Έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Δούρος, ιδρυτής της γνωστής εταιρείας ανδρικής ένδυσης Dur, σκορπίζοντας θλίψη στην οικογένεια και τους οικείους του, αλλά και στην τοπική κοινωνία της Πάτρας.
Γεννημένος το 1937 στην Κοντοβάζαινα της Γορτυνίας, ο Νίκος Δούρος ήταν από τους πρώτους που διαφοροποιήθηκε οραματιζόμενος τη δημιουργία ελληνικού brand name στην ανδρική μόδα, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Το γνωστό λογότυπο της Dur με την κόκκινη τελεία, που για ορισμένους είχε θεωρηθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο να λανσαριστεί μια… Lacoste αλά ελληνικά, απέκτησε μεγάλη αναγνωρισιμότητα δικαιώνοντας τον δημιουργό του.
Ο Νίκος Δούρος, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος των Ρόταρυ, πρόεδρος στο Επιμελητήριο Αχαΐας καθώς και αντιπρόεδρος στον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Ελλάδας, εκτός από το επιχειρείν είχε μεγάλη αγάπη και στον πολιτισμό.
Ήταν Πρόεδρος των Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών και Πρόξενος της Ουγγαρίας. Στην Παλαιά Βουλή το 2011, βραβεύτηκε από την πρεσβεία της Ουγγαρίας με το Μεγάλο Σταύρο του Τάγματος των Λεγεώνων, σαν τον καλύτερο πρόξενο της Ελλάδας.
Το ΚΤΕΛ, τα εσώρουχα και η επανάσταση του T-shirt
Ο Νίκος Δούρος, το μεγαλύτερο αγόρι μίας πολύτεκνης οικογένειας (συνολικά ήταν 6 παιδιά, 3 αγόρια και 3 κορίτσια), έφυγε τη δεκαετία του ’50 από την Αρκαδία για την Πάτρα, όπου ένας μακρινός συγγενής της οικογένειας είχε μια μικρή βιοτεχνία ειδών ένδυσης, προτείνοντάς του να γίνει πλασιέ.
Έτσι πριν από 64 χρόνια έφυγε από την Πάτρα με το ξεχαρβαλωμένο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να κάνει το πρώτο του εμπορικό ταξίδι, οργώνοντας την Ελλάδα.
Πολύ γρήγορα, ο νεαρός Νίκος αρχίζει να μαθαίνει πως κινείται το εμπόριο και αποφασίζει να μην είναι πια «υπαλληλάκι», αλλά να φτιάξει τη δική του επιχείρηση.
Προσκάλεσε μάλιστα στην Πάτρα τα αδέλφια του, Παναγιώτη και Ανδρέα, και τους γονείς του, για να τον βοηθήσουν. Κάπως έτσι δημιουργείται η «Νίκος Δούρος και αδελφοί», μια οικοτεχνία που παράγει και διαθέτει στην αγορά εσώρουχα και κάλτσες.
Το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία βιοτεχνίας. Την εποχή όπου όλοι οι άνδρες φορούσαν μακριά εσώρουχα, αυτός φτιάχνει εσώρουχα τύπου boxer, που κάνουν θραύση. Τα τελευταία χρόνια του ’60 ξεκίνησε η παραγωγή πουκαμίσων και στις αρχές του ’70 οι μπλούζες και συγκεκριμένα τα t-shirt που ήταν κάτι το επαναστατικό για την εποχή εκείνη. Θεωρήθηκε καινοτομία αντίστοιχη του μίνι για τις γυναίκες.
Στον δρόμο των μεγάλων
Την εποχή που στην Πάτρα ανώνυμες εταιρείες ήταν μόνο τα «μεγαθήρια», όπως η Πειραϊκή Πατραϊκή, ο Λαδόπουλος, ο Μαραγκόπουλος, η Αχάια Κλάους, ο Δούρος διαθέτοντας ένα μικρό εργοστάσιο των 400 τ.μ. θέλει να κάνει επίσης την εταιρεία του ΑΕ.
Έτσι, προχωρά στη συγχώνευση και μετατροπή σε ανώνυμη εταιρεία των ομόρρυθμων εταιρειών «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΦΟΙ» και «ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ», οι οποίες ιδρύθηκαν τα έτη 1965 και 1969 αντίστοιχα.
Το 1971, η εταιρεία απέκτησε την εταιρική μορφή που έχει σήμερα, εγκατεστημένη στη διεύθυνση Μαραγκοπούλου 80 στην Πάτρα.
Εννέα χρόνια μετά, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η διοίκηση της εταιρείας αφουγκραζόμενη με επιτυχία τις προσταγές των καιρών επενδύει στην επωνυμία «DUR» και μέσα από συστηματική προσπάθεια και έντονη διαφήμιση, δημιουργεί δίκτυο χονδρικής πελατείας και αντιπροσωπειών, εδραιώνει τη φίρμα και την καθιστά leader στο ανδρικό ποιοτικό επώνυμο ντύσιμο.
Παράλληλα ενισχύει και διευρύνει την εμπορική της ταυτότητα με αποκλειστικές συνεργασίες ξένων οίκων μόδας.
Το 1992 με το brand ήδη καθιερωμένο, η Dur ανοίγει το πρώτο κατάστημά της στην Αθήνα, στην οδό Τσακάλωφ. Τα πόλο μπλουζάκια της γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλή, οι επενδύσεις ολοένα και μεγαλύτερες.
Η δεκαετία του 2000, βρίσκει την εταιρεία εισηγμένη πλέον στο χρηματιστήριο.
Τα επόμενα χρόνια και αφού στο τιμόνι της Dur βρέθηκε ο μοναχογιός του Νίκου Δούρου, Θεόδωρος, με τη βοήθεια των δύο του αδελφών Αγγελικής και Μαρίνας, με τα αντληθέντα κεφάλαια η εταιρεία επέκτεινε το δίκτυο των καταστημάτων λιανικής που φτάνουν πλέον τα 21 καταστήματα σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδος.
Επίσης αποπειράθηκε να δημιουργήσει καταστήματα Dur στο εξωτερικό, όπως στην Κύπρο, την Αρμενία και σε άλλες αναπτυσσόμενες αγορές, αλλά η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε.