Η ανακοίνωση της παράτασης από την κυβέρνηση της δέσμης των μέτρων για την αντιμετώπιση της ακριβείας και το επόμενο διάστημα αποδεικνύει αναμφισβήτητα το βάθος του προβλήματος, κάνοντας σαφές σε όλους ότι οι τιμές στα τρόφιμα δεν πρόκειται να επιστρέψουν σε παλιότερα επίπεδα τουλάχιστον το προσεχές διάστημα.
Αν και μέχρι σήμερα υπήρξαν μέτρα που προσπάθησαν να περιορίσουν τις αυξήσεις στην αγορά των τροφίμων, όπως το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων αλλά και το καλάθι του νοικοκυριού, αυτό δεν στάθηκε δυνατόν να επιτευχθεί με το παράδοξο ο πληθωρισμός να πέφτει αλλά οι τιμές των τροφίμων να συνεχίζουν το ανοδικό ράλι τους.
Ο μικρός ανταγωνισμός εντός της ελληνικής αγοράς σε συνδυασμό με την εξάρτηση από εισαγωγές, είτε πρόκειται για πρώτες ύλες είτε για τελικά προϊόντα, δημιουργούν συνθήκες ευαλωτότητας αναφορικά με την εξέλιξη των τιμών. Η απορρύθμιση που δημιούργησε η πανδημία του Covid-19 στην εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά και οι γεωπολιτικές αλλαγές που δημιούργησε η κρίση στην Ουκρανία, οδήγησαν σε εκτίναξη των τιμών σε ενέργεια και μια σειρά αγαθών που επηρεάζουν και τις τιμές των τροφίμων (λιπάσματα, αγροεφόδια, ζωοτροφές κ.λπ.), ενώ οι αλλαγές στο κλίμα με επιπτώσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις εξαιτίας καταστροφών από φυσικά φαινόμενα μειώνουν τις παραγωγές και επηρεάζουν επίσης τις τιμές. Αν και η κατάσταση τουλάχιστον διεθνώς δείχνει να αποκλιμακώνεται, η αποκλιμάκωση αυτή γίνεται με χαμηλούς ρυθμούς και σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ παρά την καθοδική πορεία δεν αναμένεται εντός του 2023 οι τιμές σε είδη όπως τα σιτηρά, το κρέας, τα γαλακτοκομικά, η ζάχαρη να μειωθούν σε επίπεδα προ πανδημίας.
Την ίδια ώρα οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι όσο το λειτουργικό τους κόστος παραμένει υψηλό, τα περιθώρια για μειώσεις των τιμών παραμένουν περιορισμένα. Σε πρόσφατες δηλώσεις κατά τη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων οι εκπρόσωποι του κλάδου τόνισαν ότι οι συνθήκες δεν ευνοούν την αποκλιμάκωση των τιμών και όσο η ενέργεια και οι πρώτες ύλες παραμένουν υψηλά δεν θα τελειώσει ο φαύλος κύκλος των ανατιμήσεων, αν και θεωρούν ότι οι όποιες αυξήσεις θα έχουν χαμηλότερους ρυθμούς.
Οι παράγοντες
Ωστόσο, αυτό που δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς αναφορικά με τις υψηλές τιμές στην Ελλάδα, κάτι που επισημαίνουν κυρίως οι άνθρωποι του λιανεμπορίου, είναι και μια σειρά παραγόντων οι οποίοι αφορούν:
1.Τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ που είναι αρκετά υψηλότερα από άλλες χώρες της ΕΕ, όπως και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης.
2.Τις ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες φουσκώνουν τις τιμές αλλά και το κόστος, καθώς οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται μέσω των υψηλών τιμών στους καταναλωτές.
3.Ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών προς τους λιανεμπόρους να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.
4.Στρεβλώσεις σε σχετικές με το εμπόριο αγορές όπως στις μεταφορές, εφοδιαστική αλυσίδα (logistics) κ.λπ., οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών.
5.Το ακριβό χρήμα και η έλλειψη ρευστότητας ειδικά στον πρωτογενή τομέα και τις μικρές επιχειρήσεις. Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν σε μεγάλο ποσοστό τη γενεσιουργό αιτία της ακρίβειας.