστικού, εκπαιδευτικού, ευζωίας και υγείας, διαμορφώνοντας διά βίου παιδεία με άξονα τα νέα επαγγέλματα που αλλάζουν ραγδαία.
Και κυρίως, στηρίζοντας ουσιαστικά μια παιδεία, όπου το σχολείο θα είναι εργαστήρι δημοκρατίας. Εργαστήρι για την ισότιμη συμμετοχή του πολίτη, της γειτονιάς, της πόλης, του Ελληνισμού, στις μεγάλες αλλαγές της εποχής.
Ναι, ας κάνουμε επιτέλους τη μεγάλη τομή που έχει ανάγκη ο Ελληνισμός. Να ενισχύσουμε τα δημόσια πανεπιστήμια. Να τα απελευθερώσουμε από το άγος του πελατειασμού. Ας μη θεσμοθετήσουμε πάλι με γνώμονα τις στοχεύσεις συμφερόντων και πανεπιστημιακών κατεστημένων.
Ναι, ας υπάρξει η δυνατότητα και στη χώρα μας μη κρατικών πανεπιστημίων. Αλλά όχι η θεσμοθέτηση μιας ακόμη ασύδοτης κερδοσκοπικής αγοράς που θα πουλά όνειρα και φρούδες ελπίδες.
Από το περιεχόμενο και το πνεύμα των προτάσεων της κυβέρνησης, θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα του εγχειρήματος.
Με την ελπίδα αυτήν τη φορά, να πρυτανεύσει το πραγματικό ενδιαφέρον για την παιδεία των νέων, του Ελληνισμού. Να γίνει μια απελευθερωτική τομή. Οχι μια άγονη συγκρουσιακή δημόσια συζήτηση που υπηρετεί αλλότριες επιδιώξεις.