Η Αφρική ήταν πάντα μια ήπειρος όπου άφηναν βαθύ το χνάρι τους οι συνολικοί ανταγωνισμοί στο διεθνές σύστημα. Ο ανταγωνισμός των αποικιακών δυνάμεων στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου με επίδικο σε μεγάλο βαθμό την Αφρικανική Ήπειρο, ήταν μία από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βόρεια Αφρική ήταν ένα από τα πεδία των μαχών του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Και βέβαια στο φόντο των αντιαποικιακών κινημάτων, μεγάλο μέρος του πρώτου Ψυχρού Πολέμου αφορούσε το πώς θα αρθρωνόταν η επιρροή και οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις στην Αφρική.
Στις μέρες μας υποτίθεται ότι η βασική ένδειξη προόδου για τις χώρες της Αφρικής είναι να έχουν δημοκρατία και να έχουν ένα καθεστώς που να διευκολύνουν τις ξένες επενδύσεις. Και όταν μιλάμε για επενδύσεις σε αρκετές περιοχές της Αφρικής αυτό μεταφράζεται στη δυνατότητα μεγάλων δυτικών πολυεθνικών εταιρειών να μπορούν να έχουν προνομιακές συμφωνίες εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, ιδίως του ορυκτού πλούτου, από υδρογονάνθρακες έως ουράνιο. Την ίδια στιγμή, αρκετές χώρες εξακολουθούν να υποφέρουν από τις ανοιχτές πληγές και στρεβλώσεις που άφησε η αποικιοκρατία, αλλά και νέα προβλήματα και εντάσεις, όπως η βία των ένοπλων ισλαμιστικών κινημάτων.
Αυτό αφορά ιδιαίτερα την περιοχή του Σαχέλ, που εκτός των άλλων είχε να αντιμετωπίσει το συνδυασμό ανάμεσα στην εμφάνιση και δράση ένοπλων ισλαμιστικών κινημάτων, που με τη σειρά τους, στο πλαίσιο και του παγκόσμιου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» έφεραν την εκ νέου παρουσία δυτικών στρατευμάτων, ιδίως γαλλικών (σε έναν ιδιότυπο καταμερισμό εργασίας με τις ΗΠΑ), αλλά και νέες πιέσεις για «προνομιακή» μεταχείριση των δυτικών συμφερόντων. Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά φάνηκε ότι αυτού του είδους η στρατιωτική παρουσία δεν ήταν τόσο αποτελεσματική ως προς τον κύριο σκοπό της, ενώ προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια σε μερίδες των τοπικών κοινωνιών.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξαν τρία πραξικοπήματα, στη Γουινέα, το Μάλι και τη Μπουρκίνα Φάσο, που είχαν ως κοινό στοιχείο μια «πατριωτική» αναφορά, έναν αντιδυτικό τόνο και μια σχετική στροφή προς τη Ρωσία και προς τη μισθοφορική εταιρεία Wagner για την αντιμετώπιση του συνεχιζόμενου προβλήματος της δράσης ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων.
Μάλιστα, μια ματιά στη ρητορική ιδίως του νεαρού ηγέτη της Μπουρκίνα Φάσο λοχαγού Ιμπραχίμ Τραορέ θα διαπιστώσει έντονα αντιαποικιακά στοιχεία, αντιδυτικούς τόνους, κατηγορία των προηγούμενων κυβερνήσεων ότι ήταν διεφθαρμένες και υποταγμένες στη Δύση και ρητές αναφορές στη θετική συνεισφορά της Ρωσίας. Ούτε είναι τυχαίο ότι Μάλι και Μπουρκίνα Φάσο εξετάζουν το ενδεχόμενο μιας ομοσπονδίας.
Το πραξικόπημα στον Νίγηρα
Στο φόντο των παραπάνω μπορούμε να δούμε τις εξελίξεις με το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα. Ο Νίγηρας σε αντίθεση με τις άλλες γειτονικές χώρες ακολουθούσε μια σχετικά φιλοδυτική πολιτική και μάλιστα ήταν η χώρα στην οποία ήταν εγκατεστημένες οι γαλλικές και αμερικανικές δυνάμεις που συνέχιζαν να δρουν στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, ο Νίγηρας ήταν μια χώρα ιδιαίτερα σημαντική για τα γαλλικά συμφέροντα. Εκεί παράγεται πάνω από το 5% της παγκόσμια παραγωγής ουρανίου στον κόσμο και μάλιστα θεωρείται ότι είναι εξαιρετικής ποιότητας. Την εκμετάλλευση του ουρανίου έχει μια εταιρεία που αποτελεί κοινοπραξία της Γαλλίας και του Νίγηρα, η Somaïr. Μόνο που η συνεργασία είναι ιδιαίτερα άνιση: Η γαλλική επιτροπή ατομικής ανεργίας και γαλλικές εταιρείες έχουν το 85% της εταιρεία και η κυβέρνηση του Νίγηρα μόνο το 15%. Στα μάτια των στρατιωτικών αυτό φάνταζε ως μια βασική αιτία διαφθοράς.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Νίγηρας όπως και άλλες πρώην γαλλικές αποικίες παραμένουν τμήμα του συστήματος της Communauté Financiére Africaine που σημαίνει ότι χρησιμοποιούν ένα κοινό νόμιμα, το franc CFA (φράγκο της CFA) που διαδέχτηκε το παλιό φράγκο των αφρικανικών αποικιακών και συνεπάγεται μια ιδιότυπη μόνιμη εξάρτηση από τη Γαλλία, εξ ου και οι έντονες συζητήσεις για αποχώρηση από σε διάφορες χώρες.
Η αντίδραση των άλλων χωρών της δυτικής Αφρικής και το ενδεχόμενο ένοπλης επέμβασης
Ενώ στα πραξικοπήματα που προηγήθηκαν δεν είχε υπάρξει μια πολύ μεγάλη αντίδραση, παρότι αντιμετωπίστηκαν αρνητικά (εξαίρεση είχε το πραξικόπημα στο Τσαντ που είχε θετική αντιμετώπιση ιδίως από τη Γαλλία), στην περίπτωση του πραξικοπήματος στον Νίγηρα φαίνεται πώς η αντίδραση είναι αρκετά πιο έντονη.
Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τόσο οι δυτικές δυνάμεις όσο και άλλες χώρες της δυτικής Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της Νιγηρίας που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία, θεωρούν ότι ο Νίγηρας είναι πολύ σημαντικός για να αφεθεί να αλλάξει κατεύθυνση και προσανατολισμό. Αυτό έχει να κάνει τόσο με την οικονομική σημασία της χώρας, ιδίως σε σχέση με τον ορυκτό πλούτο, όσο και με τη σημασία της για τη στάθμευση και διάταξη δυτικών δυνάμεων.
Όλα αυτά προφανώς δεν είναι και άσχετα και με την κλιμάκωση που έχει πάρει ο συνολικότερος γεωπολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, που σημαίνει ότι υπάρχει μια προσπάθεια να μην ενισχυθεί η ρωσική παρουσία στην περιοχή. Άλλωστε, η Μόσχα έχει επενδύσει ιδιαίτερα στις καλές σχέσεις με αφρικανικές σχέσεις, υπογραμμίζει μια παράδοση αντιιμπεριαλιστικών πολιτικών που αφετηρία έχουν την εποχή της σοβιετικής ένωσης, ενώ φαίνεται ότι μια ορισμένη «ρωσοφιλία» καταγράφεται και σε μερίδα των αφρικανικών κοινωνικών που αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως ένα αντίβαρο απέναντι στη Δύση.
Αιχμή του δόρατος των αντιδράσεων είναι αυτή τη στιγμή η Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής που όχι μόνο κατήγγειλε το πραξικόπημα αλλά και έδωσε και διορία στους πραξικοπηματίες προκειμένου η χώρα να επανέλθει στη νομιμότητα. Ο τόνος των ανακοινώσεων, αλλά και το γεγονός ότι Γαλλία και Ιταλία έσπευσαν να οργανώσουνε εκκενώσεις των πολιτών τους από τον Νίγηρα, έδωσε την αίσθηση ότι εξετάζεται και το ενδεχόμενο μιας ένοπλης επέμβασης για την αποκατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης, αν και είναι ανοιχτό το ερώτημα εάν η Νιγηρία, που θα κληθεί να αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος μιας τέτοιας επέμβασης, θα θελήσει να το κάνει σε αυτή ειδικά τη συγκυρία, παρότι από διάφορες πλευρές της ασκείται πίεση να προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Από την άλλη, οι χώρες στις οποίες ήδη είχαν γίνει ανάλογα στρατιωτικά πραξικοπήματα έσπευσαν να κάνουν σαφές ότι αυτό θα σηματοδοτούσε ευρύτερη ανάφλεξη. Το Μαλί και η Μπουρκίνα Φάσο έκαναν σαφές ότι τυχόν επέμβαση στον Νίγηρα θα αντιμετωπιζόταν ως κήρυξη πολέμου και εναντίον τους, ενώ καταγγελία ενάντια σε ενδεχόμενη επέμβαση έκανε και η Γουινέα.
Ιδιαίτερη βαρύτητα, όμως είχε και η τοποθέτηση της Αλγερίας, χώρας που έχει 950 χιλιόμετρα συνόρων με τον Νίγηρα, που ναι μεν ζήτησε αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και του προέδρου Μπαζούμ, αλλά ταυτόχρονα προειδοποίησε ενάντια στις σκέψεις για ξένη ένοπλη επέμβαση.
Η ίδια η Ρωσία έχει επιλέξει και αυτή μια θέση έκκλησης για αποκατάσταση της νομιμότητας, όμως την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η Μόσχα αφενός διατηρεί παρουσία στην περιοχή, μέσω της Wagner, αφετέρου σίγουρα δεν βλέπει να κακό μάτι τον κλίμα υπέρ της σε αρκετές χώρες της περιοχής. Αυτό άλλωστε φάνηκε και στη Μόσχα στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής Ρωσίας – Αφρικής στην Αγία Πετρούπολη όπου ο Πούτιν υπογράμμισε την ανάγκη ένα πολυπολικό κόσμο ενάντια στην «νεοαποικιοκρατία».