Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι πληρώνουν το μάρμαρο της παραοικονομίας που ξεπερνά τα 40 δισ. ευρώ τον χρόνο, καθώς μόνο το 5% των δηλωθέντων εισοδημάτων προέρχονται από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Μελέτη της Eurobank καταγράφει τους βασικούς υπόπτους της μαύρης οικονομίας με τα αποτελέσματα να κινούνται σε ένα εύρος μεταξύ 20% και 30% του ΑΕΠ. Το μέγεθος αυτό είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη και ήδη έχουν χτυπήσει το καμπανάκι τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και η Κομισιόν, κυρίως ως προς το κενό «ΦΠΑ».
Από τα 84 δισ. ευρώ εισοδημάτων, λοιπόν, που δήλωσαν για το φορολογικό έτος 2021 (φορολογικές δηλώσεις 2022) τα φυσικά πρόσωπα, τα 66 δισ. ευρώ (78%) προήλθαν από μισθούς και συντάξεις.
Μόλις τα 4,3 δισ. ευρώ (5%) από επιχειρηματική δραστηριότητα (7% αν συμπεριληφθεί και η αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα). Το 80% των νοικοκυριών που έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα μικρότερα από 10.000 ευρώ όπως αναφέρει η Eurobank. Σε σύγκριση με την κατανάλωση του 2021, προκύπτει μια διαφορά περίπου 47,8 δισ. και σε σχέση με την κατανάλωση του 2022, 59,2 δισ. ευρώ.
Ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Τράπεζες, είναι πολύ κοντά σε αυτόν που ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας προσφάτως (στο in.gr).
Κατηγορίες επαγγελματιών όπως ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων δήλωσαν κατά μέσο όρο το 2021 εισόδημα 6,7 χιλ. από την κύρια πηγή εισοδήματός τους. Αυτό είναι περίπου το μισό από το μέσο εισόδημα που δηλώνουν οι μισθωτοί και το 60% από το μέσο εισόδημα που δηλώνουν οι συνταξιούχοι από τις κύριες πηγές εισοδήματός τους.
Ως προς τη διαχρονική εξέλιξη της διαφοράς μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων προκύπτει ότι η εκτιμηθείσα κατανάλωση των νοικοκυριών κατά τα έτη 2015 – 2021 ήταν κατά 50-54 δισ. ευρώ ετησίως μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα δαπάνη, και κατά 36-49 δισ ευρώ ετησίως μεγαλύτερη από τα δηλωμένα εισοδήματα στην ΑΑΔΕ. Το τραγελαφικό της κατάστασης είναι για παράδειγμα ότι το 2020, το έτος μεγάλης ύφεσης λόγω της πανδημίας, δηλώθηκαν 1,3 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με το 2019.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Ερευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank (με επικεφαλής τον Οικονομολόγο του Ομίλου Τάσο Αναστασάτο), αυτή η στρέβλωση δημιουργεί με τη σειρά της τη μετατόπιση της οικονομίας σε ένα μοντέλο βασισμένο υπέρμετρα στην αυτοαπασχόληση και σε έναν μεγάλο αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων, εις βάρος της μισθωτής εργασίας και των επιχειρήσεων μεγαλύτερου μεγέθους.
«Θα χρειαστεί μία συστηματική προσπάθεια καταπολέμησης της κακονομίας και πολυνομίας που χαρακτηρίζει το φορολογικό δίκαιο», αναφέρει η μελέτη.
Οι χαμηλές εισπράξεις άμεσων φόρων στην Ελλάδα δεν οφείλονται στην ύπαρξη χαμηλών συντελεστών του φόρου εισοδήματος. Αντίθετα, ενώ αυτοί οι συντελεστές είναι συγκρίσιμοι με τους μέσους ευρωπαϊκούς, ο υψηλός συντελεστής εφαρμόζεται από ένα εξωφρενικά χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος (€40.000 ετήσιου εισοδήματος έναντι €300.000 ή και περισσότερο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες).
Το κενό του ΦΠΑ
Ενα μέρος της παραοικονομίας αντανακλάται στο λεγόμενο κενό του ΦΠΑ, δηλαδή διαφορά μεταξύ των πραγματικών εσόδων από τα αναμενόμενα.
Το ποσό κατέγραψε σημαντική μείωση μεταξύ 2017 και 2020, κατά 2,8 δισ. ευρώ ή 9,4 ποσοστιαίες μονάδες των πραγματικών εσόδων (2017: 29,1% και 2020: 19,7%). Ωστόσο, το μέσο χάσμα ΦΠΑ στην ΕΕ για το 2020 ήταν 9,1%.
Σε επίπεδο ΕΕ, η Ελλάδα κατέλαβε την 24η θέση μεταξύ 27 κρατών – μελών (Ιταλία 20,8%, Μάλτα 24,1% και Ρουμανία 35,9%). Η ΕΕ αναμένει το κενό για την Ελλάδα να συρρικνωθεί περαιτέρω το 2021 (14,0%).
Η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει άμεσους ελέγχους και πόλεμο με τους φοροφυγάδες αν και έως σήμερα η συνέπεια της εκτεταμένης φοροδιαφυγής είναι η απώλεια εσόδων για το κράτος.
Στα όπλα που ετοιμάζεται να ενεργοποιήσει το οικονομικό επιτελείο είναι η επέκταση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών, η ψηφιοποίηση διαδικασιών, η αύξηση των ελέγχων και των διασταυρώσεων, η εισαγωγή κυρώσεων για τη μη διαβίβαση στοιχείων στο MyDATA κ.τ.λ.