Λακτίζει κανείς πάνω σε καρφιά όταν επικαλείται κάθε τόσο το «τραγικό ρίγος» που πρέπει να εκπέμπεται από κάθε παράσταση στην Επίδαυρο – ειδικά όταν πρόκειται για ένα έργο όπως η «Εκάβη» του Ευριπίδη. Εκεί όπου ο ανυπόφορος πόνος της ηττημένης βασίλισσας μετατίθεται στο άκρο της ύπαρξης (κάποτε πρέπει να πάρεις στα σοβαρά τους στίχους για την ηρωίδα που ξεπερνά όλους τους άντρες και τις γυναίκες στα πάθη).
Αλλο τόσο, όμως, χτυπάει κανείς πάνω σε πόρτες που μένουν κλειστές όταν εισέρχεται στην ορχήστρα με όσους «κώδικες» περιμαζεύει – μάλλον λειψούς εξαρχής – από την πρότερη καλλιτεχνική πορεία του. Ο θίασος που δίδαξε η Ιώ Βουλγαράκη στην «Εκάβη» της περασμένης Παρασκευής και του Σαββάτου κινήθηκε χωρίς να υπάρχει μελετημένος άξονας και πρόταση.
Στο μεγαλύτερο μέρος οι ηθοποιοί απήγγειλαν το μεταφρασμένο κείμενο, απέρχονταν και έδιναν ο καθένας τη σειρά στον επόμενο ή την επόμενη για να διεκπεραιωθεί το επεισόδιο. Με κυρίαρχο το εξωτερικό παίξιμο – οι στιγμές που εσωτερίκευαν οι ερμηνευτές τα γεγονότα πρέπει να ήταν ελάχιστες -, το συνολικό ύφος ερχόταν από παλιά βαραίνοντας τα δευτερόλεπτα που περνούσαν στις κερκίδες.
Διαβάστε επίσης: «Η κουλτούρα της ακύρωσης στο τέλος ακυρώνει εμάς»
Και πάντως από την προϋπηρεσία στην οποία είχε ασκηθεί κάθε μέλος του θιάσου ξεχωριστά και όχι ως σύνολο. Στιγμές στιγμές αυτή η «εξωστρέφεια» θύμιζε εικόνες από άλλα είδη θεάματος – ανάμεσά τους και τον έγχρωμο παλιό κινηματογράφο. Οπως ο κυριολεκτικός διαγκωνισμός Εκάβης και Οδυσσέα με υποψήφιο λάφυρο την Πολυξένη: οι δύο ηθοποιοί τραβούσαν από τα χέρια τη Μαρίνα Καλογήρου, που βρισκόταν ανάμεσά τους, με ασυνήθιστο ρεαλισμό.
Η παράσταση της Βουλγαράκη δεν μπορούσε παρά να έχει ως κέντρο βάρους την πρωταγωνίστρια. Σε μια τραγωδία όπου ο λόγος «βιάζεται» από τη σοφιστεία και τη ρητορική – ο πάντοτε επίκαιρος Ευριπίδης προς τους Αθηναίους του 427 π.Χ. και τον δημαγωγό Κλέωνα – η Ελένη Κοκκίδου όφειλε να εκφέρει τον διττό λόγο του θύματος και της εκδίκησης. Του πόνου και του δόλου. Οφειλε να κινηθεί σε δύο επίπεδα κρατώντας θερμοκρασίες για τις μεταπτώσεις και την κορύφωση: η ηττημένη Εκάβη από το μέσο κι έπειτα μεταλλάσσεται σε τιμωρό κι εκδικήτρια με θύμα τον θρακιώτη βασιλιά Πολυμήστορα. Ηταν δύσκολο εξαρχής κι έτσι η κωμική ηθοποιός συμμετείχε τελικά σε μια άσκηση ύφους, αν πρέπει να κρατήσουμε τις εντυπώσεις για τον εαυτό μας. Το να αντικρίσει κατάματα, έτσι κι αλλιώς, το βάραθρο που ανοίγει το κείμενο θα ήταν ανυπόφορο, όπως για πολλές ηθοποιούς. Το περίφημο αντηχείο της Επιδαύρου εξέθεσε τους ψιθύρους και οι προβολείς τη μικροκλίμακα.
Ηττημένοι και μελλοθάνατοι
Οι μηχανισμοί της κορύφωσης έλειψαν πάντως και από τους άλλους συντελεστές. Η «Εκάβη» είναι μια τραγωδία την αφήγηση της οποίας εκκινεί ένα φάντασμα: εκείνο του Πολύδωρου, ο οποίος προλαβαίνει και αναγγέλλει όλα όσα θα συμβούν – τον διπλό θάνατο που θα αντικρίσει η μάνα του μέσα στην ίδια μέρα, αφού και την Πολυξένη θα χάσει για να γίνει σφάγιο των Αχαιών και το νεκρό σώμα του ίδιου θα θρηνήσει. Αρα τι μένει για τους θεατές από τη στιγμή που γνωρίζουν λίγο-πολύ την υπόθεση; Η βασιλική οδός για την εξέλιξη των συναισθημάτων και του ψυχισμού. Για την Εκάβη τα δεινά δεν έχουν τελειώσει.
Για τις τρωαδίτισσες αιχμάλωτες του Χορού μόλις ξεκινούν. Εκείνες θα σταθούν δίπλα της φίλες και συνεργοί. Στο τέλος πάνω στη σκηνή θα έχουν μείνει μόνο νεκροί, ηττημένοι – η πρώην βασίλισσα και ο τυφλωμένος Πολυμήστωρ, τα παιδιά του οποίου έχει σφάξει με δόλο η Εκάβη – και μελλοθάνατοι: ο Αγαμέμνονας, που ακούει την προφητεία του Διόνυσου ότι θα πέσει νεκρός από τα χέρια της Κλυταιμνήστρας. Αυτό το τόξο της βίας έλειπε πάνω από το ενδιαφέρον σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού, με τα ομοιώματα ανθρώπινων μελών ανάμεσα στα βράχια των θρακικών ακτών (σε σημείο που όταν τα μέλη του Χορού έπαιρναν τη θέση τους για να κουρνιάσουν ανάμεσά τους να «δένουν» σε ένα αρμονικό σύνολο). Η μόνη στιγμή που ο κώδικας άλλαξε τον ρυθμό της παράστασης ήταν με την εμφάνιση του Ακη Σακελλαρίου στον ρόλο του Πολυμήστορα: υποκριτικός, έτοιμος να ξεγελάσει την Εκάβη για τη δήθεν συμπόνια του, έπαιζε σε διαφορετική περιοχή από τον θίασο. Χρειάζονταν περισσότερες τέτοιες «αυθαιρεσίες».
Και η τελευταία υποσημείωση για τη μετάφραση της καθ’ όλα σεβαστής Ελένης Βαροπούλου, στην οποία οφείλουμε την εκ νέου συνάντηση με τον Ντοστογέφσκι. H επιλογή των λέξεων φόρτωνε την ακρόαση από επεισόδιο σε επεισόδιο: «τέκνο μου», κάθε φορά που αναφερόταν η Εκάβη στον Πολύδωρο, «δύστηνος», «πλαγκτόν» (το σώμα του Πολύδωρου μέσα στη θάλασσα) και «να ειπώ τι;» είναι μερικά παραδείγματα.