Έφτιαχνα τα ζύγια του γλωσσικού χαρταετού
αμόλαγα τον αετό της γλώσσας μας
έφτιαχνα τα ζύγια του κι έφτιαχνα το φόβο μου
μάζευα κι άφηνα την καλούμπα του αετού της γλώσσας
γιατί η γλώσσα μαζεύεται όσο απέραντη και να ‘ναι
κάποιοι έχουν το συλλεκτικό δαίμονα
έχουν το numen του αετού της γλώσσας τους
και τη μαζεύουν
πέφτουν σε δαιμονισμό και μαζεύουν όλο το κουβάρι
κατεβάζουν και φυλάγουν τον αετό
νομίζω ότι έρχεται για να τους βοηθήσει
και το numen της προφορικής ποίησης το έτος της γέννησής της
καταφτάνει το numen της προφορικής ποίησης
από μεσολιθικό πολιτισμό –
Όλοι έχουμε πεθάνει.
Κάποιοι επιστρέψαμε.
Απόσπασμα από το «Σύσσημον ή Τα κεφάλαια», Βιβλίο Δεύτερο, του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, εκδόσεις Το Ροδακιό.
Η ζωή και το έργο του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 78 ετών, μετά από ετών μετά από μάχη με τον καρκίνο. Ο ποιητής και μεταφραστής γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1945 στα Εξάρχεια. Ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές και τη θητεία του εργάστηκε για δεκαεννιά χρόνια ως φαρμακαποθηκάριος.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού Εκηβόλος μαζί με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και την Τζούλια Τσακίρη (τους πρωτεργάτες του) και συνεργάστηκε στη συντακτική επιτροπή του σχεδόν σε όλες τις φάσεις της κυκλοφορίας του παράλληλα με το βιοπορισμό του.
Από τα τέλη του 1985 και έπειτα καταπιάστηκε αποκλειστικά με τη συγγραφή ενός εκτεταμένου opous incertum – μιας μακράς αφήγησης σε ελεύθερο στίχο με τον τίτλο Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια. Τμήματα αυτής της αφήγησης κυκλοφόρησαν σε εφτά φυλλάδια, όχι προορισμένα για το εμπόριο, ανάμεσα στα χρόνια ’88-’99, κυρίως από την Εταιρία Φίλων του Περιοδικού Εκηβόλος και των εκδόσεων Το Ροδακιό, αλλά και από τον Ίκαρο και από τη Λέσχη.
Μετά το ’99 αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση και την οριστική δημοσίευση αυτού του κειμένου, που τελικά εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις Ίνδικτος, οι οποίες εκδόσεις ανακοίνωσαν και τη δυσάρεστη είδηση του θανάτου του μέσω της σελίδας τους στο Facebook: «Πριν λίγο αναχώρησε ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος. Στενός φίλος και συνεργάτης της Ινδίκτου σχεδόν από την ίδρυση της. Η απώλεια είναι μεγάλη».
Ο παλλόμενος λόγος του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου
Ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος άφησε το αποτύπωμα του με το εκτεταμένο opus incertum -μια μακρά αφήγηση σε ελεύθερο στίχο με τον τίτλο «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια». Ας θυμηθούμε κάποια από τα λόγια του στις ελάχιστες συνεντεύξεις του αλλά και μέσα από τα κείμενα αποχαιρετισμού κάποιων δημοσιογράφων.
- «Ακόμη και με τα μέτρα ενός Γουόρντσγουορθ ή ενός Παλαμά, το Σύσσημον, που πλησιάζει τους 10.500 στίχους, αποτελεί πρωτοφανές έργο για την ελληνική σύγχρονη ποίηση. Πολυθεματικό, πολυεστιακό, «ανοιχτό», χτίζεται αργά μέσα στον χρόνο και εξελίσσεται ποιητικά και πνευματικά μαζί με τον δημιουργό του. Είναι μια σύνθεση μεγάλης πνοής και δύναμης, όπου η γραφή ολοκληρώνεται μέσα από την πράξη της διακοπής της. Μια οποιαδήποτε σελίδα του βιβλίου αντανακλά αυτήν την αίσθηση δυσκολίας- τη δυσκολία τού να υπάρχεις και να γράφεις: απομονωμένες προτάσεις και παράγραφοι χωρίζονται με κενά διαστήματα, σπάζουν με παρενθετικές παρατηρήσεις, με μέρη σε πλάγια γραφή και πλάγια γραφή σε παρενθέσεις, έτσι που το κείμενο δεν καταλαμβάνει ποτέ ένα ενιαίο, αδιάσπαστο οπτικό πεδίο. Διαβάζει κανείς το Σύσσημον αποδεχόμενος ότι το αναγνώσιμο είναι μόνο το μη αναγνώσιμο, σπασμένο σε κομμάτια, ένα μεγαλειώδες θέαμα χάους. Σπαράγματα σπαραγμάτων. Η ζωή η ίδια – δικαιωμένη ωστόσο μέσα από τη δικαίωση της τέχνης που την υπερασπίζεται» γράφει ο Χάρης Βλαβιανός, για τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ.
- «Το “Σύσσημον” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι. Όποιος δεν αντέχει τον κόσμο ένα γύρω, με τα χρόνια νιώθει τη γλώσσα του κομμένη και τον νου του σε κατάσταση θυέλλης. Η ντόπια ανθρωπότητα, όσο μικρή κι αν είναι, στήνει γιορτές, δοξάζει τον εαυτό της καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη της στιγμής, θεωρεί νόμο το φρόνημά της και ενασμενίζεται για τα κατορθώματά της. Ο απότακτος δεν υπάρχει· ο υπεράριθμος μετράει τα βήματα μέσα στο κελί της ανωνυμίας του, και ένα μόνο δεν ανέχεται: να ζητήσει χάρη. Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους πρέπει να είναι θύμα ή ποιητής. Η πλειοψηφία έχει εύκολο το συλλαλητήριο· έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή επιτυγχάνει απαρτίες, μετράει κεφάλια, κρατάει το νόμισμα, έστω και αν δεν έχει ικανά δόντια για να το δαγκώσει. […] Αυτό το εκτυφλωτικό σκότος 484 σελίδων, ήτοι η αδίδακτη τέχνη ενός ανθρώπου που έμαθε να αναμοχλεύει τα σωθικά του, μετουσιώνεται μαστορικά σε κοινό μάθημα και διαβάζεται νεράκι από το Α ως το Ω. Όποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό. Στα σκληρά τερτίπια της περιπλάνησης το “Σύσσημον” αριστεύει. Η φθορά, όπως ξέρουμε από προσωπική πείρα, αρέσκεται στην αποτυχία· όποιος κόβει το κεφάλι του, αυτόματα φρονεί ότι έχει αποκεφαλίσει και τον κόσμο. Αλλά το “Σύσσημον” δεν αποφασίζει να κατοικήσει στην “εποχή των λυπημένων ανθρώπων”» γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, για τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, στη Lifo.
- «Από το 1988 προτίμησε τη λάθρα οδό κι αντί να εκδίδει, όπως κάνουν ασκόπως πολλοί συνάδελφοί του καταστρέφοντας απλώς τα δάση, αυτός κατέφυγε με εκτός εμπορίου φυλλάδια για λίγους φίλους. Τα ποιήματα και τα κείμενά του κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, μια συνωμοσία ποιητικών πλασμάτων που ζουν στην πόλη. Με αυτό τον τρόπο και σε βάθος χρόνου ολοκληρώθηκε το έργο ζωής: «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», ένα δημιουργικό έπος αληθινής ομορφιάς, μέσα στο οποίο μπορείς να χαθείς ανεπιστρεπτεί, να επανέρχεσαι διαρκώς και να μην τελειώνει ποτέ, ένα έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο, με τη γλώσσα σαν ένα διαρκές και εθιστικό τριπάκι που γοητεύει, συνδέει με το σύμπαν, παίζει παιχνίδια με το μυαλό, μετατρέπει το λόγο σε μια συναρπαστική εμπειρία, ένα βίωμα» γράφει ο Μάκης Μηλάτος, για τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο, στην Athens Voice.
- «Από αναβολή σε αναβολή και ανεβαίνοντας όλη την κλίμακα των δισταγμών, ήμουν πια σαράντα χρονών όταν αποφάσισα, μανικά και εμμονικά, να ακολουθήσω το νήμα της μελάνης ‒σέπια, μαύρο, κυανό, τεφρό, βαθυπράσινο‒ και παίρνοντας καταπόδι τις αποχρώσεις μιας λεπτής κλωστής, που εύκολα κόβεται και ξεβάφει, να πάω στα έσχατα. Οι φωνές μέσα μου, “μην ασχοληθείς με το γράψιμο, τα γράμματα είναι μαγεμένα”, είχαν ανεξήγητα σωπάσει» λέει ο ίδιος Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος στην τελευταία του συνέντευξη για τη στήλη «Οι Αθηναίοι» της Lifo.