Πολλοί εμπειρογνώμονες στη Δύση πιστεύουν ότι ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία θα εξακολουθεί να αποτελεί μια πραγματική απειλή για την Ουκρανία, η οποία θα χρειαστεί βοήθεια για να συνέλθει στρατιωτικά μετά τον πόλεμο, ώστε να αποτρέψει ή να προετοιμαστεί για μια νέα επίθεση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και διευθυντή του Προγράμματος Αμερικανικής Υψηλής Στρατηγικής του Πανεπιστημίου Duke, Peter D. Feaver αν και υπάρχουν πολλές εναλλακτικές φόρμουλες για να αποτραπεί η ρωσική επίθεση, ωστόσο δύο επιλογές είναι ιδιαίτερα εμφανείς.
Η πρώτη και η πιο πολυσυζητημένη είναι η επίσημη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η δεύτερη, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό, να γίνει η Ουκρανία… Ισραήλ.
«Αυτή η τελευταία θα συνεπαγόταν την οικοδόμηση ουκρανικής στρατιωτικής δύναμης με συνεχή δυτική στρατιωτική βοήθεια, έτσι ώστε η δύναμη και το δυνατό οπλοστάσιο του Κιέβου και μόνο να αποτρέψουν τη ρωσική επιθετικότητα» γράφει ο Feaver στο Foreign Policy.
Τα αναρίθμητα μειονεκτήματα της ένταξης στο ΝΑΤΟ οδήγησαν ορισμένους αναλυτές να προτείνουν μια εναλλακτική, που ονομάστηκε η επιλογή του Ισραήλ, δηλαδή αν μετατραπεί σε κράτος «σκαντζόχοιρο»: να φτιάξει τέτοιες ένοπλες δυνάμεις που να αποτρέψει κάθε μελλοντική ρωσική εισβολή εξαιρετικά επικίνδυνη έως ασύμφορη.
Η καλή πλευρά αυτή της επιλογής
Υπάρχουν ορισμένες αναμφισβήτητα ελκυστικές πτυχές στην επιλογή του Ισραήλ, λέει ο Feaver, τουλάχιστον από την οπτική γωνία της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.
Η επιλογή του Ισραήλ μεγιστοποιεί τον ρόλο που έχει ενστερνιστεί με ενθουσιασμό η Δύση: να εξοπλίζει, να εκπαιδεύει και να υποστηρίζει διπλωματικά μια Ουκρανία που θα πολεμήσει για τον εαυτό της, ενώ παράλληλα θα ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες να πολεμήσουν και να πεθάνουν τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία.
Το Ισραήλ απολαμβάνει αεροπορικής υπεροχής έναντι των περιφερειακών αντιπάλων του και έχει ικανότητα βαθιάς κρούσης που καλύπτει ολόκληρο το έδαφος κάθε αντιπάλου – μια ικανότητα που το Ισραήλ έχει ασκήσει επανειλημμένα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών.
Εάν το κατάφερνε αυτό η Ουκρανία, θα μπορούσε να διεισδύσει βαθιά στο ρωσικό έδαφος με συνεχείς αεροπορικές και πυραυλικές επιδρομές, μια πολύ πιο ισχυρή ικανότητα από τα συμβολικά πλήγματα από drone ή περιστασιακές δολιοφθορές. Μια τέτοια Ουκρανία, λέει ο πανεπιστημιακό στο Duke, θα μπορούσε να επιφέρει αντίποινα σε ρωσικό έδαφος ως ανταπόδοση για τις ρωσικές επιθέσες σε ουκρανικές πόλεις.
Εάν η Ρωσία φοβάται τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στα σύνορά της, έχει πολύ περισσότερους λόγους να φοβάται μια ασυγκράτητη Ουκρανία ικανή να ενεργήσει όπως το Ισραήλ. Παραδόξως, η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, την οποία υποτίθεται ότι φοβάται ο Πούτιν, θα συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στον περιορισμό των ουκρανικών ενεργειών.
Καλά τα λόγια, αλλά στη πράξη
Ωστόσο, υπάρχουν και μειονεκτήματα σε αυτή την τολμηρή -αν όχι εξωπραγματική- λύση. Σύμφωνα με τον Peter Feaver, το να μετατραπεί η Ουκρανία σε Ισραήλ είναι εύκολο στα λόγια, καθώς τα προηγούμενα του Ιράκ και του Αφγανιστάν, εδώ και χρόνια, δείχνουν ότι απέτυχε ανάλογο εγχείρημα.
Επιπλέον, για να αισθάνεται το ίδιο το Ισραήλ ασφαλές, οι ΗΠΑ έπρεπε να παράσχουν ένα ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα που έδωσε στο Ισραήλ την δυνατότητα να κυριαρχίσει σε αέρα, θάλασσα και στεριά.
Η Ουκρανία δεν είναι πουθενά κοντά στο να απολαύσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα σήμερα, και θα απαιτούσε τεράστια επένδυση σε προηγμένο εξοπλισμό για να το φτάσει. Αυτό είναι εξαιρετικά ακριβό, και πιθανότατα απαιτεί ακόμη περισσότερα χρήματα απ ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Ακόμα κι αν οι δυτικοί ηγέτες μπορέσουν να πείσουν τους πολίτες τους να ανταποκριθούν στα έξοδα, πιθανότατα θα παραμείνουν απρόθυμοι να παράσχουν στην Ουκρανία μια αληθινή επιλογή τύπου Ισραήλ, γιατί θα απαιτούσε να εξοπλιστεί η Ουκρανία με όπλα που το ΝΑΤΟ μέχρι στιγμής αρνήθηκε να παράσχει.
Είναι μια μακροπρόθεσμη δέσμευση
Επιπλέον, η επιλογή του Ισραήλ απαιτεί μακροπρόθεσμη δέσμευση, και αυτή, με τη σειρά της, εξαρτάται από το ποιος είναι στην εξουσία στην Ουάσιγκτον και το Κίεβο. Το Ισραήλ έχει εξαρτηθεί από δεκαετίες εξαιρετικής υποστήριξης από τις ΗΠΑ, υποστήριξη που παρέμεινε ισχυρή ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα ήλεγχε τον Λευκό Οίκο και ποιο κόμμα κυβερνούσε στο Ισραήλ.
Η πολιτική βάση για την υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία είναι επί του παρόντος υψηλή, αλλά ακόμα και στα καλύτερά της δεν έχει φτάσει τα επίπεδα της υποστήριξης προς το Ισραήλ, εδώ και δεκαετίες.
Έτσι ο ακαδημαϊκός θέτει μια σειρά προβληματισμών. «Πόσο βιώσιμη είναι η επιλογή του Ισραήλ για την Ουκρανία εάν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2024; Ή αν ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι αντικατασταθεί από έναν άλλο ηγέτη; Ή αν οι προσπάθειες της Ουκρανίας για την καταπολέμηση της διαφθοράς παραπαίουν;»
Το πιο δυσοίωνο, αν η συμβατική σοφία σχετικά με ένα ισραηλινό πυρηνικό οπλοστάσιο είναι σωστή, το ίδιο το Ισραήλ πιστεύει ότι μια αξιόπιστη επιλογή του Ισραήλ απαιτεί περισσότερα από τα συμβατικά όπλα. Θα πιστέψει η Ουκρανία ότι η αποτροπή είναι επαρκής χωρίς εγγύηση του ΝΑΤΟ και χωρίς δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο για να παρέχει τον απόλυτο αποτρεπτικό παράγοντα;, αναρωτιέται ο Feaver.
Μια υβριδική λύση
Οι παραπάνω δυσκολίες, λέει ο Feaver, οδήγησαν ορισμένους να προτείνουν μια υβριδική λύση: συνεχιζόμενη δυτική υποστήριξη που ενισχύεται από διαβεβαιώσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ και τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, χωρίς επίσημη ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Αυτό έχει το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα ότι είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί από την ένταξη και από το να μετατραπεί η Ουκρανία σε ένα νέο Ισραήλ. Ωστόσο, και εδώ η υβριδική φόρμουλα έχει όλα τα μειονεκτήματα των δύο εναλλακτικών λύσεων χωρίς κανένα από τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα. Είναι απίθανο να σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα.
Εν ολίγοις, ακόμη και αφού σταματήσουν οι πυροβολισμοί, η Ουκρανία θα χρειαστεί βοήθεια ασφαλείας για να αποκαταστήσει τη στρατιωτική ικανότητα που χάθηκε στον πόλεμο. Αυτή η βοήθεια πρέπει να κάνει την Ουκρανία αρκετά ισχυρή ώστε να αποτρέψει τους Ρώσους, αλλά όχι τόσο ισχυρή ώστε να τους είναι εντελώς αφόρητη.
Μετριασμένη ενίσχυση, όχι υπερβολές
Η σωστή ισορροπία αυτού του είδους ήταν κεντρική προτεραιότητα για το ΝΑΤΟ όταν επανεξόπλισε τη Γερμανία τη δεκαετία του 1950, επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας στο Duke. Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ έκαναν προσπάθειες για να μετριάσουν το δίλημμα ασφαλείας που έθεσε ο γερμανικός επανεξοπλισμός, στοχεύοντας προς μια Γερμανία αρκετά ισχυρή για να βοηθήσει στην αποτροπή των Σοβιετικών αλλά όχι τόσο ισχυρή ώστε να πυροδοτήσει μια σοβιετική προληπτική εισβολή.
Ταυτόχρονα, ο γερμανικός επανεξοπλισμός ήταν εγκλωβισμένος σε μια μεγαλύτερη διάταξη ασφαλείας σχεδιασμένη να διατηρεί υπό έλεγχο τις φιλοδοξίες. «Η σωστή ισορροπία είναι εξαιρετικά δύσκολη, όπως κατέστησε σαφές η σειρά των κρίσεων στα 20 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το να το κάνεις λάθος μπορεί να προκαλέσει μια ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως συνέβη με την αποτυχημένη ειρήνη που ακολούθησε τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο» επισημαίνει ο καθηγηγητής στο Duke.
Σύμφωνα με τον ίδιο, από τις επιλογές που προσφέρονται, η ένταξη στο ΝΑΤΟ με εγγύηση του άρθρου 5 των de facto συνόρων που αντιπροσωπεύονται από τις γραμμές ελέγχου, μπορεί να είναι η πιο δύσκολη για διαπραγμάτευση αλλά η πιο σταθεροποιητική μακροπρόθεσμα.
Στο Κρεμλίνο δεν θα αρέσει καμία από τις παραπάνω επιλογές, αλλά, όπως καταλήγει ο Feaver, κάθε επιλογή έχει τα μειονεκτήματά της, προκρίνοντας τελικά την ένταξη, η οποία «παρόλα τα προβλήματά της, μπορεί να καταλήξει να είναι η λιγότερο κακή επιλογή, που αξίζει τη σκληρή διπλωματική δουλειά που θα χρειαστεί για να το πετύχει».
Οι εξελίξεις και η πραγματικότητα πάντως, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν καμία από τις επιλογές που προανέφερε ο Peter D. Feaver.