Στην άλλοτε κραταιά «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη Γερμανία, στρέφονται τα βλέμματα της διεθνούς οικονομικής σκηνής, καθώς πληθαίνουν οι φόβοι για την πορεία της. Αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους αναλυτές οι ανακοινώσεις που αφορούν την πορεία του πληθωρισμού της για τον μήνα Ιούλιο, καθώς τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι οι παλιές καλές ημέρες αποτελούν παρελθόν για τον γίγαντα της Δύσης.
Ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2022, αλλά και το πρώτο του τρέχοντος έτους, η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση τεχνικά. Την ανησυχία ενέτειναν τα στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα και αφορούσαν τη βιομηχανική παραγωγή του Ιουνίου του 2023, καθώς κατεγράφη μείωση σε ποσοστό της τάξεως του 1,5%, όταν οι προβλέψεις των αναλυτών προηγουμένως ανέμεναν πολύ μικρότερη κάμψη μόλις κατά 0,5%.
Όπως δήλωνε χαρακτηριστικά στη «Guardian» o Carsten Brzeski, επικεφαλής μακρο-οικονομικών για όλον τον κόσμο του ολλανδικού τραπεζικού ομίλου ING, η γερμανική οικονομία «έχει κολλήσει στη ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης». Υπενθυμίζεται ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη προχωρήσει στην πρόβλεψη ότι η ενεργειακή κρίση θα αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στη γερμανική οικονομία, καθώς αναμένεται να είναι η μόνη από τις χώρες της G7 που εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει συρρίκνωση κατά τη φετινή χρονιά.
Η ενεργειακή κρίση και οι επιπτώσεις της
Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο, καθώς το σοβαρό επακόλουθό του, η ενεργειακή κρίση, πλήττει τους κατασκευαστές. Ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός, εάν συνυπολογίσει κανείς κιόλας το δημογραφικό πρόβλημα του γερμανικού κράτους, που οδηγεί σε μείωση την παραγωγικότητα, αλλά και τη μεγάλη έλλειψη που παρατηρείται σε εργαζόμενους με συγκεκριμένες δεξιότητες. Την ίδια ώρα και η αυτοκινητοβιομηχανία της αντιμετωπίζει μεγάλο ανταγωνισμό σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε δύσκολη θέση έχει ξαναβρεθεί μεταπολεμικά η οικονομία της χώρας, ύστερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, καθώς η ένωση Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας οδήγησε σε άνοδο της ανεργίας και εξασθένησε τη συνολική δυναμική της. Τότε της αποδόθηκε και ο περίφημος χαρακτηρισμός του «μεγάλου ασθενούς» της Γηραιάς Ηπείρου.
Η ΕΚΤ και οι αυξήσεις των επιτοκίων
Οι αναλυτές ανησυχούν ιδιαίτερα για τις εξελίξεις, καθώς οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η αγωνία για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και ο κινεζικός παράγοντας –μια αγορά μεγάλη για πολλούς εξαγωγείς από τη Γερμανία- δημιουργούν ένα πολυπαραγοντικό παζλ για την πορεία των πραγμάτων.
«Χτύπημα» στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης βλέπει το Bloomberg, καθώς θεωρεί ότι η επιθετική πολιτική που ακολουθείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις αυξήσεις των επιτοκίων, θα οδηγήσει σε σαφή κάμψη της οικονομικής παραγωγής. Αναμένεται ότι οι συνεχείς προσπάθειες ελέγχου του πληθωρισμού, σύμφωνα με την εν λόγω πρόβλεψη, σε συσχετισμό με την πορεία των ενεργειακών τιμών, καθώς και την άρση των μέτρων στήριξης, μείωση δηλαδή των κρατικών δαπανών στα πρότερα επίπεδα που μεθοδεύεται, αυτό θα μπορούσε να επιφέρει πολύ ισχυρό πλήγμα στην οικονομία της ευρωζώνης, γύρω στο 5%, για το 2024.
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι κίνδυνοι εντοπίζονται τόσο στην ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει μέχρι τώρα η οικονομία, κάτι που προκαλεί εφησυχασμό, όσο και στη σφικτή νομισματική πολιτική που έχει υιοθετηθεί καθυστερημένα. Η πρόκληση για τα οικονομικά επιτελεία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και την ΕΚΤ είναι μεγάλη, το πώς δηλαδή θα κατορθώσουν να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό χωρίς να κατρακυλήσει η οικονομία τους στην ύφεση.