Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου 1974, κι ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο («Αττίλας Ι», 20-22 Ιουλίου 1974), τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση που έφερε την κωδική ονομασία «ΝΙΚΗ» και είχε ως στόχο την αερομεταφορά επίλεκτων δυνάμεων Καταδρομών του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο, προς ενίσχυση της άμυνας του αεροδρομίου της Λευκωσίας.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής, 15 μεταγωγικά αεροσκάφη τύπου Nord N2501D Noratlas, που ανήκαν στην 354 Μοίρα Μεταφορών της Πολεμικής Αεροπορίας, απογειώθηκαν τις νυχτερινές ώρες της 21ης Ιουλίου από την 115 ΠΜ (Σούδα Χανίων) με προορισμό το αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Στα αεροσκάφη αυτά επέβαιναν 344 καταδρομείς, καθώς και τα 60 μέλη των πληρωμάτων τους (σε έκαστο εξ αυτών, κυβερνήτης, συγκυβερνήτης, ιπτάμενος μηχανικός και ναυτίλος).
Οι καταδρομείς, που προέρχονταν ως επί το πλείστον από την Α’ Μοίρα Καταδρομών (το «παρών» έδωσαν και ορισμένοι άνδρες της Γ’ Μοίρας Καταδρομών), τελούσαν υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη (ΠΖ) Γεωργίου Παπαμελετίου.
Κύριο χαρακτηριστικό της επιχείρησης «ΝΙΚΗ» ήταν ο υψηλός βαθμός επικινδυνότητας, καθώς τα μεταγωγικά αεροσκάφη πετούσαν σε ιδιαίτερα χαμηλό ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, με απόλυτη σιγή ασυρμάτου, σβηστά όλα τα φώτα πλεύσεως και χωρίς τη συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών, προκειμένου να αποτραπεί ο εντοπισμός τους από τα εχθρικά ραντάρ.
Όσο κι αν αυτό μοιάζει αδιανόητο, οι χειριστές των αντιαεροπορικών της Εθνικής Φρουράς στην ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου της Λευκωσίας, στην περιοχή της Μακεδονίτισσας, δεν είχαν ενημερωθεί εγκαίρως για την έλευση της βοήθειας από την Ελλάδα, κι έτσι άρχισαν να βάλλουν εναντίον των ελληνικών αεροσκαφών μόλις αυτά βρέθηκαν εντός του πεδίου βολής τους.
Οι προσγειώσεις στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας ξεκίνησαν λίγο πριν από τις 2:00 π.μ. της 22ας Ιουλίου 1974.
Ένα από τα αεροσκάφη, το «ΝΙΚΗ-13», αναγκάστηκε να επιστρέψει στη βάση του λόγω βλάβης στην πυξίδα του, ενώ το «ΝΙΚΗ-14» δεν κατάφερε να προσγειωθεί λόγω της σφοδρότητας των αντιαεροπορικών πυρών.
Δυστυχώς, το αεροσκάφος «ΝΙΚΗ-4», ενόσω βρισκόταν σε διαδικασία προσγείωσης, κατέπεσε εξαιτίας των πυρών της Εθνικής Φρουράς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι 27 από τους 28 καταδρομείς που επέβαιναν σε αυτό (διασώθηκε ως εκ θαύματος μόνο ο καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου), καθώς και τα τέσσερα μέλη του πληρώματος.
Εξάλλου, από τα φίλια πυρά επλήγη και το αεροσκάφος«ΝΙΚΗ-6», κάτι που είχε ως συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους δύο ακόμη έλληνες καταδρομείς και να τραυματιστούν άλλοι 9.
Αμέσως μετά την προσγείωση των αεροσκαφών οι καταδρομείς αποβιβάζονταν ταχέως, ενώ τα αεροσκάφη απογειώνονταν εντός ολίγου, για να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας παρέμειναν 3 αεροσκάφη Noratlas, τα οποία λόγω των εκτεταμένων ζημιών που είχαν υποστεί δεν ήταν σε θέση να απογειωθούν.
Τα αεροσκάφη αυτά καταστράφηκαν από φίλια στρατεύματα.
Με το πρώτο φως της ημέρας την 22α Ιουλίου φίλιες δυνάμεις αφίχθησαν στο σημείο της πρόσκρουσης του αεροσκάφους «ΝΙΚΗ-4» και περισυνέλεξαν τις σορούς των 16 από τους 31 πεσόντες που βρέθηκαν εκτός της ατράκτου του αεροσκάφους.
Οι νεκροί αυτοί ετάφησαν αρχικά στο κοιμητήριο Λακατάμειας.
Οι υπόλοιπες 15 σοροί ετάφησαν επιτόπου μαζί με τα συντρίμμια του αεροσκάφους, με τη βοήθεια εκσκαφέα.
Το καλοκαίρι του 2015 ξεκίνησαν εργασίες στο χώρο του μνημείου των πεσόντων καταδρομέων της Μακεδονίτισσας (Στρατιωτικό Κοιμητήριο Τύμβου Μακεδονίτισσας), προκειμένου να εντοπιστούν τα οστά των στρατιωτικών που επέβαιναν στο μοιραίο Noratlas.
Τελικά, εντοπίστηκαν και ταυτοποιήθηκαν τα οστά 15 επιβατών του αεροσκάφους, τα οποία παραδόθηκαν με όλες τις προβλεπόμενες τιμές στους συγγενείς τους.
Αξίζει να προστεθεί ότι οι εναπομείναντες άνδρες της ελληνικής καταδρομικής μονάδας κατόρθωσαν (με τη συνδρομή ανδρών της 33ης Μοίρας Καταδρομών και μίας διμοιρίας σμηνιτών της 419 Μοίρας Προστασίας Αεροδρομίων) να υπερασπιστούν επιτυχώς το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, απωθώντας ύστερα από σκληρή μάχη τον εισβολέα (23 Ιουλίου 1974), ενώ έλαβαν μέρος και στις επιχειρήσεις της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, τον Αύγουστο («Αττίλας ΙΙ»), στις μάχες πέριξ της Λευκωσίας.