«What’s wrong with you?». Η παιγνιώδης φράση δεν ήταν η μοναδική που ακούστηκε στην παράσταση «Σφήκες» με την υπογραφή της Λένας Κιτσοπούλου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, η οποία επιχειρούσε σύνδεση με το σήμερα.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο κεντρικός πυλώνας της προσέγγισης της σκηνοθέτιδος, η οποία είχε δηλώσει ότι πρόκειται για μια ελεύθερη διασκευή του αριστοφανικού έργου. Σε αυτή την εξήγηση βρήκαν καταφύγιο πολλοί υποστηρικτές της εν λόγω ερμηνείας, ενώ όσοι έφυγαν δυσαρεστημένοι – κάποιοι και αγανακτισμένοι έσπευσαν να επιχειρηματολογήσουν στο κατά πόση ελευθερία αντέχει μια ερμηνεία ενός τέτοιου έργου. Αλλά γιατί να μην πούμε τα πράγματα με το όνομά τους;
Η Λένα Κιτσοπούλου κατάφερε να διχάσει το κοινό δημιουργώντας αντίπαλα στρατόπεδα. Αυτή είναι μια τρίτη πιο ψύχραιμη άποψη η οποία υποστηρίζει μάλιστα ότι αν η Κιτσοπούλου τους άκουγε να λένε τη γνώμη τους θα τους πρότεινε να τη βάλουν στον @@@@ τους – όπως ειπώθηκε και στην παράσταση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τις αρνητικές κριτικές έχει τον τρόπο να τις προκαλεί. Ενα είδος δικαστηρίου θα λέγαμε – κοντά στο βασικό θέμα του έργου «Σφήκες».
Η υπόθεση της κωμωδίας θέλει τον Βδελυκλέωνα να επιχειρεί να σώσει τον πατέρα του Φιλοκλέωνα από τη δικομανία. Για τον λόγο αυτόν τον φυλακίζει στο σπίτι για να… ανανήψει. Η Λένα Κιτσοπούλου στο επιδαύριο σκηνοθετικό της βάπτισμα με την ιδιαίτερη, αιχμηρή και προκλητική γραφή της στρέφει το βλέμμα της «στα σύγχρονα “κεντριά”, στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια».
Με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση φωτίζει «τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας (…) σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…» όπως διαφωτίζει.
Στην οπτικοποίηση αυτού του κόσμου συνέδραμαν η τεράστια μπασκέτα ύψους επτά μέτρων στη μέση της σκηνής, αστυνομικοί με υπερμεγέθη καπέλα, ένας μπασκετμπολίστας με μια τεράστια μάσκα που προσπαθούσε να θυμίζει τον Αντετοκούνμπο ίσως, περιπολικά και μια ορχήστρα που έπαιζε ζωντανή μουσική και τραγούδια διασκευασμένα. Οπως για παράδειγμα το «Ολο Κούγια, Κούγια, Κούγια / τον βαρέθηκα» πάνω στη μελωδία τού «Τα παιδιά της γειτονιάς σου».
Στον σχολιασμό της σκηνοθέτιδος μπήκαν ζητήματα που απασχολούν τα πάνελ της μικρής οθόνης όπως «πού θα φιληθούν ο Μπισμπίκης με τη Βανδή, θα ξεκινήσουν διατροφή;», οι νεοδιατροφικές συνήθειες από σεφ που ξεπήδησαν μέσα από ριάλιτι – έναν τέτοιο ερμήνευε ο Νίκος Καραθάνος. Κοντά σε αυτά η αστυνομική βία, ο σεξισμός, η ομοφοβία, ο ρατσισμός, η Πισπιρίγκου και άλλα πολλά που συνθέτουν όπως τονίζεται στο πρόγραμμα της παράστασης «μια κοινωνία εγκλωβισμένη μέσα στο αποπνικτικό κουκούλι της διχόνοιας και της κακεντρέχειας. Μια κοινωνία που συστρέφεται, σπαρταρά, εξαπολύει κατηγορώ και καταλήγει να τρέφεται από το ίδιο της το δηλητήριο».
ΛΟΥΠΑ
Η αιρετική, όπως συχνά την αποκαλούν, δημιουργός κράτησε μόνο την αφορμή της αρχαίας κωμωδίας για να γράψει ένα δικό της κείμενο με όλα τα υφολογικά στοιχεία τα οποία έχει καταθέσει πολλάκις μέσα από τις παραστάσεις της.
Ακραία βωμολοχία – σε λούπα -, σκετς με αναφορές σε ό,τι μας κάνει να ανακατεύεται το στομάχι μας, ήταν η γραμμή της για να στηλιτεύσει την κοινωνική απάθεια και αποχαύνωση. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ότι επιδιώκει.
Και ο τρόπος της βρίσκει υποστηρικτές που χειροκροτούν παθιασμένα και γελούν ασταμάτητα στο ιδιαίτερο και καυστικό χιούμορ της. Ομως υπάρχουν και οι άλλοι θεατές που εύκολα θα μπορούσαν να συνταχθούν και να βρουν απόλυτη ταύτιση με μια παλαιότερη κριτική του Μάριου Πλωρίτη στο ανέβασμα του ίδιου έργου από τον Αλέξη Σολομό.
« Δεν αρνιέμαι καθόλου ότι πολλά από τα ευρήματα ευφάνταστα και διασκεδαστικά. Αλλά έχουν τη θέση τους στο “Ακροπόλ” ή το “Περοκέ”.
Κι εδώ γίνεται – το είπαμε τόσες φορές – κι εδώ γίνεται μια σκόπιμη, ή όχι, σύγχυση: ο Αριστοφάνης δεν είναι μόνο σάτιρα και κωμικές καταστάσεις και αστεία και βωμολοχίες.
Είναι και ποίηση, είναι και χάρη, είναι και φαντασία λυρικότατη που δεν έχουμε το δικαίωμα να τις αγνοήσουμε για να προβάλουμε μόνο φαρσικές καραμπόλες και κλωτσοπατινάδες και σεισοπυγισμούς.
Ο Κουν στην τελευταία του μορφή της ερμηνείας των “Ορνίθων” έδειξε πως μπορεί και η λυρικότητα του Αριστοφάνη να διασωθεί και ολότελα προσιτός στο σημερινό κοινό να γίνει ο ποιητής ». Και ίσως αναρωτηθούν με τη σειρά τους «What’s wrong with you Lena?».