Ο Θωμάς Κωνσταντίνου τη στιγμή που μιλάμε είναι στην Πρέβεζα και ετοιμάζεται αύριο να πάει να παίξει σε πανηγύρι. Εκ των χαρισματικών της σύγχρονης γενιάς μουσικών, ουτίστας και λαουτίστας, δάσκαλος ο ίδιος και για χρόνια συνιδρυτής των περίφημων Τακίμ, έχει ένα πλεονέκτημα: είναι ξέχωρα από σπουδαίος μουσικός με μεγάλες συνεργασίες, και γιος του δημοτικού τραγουδιστή Γιάννη Κωνσταντίνου.

Που άφησε εποχή το ’60 και το ’70 ως ένα από τα χρυσά πρόσωπα των παταριών, των πανηγυριών, των κέντρων της Ομόνοιας και της δισκογραφίας. Με τον Θωμά μιλάμε για όλα αυτά. Είναι εξάλλου και ένας έγκυρος μελετητής των ειδών με σπάνια αφοσίωση και μνήμες από μια εποχή που σήμερα έχει μετασχηματιστεί αλλά πάντα αποτελεί ερέθισμα κουβέντας πάνω στην παράδοση.

Διαβάστε επίσης: Δεκαπενταύγουστος: Πώς γιορτάζει η Ελλάδα το «Πάσχα του καλοκαιριού»

Θέλω να ξεκινήσω από αυτές τις φωτογραφίες που είδα ότι ποστάρατε στο fb, στο καφενείο στο Σεϊτάν Παζάρ στην Πρέβεζα. Ποια είναι η μνήμη και η σύνδεσή σας με αυτόν τον χώρο του ιδιοκτήτη Σταύρου Κώστα;

Ο Σταύρος Κώστας είναι συγγενής μου, τα επίθετά μας είναι Κώστας και το «Κωνσταντίνου» είναι κατά λάθος καλλιτεχνικό που βγήκε στην οικογένεια τη δεκαετία του ’50 εκ παραδρομής. Αυτή η οικογένεια έχει αναλάβει το παλιό καφενείο στην Πρέβεζα τα τελευταία τριάντα χρόνια αν δεν κάνω λάθος και πρόκειται για έναν πολύ ιστορικό χώρο ο οποίος από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στέγασε εκεί το συνδικαλιστικό όργανο των μουσικών της Πρέβεζας. Δηλαδή ήταν το σημείο στο οποίο συναντιόντουσαν οι μουσικοί μεσημέρι για να μελετήσουν, για να ανταλλάξουν απόψεις, για να κλείσουν τις δουλειές τους και τα λοιπά. Για αυτούς που δεν γνωρίζουν, όλο αυτό το δρομάκι, το Σεϊτάν Παζάρ, ήταν γεμάτο με καφέ αμάν και καφέ σαντάν.

Και οικογενειακή σχέση λοιπόν.

Η σχέση μου είναι και οικογενειακή γιατί έχω συγγένεια με τους ανθρώπους αυτούς και υπάρχουν και πολλές βέβαια ανέκδοτες ιστορίες του πατέρα μου τη δεκαετία του ’50 που πήγαινε εκεί ως νέος τραγουδιστής.

Πείτε…

Για παράδειγμα, όταν ο πατέρας μου κατέβηκε από το χωριό Ανω Δεσποτικό δεν ήταν εύκολα. Κάποια από τα παιδιά αναγκάστηκαν, και τονίζω τη λέξη, να βγουν στη δουλειά αυτή γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος για να ζήσουν. Βέβαια εκεί υπήρχαν ήδη μεγαθήρια – μουσικά ιερά τέρατα. Ητανε η πιάτσα του Τζάρα, του Τουρκοβασίλη, του Τζέμου. Ονόματα που μπορεί να μην έχουμε δισκογραφία από αυτούς αλλά έχουν μείνει στη συλλογική συνείδηση των παλιών μουσικών. Ανθρωποι θρύλοι της μουσικής παράδοσης της Πρέβεζας συγκεκριμένα, η οποία είναι και ένα πολύ ιδιαίτερο σημείο αναφοράς γιατί εκεί συναντιόντουσαν πολλά είδη μουσικής. Δεν ήταν μόνον ας πούμε η δημοτική παράδοση. Ηταν η λευκαδίτικη παράδοση, η ηπειρώτικη μουσική. Κι όλα αυτά ανακατεύονταν σε ένα μείγμα το οποίο είχε μέσα βέβαια και ρεμπέτικο, οπότε όταν ο πατέρας μου έφτασε εκεί δεκαετία του ’50, ναι, ήτανε το βλαχάκι από το χωριό και όταν περνούσε μπροστά από το καφενείο των μουσικών του έκαναν μπούλινγκ. Αυτό μετά, στην επόμενη δεκαετία, άλλαξε γιατί όλη αυτή η γενιά τραγουδιστών όπως ο Αλέκος Κώστας, ο πατέρας μου, ο Καρναβάς (που ήταν λίγο πιο παλιός) πήραν τα ηνία της παράδοσης.

Οπότε έχουμε πρώτο δεδομένο πως ο πατέρας σας κατεβαίνει από το χωριό και στην πραγματικότητα εγγράφεται πια σε μια γενιά του ’60, που παίρνουν τα ηνία στα πανηγύρια, στη δισκογραφία και στα κέντρα. Ολο αυτό ως μια συνολική μνήμη πώς επιδρά πάνω σας όταν ήσαστε παιδί;

Ψάχνω τη λέξη τώρα: ευεργετικά από πολλές απόψεις και σε ανθρώπινο επίπεδο πάντα είχα το όνομα του πατέρα μου να με προστατεύει κατά κάποιον τρόπο γιατί και εγώ όταν βγήκα στη δουλειά έτυχα μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης, οπότε ίσως γλίτωσα κάποια από τις συμπεριφορές που μπορεί κάποιοι άλλοι να εισέπραξαν.

Είπατε ευεργετικά.

Ναι. Από την άποψη ότι αποτυπώθηκαν τόσο πολλές και τόσο διαφορετικές εικόνες μέσα στο μυαλό μου και στην ψυχή μου, οι οποίες ακόμα μέχρι σήμερα επανερμηνεύονται και στην πράξη και ως αναμνήσεις δηλαδή γεγονότα και εικόνες που έχω από πολύ μικρός μέσα μου.

Πείτε μία.

Κάτω από τα πατάρια να βλέπω τον κλαριντζή Γιάννη Βασιλόπουλο με το λευκό του κοστούμι να είναι ακριβώς από πάνω ή τον Τάκη Καρναβά. Είναι εικόνες που ακόμα και μέχρι σήμερα με στοιχειώνουν με την καλή έννοια βέβαια και πάντα βρίσκουν τον τρόπο να μπουν μέσα σε αυτά που κάνω. Δηλαδή αυτό που κρατάω πιο πολύ από όλες αυτές τις εμπειρίες είναι η συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων. Η μουσική έρχεται τελευταία, είναι απλά μια αντανάκλαση της ζωής και γι’ αυτό και αισθάνομαι και τρομερά τυχερός. Για να φτάσω σήμερα να αναπολώ και να στενοχωριέμαι και με αυτό που βλέπω…

Γιατί το λέτε αυτό;

Το θέμα με τα πανηγύρια που υπήρχαν κάποτε, δεν λειτουργεί το πράγμα με τον ίδιο τρόπο.

Ναι, αλλά τα πανηγύρια δεν ήταν και πεδίο ανανέωσης και ακόμα και καινοτομιών;

Σύμφωνοι. Τα πανηγύρια είναι προϊόν απόσταξης, δεν είναι κάτι που αποφάσισε κάποιος μια χρονιά να το ονομάσει κάπως και ξαφνικά άλλαξε. Δηλαδή οι αλλαγές ακόμη και να ερχόντουσαν με έναν πιο φυσικό τρόπο, τα τελευταία 20 χρόνια αυτό έχει αλλάξει, έχει φτηνύνει πάρα πολύ. Δεν το κρίνω σε καμία περίπτωση γιατί δεν μπορώ να κρίνω ό,τι είναι ανάγκη της κοινωνίας και γιατί πιθανώς η κοινωνία να μην μπορεί πλέον να λειτουργήσει και να απολαύσει ας πούμε αυτόν τον θησαυρό όπως τον απολάμβαναν οι παλιοί. Τότε ο καθένας πλήρωνε για το τραγούδι του. Εδώ που θέλω να επικεντρωθώ είναι στον εξευγενισμό των πανηγυριών και αυτό είναι που με ενοχλεί. Από τη μία συγκινούμαι να βλέπω πιτσιρίκια στην Τεχνόπολη να χορεύουν σε σκοπούς που οι προηγούμενες γενιές δεν γνώριζαν. Και από την άλλη λέω ότι μου θυμίζει την Αμερική με το ροκ εν ρολ. Δηλαδή δεν τους άρεσε το μπλουζ με τους μαύρους κι έπρεπε να το φέρουν στα μέτρα τους.

Πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Γίνονται πανηγύρια στα μέρη σας αυτές τις ημέρες;

Πολλά και όλων των ειδών.

Παίζετε;

Βέβαια, εγώ έχω μια στενή συνεργασία με τον Γιώργο Κωτσίνη και παίζουμε και σε συναυλίες και σε πανηγύρια. Γενικά ο Αύγουστος είναι ο μήνας που παίρνουμε φωτιά.

Αύριο, 15 Αυγούστου, πού θα παίζετε;

Στην Καρίτσα Ιωαννίνων. Πάω με το λαούτο μου.

Το ρεπερτόριο στα πανηγύρια έχει εξελιχθεί καθόλου, παίζονται τα παλιά;

Ακούγονται και παλιά κομμάτια, παλιοί σκοποί, αλλά όσο φεύγουν οι παλιοί χορευτές – μιλάω για τους 75άρηδες, 80άρηδες, 70άρηδες – και οι απαιτήσεις τους…

Δηλαδή;

Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν τους παλιούς σκοπούς αλλά δεν έχουν την ίδια απαιτητικότητα που είχαν οι παλιοί. Εχω προλάβει χορευτές που σε κοιτούσαν στα μάτια και έμπαινε σε κίνδυνο η σωματική σου ακεραιότητα αν δεν θα έπαιζες καλά το κομμάτι. Το λέω γιατί το έχω ζήσει μπροστά στα μάτια μου, μπορεί να ήμουν παιδί, αλλά έχω δει χορευτές που για αυτούς η σωστή εκτέλεση και η σωστή διεκπεραίωση της τελετουργίας ήταν πολύ ζωτικής σημασίας. Το περίμεναν όλο τον χρόνο αυτό για να συμβεί, να χορέψουν τον Μπεράτη, τη Σαμαντάκα…

Θυμάστε το πρώτο πανηγύρι όπου συμμετέχετε εσείς ως μουσικός;

Δεν ξέρω αν πιάνει, ήμουν 7 χρονών και με έβαλε ο πατέρας μου στο χωριό της μητέρας μου στη Ναύπακτο και τραγούδησα το «Με πήρε το ποτάμι, με πήρε ο ποταμός». Αυτή ήταν η πρώτη μου τρομερή εμπειρία στο χωριό Σεργούλα Φωκίδας, δυνατό πανηγύρι πολύ και πέρασαν πολύ μεγάλα ονόματα από εκεί, όπως η Τασσία Βέρρα, η Κολλητήρη και μεγάλα όργανα: Κοκκώνης, Βασιλόπουλος κ.ά.

Επειδή μας διαβάζει ένα ευρύ κοινό, η Στερεά Ελλάδα είχε άλλον τρόπο σε παιξίματα και τρόπους από την Ηπειρο;

Το έχω στη μνήμη μου και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο. Ακόμα και μέσα στο ίδιο το χωριό κάποιες οικογένειες δεν άκουγαν ηπειρώτικα αλλά άκουγαν την παράδοση της Αιτωλοακαρνανίας – της Ρούμελης. Υπήρχαν όμως και κάποιες οικογένειες που ήθελαν ή θέλουν να ακούσουν πωγωνίσια. Δηλαδή βλέπεις ακόμα και στο ίδιο το χωριό διαφορετικής επιλογής μουσικές. Οσο πας προς τον Βορρά δηλαδή περνάς τη Λάκκα Σουλίου και πας στο Πωγώνι, εκεί επικρατεί η πεντατονία αλλά πάντα υπάρχουν και αστικές αναφορές, δηλαδή θα σου ζητήσουν τραγούδια που έχουν ακούσει και στο Αγρίνιο. Δηλαδή και κατ’ επέκταση υπάρχουν τα επιμέρους ιδιώματα και μετά όσο πας προς την Πίνδο, το Μέτσοβο, εκεί αρχίζουν τα πράγματα και περιπλέκονται. Είναι η ποικιλία τόσο μεγάλη που χάνεις το μυαλό σου. Αν πιάσουμε όλη την Ελλάδα είναι αμέτρητες οι μελωδίες, σκοποί, εικόνες, οι γεύσεις. Δεν σου φτάνει μια ζωή για να τα ανακαλύψεις και να τα βιώσεις όλα αυτά.

Ρώτησα λίγο πριν και επέμεινα για μια εξελισσόμενη συζήτηση και έναν διάλογο που έχουμε για τα πανηγύρια και για το πόσο έχει συγχρωτιστεί με έναν οριστικό τρόπο το λαϊκό με το δημοτικό, γιατί έβλεπα ένα κείμενο που είχε κάνει ο δημοσιογράφος στα «Παραπολιτικά» Γιώργος Κατσιγιάννης που έχει συγγενείς καλλιτέχνες και το ξέρει το είδος και ο οποίος λέει – ρε παιδί μου – ότι εγώ και μικρός που θυμάμαι ο Καρναβάς τραγουδούσε το «Βρε μελαχρινάκι» και η Πυργάκη τραγουδούσε το «Ενα φορτηγό λουλούδια» ή ακόμα και ο Τσαούσης το «Παντρεμένοι κι οι δυο». Θέλω να πω ότι και τότε ακόμα πολύ μεγάλα πρόσωπα που ήξεραν από παράδοση έβαζαν και λαϊκά στο ρεπερτόριο τους.

Ναι, ήταν πάντα αυτονόητο. Για να τα πούμε τα πράγματα όπως είναι, έπρεπε και αυτοί να βγάζουν το ψωμί τους, δεν θα μπορούσαν να βγάλουν το πανηγύρι λέγοντας μόνο τα παραδοσιακά, αλλά η βασική τους διαφορά με τους σημερινούς τραγουδιστές είναι ότι ήξεραν καλά το παλιό ρεπερτόριο. Ο πατέρας μου έχει πει ας πούμε δημοτικά τραγούδια αλλά η δισκογραφία του επί το πλείστον είναι λαϊκοδημοτικά και μάλιστα τραγούδια που τον καθιέρωσαν στη συνείδηση του κόσμου. Η διαφορά τους και πάλι τονίζω ήταν ότι αυτοί ήξεραν πάρα πολύ καλά την προηγούμενη παράδοση, την εκτελούσαν σωστά και έλεγαν και τα μοντέρνα, κάτι που φοβάμαι ότι τώρα ίσως να μη συμβαίνει γιατί δεν τους τα ζητάνε τώρα αυτά τα τραγούδια.

Από την έρευνα και τη δική σας εμπειρία πού εντοπίζετε ότι σπάει η συνέχεια, δηλαδή τι γίνεται; Αλλάζει η ζωή, υπάρχει κάποιο σημείο που σπάει όλο αυτό ή εντάσσεται και αυτό σε μια διαδικασία μακρόχρονη;

Από τότε που αλλάζει η προσωπική σχέση του χορευτή με τον μουσικό. Ο χορευτής πληρώνει ένα ποσό για να ακούσει ένα τραγούδι. Από τη στιγμή που σπάει αυτή η σχέση και μάλιστα από τη στιγμή που σταμάτησε αυτό το πράγμα, η χαρτούρα – δηλαδή η παραγγελία – όταν ο χορός έγινε ελεύθερος και ανέβαιναν ξαφνικά εκατοντάδες πάνω στην πίστα λιγόστεψαν και οι ευθύνες του μουσικού αλλά και οι ικανότητές του.

Πολύ ωραία παρατήρηση και δεν ξέρω αν είναι χρονικό, αν υπάρχει μια χρονική στιγμή κατά την οποία γίνεται αυτό.

Νομίζω στα τέλη του ’90.

Πότε μπαίνετε εσείς στη μαθητεία;

Από τα χρόνια του δημοτικού με πιάνο και βυζαντινή μουσική και πιο ενεργά από το μουσικό γυμνάσιο όπου ήρθα σε επαφή με όργανα. Με το που τελειώνω το σχολείο μπαίνω κατευθείαν στην πιάτσα και δουλεύω με Γλυκερία, Νικολόπουλο, μετά με Αρβανιτάκη, Αλεξίου. Μπήκα στον χορό ως επαγγελματίας – εντός εισαγωγικών – μουσικός, παράλληλα είχα πάντα το ένα πόδι στα πανηγύρια, δηλαδή με έπαιρνε ο πατέρας μου μαζί του και σιγά σιγά φρόντισα να κρατάω μια επαφή, όπως και φροντίζω ακόμα, με τα πανηγύρια και την παράδοση γιατί θεωρώ ότι αυτά είναι η κινητήριος δύναμη. Ο πατέρας μου ήταν κοντά μου πάντα, ήταν υποστηρικτικός στη ζωή μου κι ένα πράγμα μου είπε: τη στιγμή που πιάνω το μουσικό όργανό μου αυτό να γίνεται ένα μ’ εμένα.

Επιρροές είχατε;

Παλιότερους πολλούς. Περισσότερο από τον Χριστόδουλο Ζούμπα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν δάσκαλός μου γιατί δεν έμεινα τόσο πολύ κοντά του, αλλά επειδή έχω μελετήσει τον τρόπο που έπαιζε και πιο πολύ τις ιστορίες που έλεγε για τους παλιούς λαουτιέρηδες, ναι, αν με ρωτήσεις αυτός είναι ο αρχιερέας. Κάποια εποχή, είχε γίνει μια μόδα να παίζουν τρομερά περίπλοκα και μελωδίες και σου ‘πα μου ‘πες και τα λοιπά. Ξαφνικά ο Ζούμπας – και αυτός ήξερε αυτή την παράδοση – αποφασίζει να την αποβάλει σαν στυλ και να γυρίσει στο πολύ παλιό παίξιμο το οποίο το λένε «βούρτσα», δηλαδή το παίξιμο που συναντάμε σήμερα σε νησιά όπως τα Δωδεκάνησα. Είναι ο παλιός τρόπος παιξίματος που υπήρχε στην Ηπειρο, δηλαδή ήταν πιο πολύ κρουστός ο ρόλος του λαούτου παρά μελωδικός.

Οι Τακίμ και η συνεργασία από τον Θαλασσινό μέχρι τους Calexico

Πότε φτιάχνετε τους Τακίμ;

Η μήτρα της ιδέας είναι το 2000 που έπαιζα με τον Νικολόπουλο, όταν συνειδητοποιούσα ότι ξαφνικά μέσα σε όλο το βράδυ που μπορεί να διαρκούσε περισσότερες ώρες έπαιζα μόνο ένα κομμάτι με ούτι. Και κάποια στιγμή λέω, δεν θέλω να κάνω αυτό το πράγμα, μου αρέσει αυτή η δουλειά, την αγαπάω και έτσι τους Τακίμ τους φτιάξαμε ως ένα project πιο πολύ παρεΐστικο, για να μπορούμε να παίζουμε κομμάτια που αγαπάμε. Το σχήμα τώρα δεν είναι ενεργό γιατί οι πυροτεχνουργοί όπως ξέρεις βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Τα τελευταία χρόνια δυσκολευτήκαμε και με τον κορωνοϊό και με υποχρεώσεις. Μπήκαμε στο σχήμα ανύπαντροι και βγήκαμε με 13 παιδιά σύνολο όλη η ομάδα οπότε καταλαβαίνεις.

Το κλίμα;

Το κλίμα ήταν πάντα εκρηκτικό και οικογενειακό, συνεργαστήκαμε απ’ τον Θαλασσινό που ήταν και παραγωγός μας μέχρι τους Calexico. Η παράδοση έχει περάσει από αυτό το στάδιο των ενοχών. Υπήρχε μια περίοδος, αρχές του 2000, που προσπαθούσαν να μπουν τα πράγματα σε κουτάκια στη μουσική.

Αυτές τις μέρες θα πάτε σε κάνα πανηγύρι παρέα με τον πατέρα σας ως ακροατές;

Αν και δύσκολα βγαίνει από το σπίτι θα επιδιώξω να πάω. Πάντα έρχονται άνθρωποι στα πιο απίθανα μέρη όπου έχω πάει να παίξω και πάντα το πρώτο που μου λένε και με συγκινεί βαθιά είναι «πω πω, τι φοβερός άνθρωπος ο πατέρας σου». Δηλαδή έχει αφήσει ένα πολύ καλό όνομα.