Για να απαντηθεί ορθά αυτό το ερώτημα, πρέπει να γίνει αντιληπτή η φύση της διεθνούς πολιτικής και κατ’ επέκταση του διεθνούς δικαίου. Ας το βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι, σε αντίθεση με το εσωτερικό των κρατών όπου υπάρχει μια συντεταγμένη κυβέρνηση, σαφώς καθορισμένες εξουσίες και εντεταλμένα κρατικά όργανα, στον διεθνή χώρο δεν υπάρχει διεθνής κυβέρνηση. Τα κράτη είναι κυρίαρχα, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν καμία εξουσία πάνω απ’ αυτά – σε αντίθεση με τα άτομα στο εσωτερικό των κρατών, τα οποία υπόκεινται στην κρατική εξουσία. Ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας του δεν είναι διεθνής κυβέρνηση· όπως είπε κάποτε ένας κορυφαίος αμερικανός καθηγητής διεθνούς πολιτικής, «ας δω τον ΟΗΕ να πειθαναγκάζει μια Μεγάλη Δύναμη, και μετά θα αρχίσω να συζητάω αν ο ΟΗΕ είναι διεθνής κυβέρνηση». Συνεπώς, είναι τελείως λανθασμένο να μεταφυτεύεται στο άναρχο διεθνές σύστημα η λογική του εσωτερικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί μέσα σε ένα ιεραρχημένο σύστημα και στηρίζεται στη συντεταγμένη κρατική εξουσία (ας σημειωθεί εδώ ότι, όταν καταρρέει η κρατική εξουσία, πάει περίπατο και το εσωτερικό δίκαιο). Πρόκειται για ένα λάθος που διαπράττουν αρκετά συχνά οι νομικοί του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι, όταν βλέπουν εξόφθαλμες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από κράτη που έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, αντί να συνειδητοποιήσουν ότι η λογική που επικρατεί στον διεθνή χώρο είναι τελείως διαφορετική από εκείνη που επικρατεί στο εσωτερικό των κρατών, διακηρύσσουν απτόητοι ότι το διεθνές δίκαιο διατηρεί ακέραιη τη δεσμευτικότητά του, κατά τον ίδιο τρόπο που ο κόκκινος σηματοδότης διατηρεί τη δεσμευτικότητά του ακόμη και αν κάποιος τον παραβιάσει ατιμώρητα.
Η διαφορά με διπλωματικό και προξενικό δίκαιο
Γίνεται αντιληπτό ότι μια προσέγγιση των σημαντικών ζητημάτων της διεθνούς πολιτικής από νομική σκοπιά έχει περιορισμένη χρηστικότητα και δεν εξηγεί την πραγματικότητα. Εδώ πρέπει να γίνει μια επεξήγηση. Το διεθνές δίκαιο υπάρχει και τις περισσότερες φορές εφαρμόζεται, διότι εξυπηρετεί κοινωνικές ανάγκες των κρατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το διπλωματικό και προξενικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται σχεδόν απαρεγκλίτως από δεκάδες και εκατοντάδες κράτη επί αιώνες. Ωστόσο, το διεθνές δίκαιο έχει πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή λειτουργεί όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι συσχετισμοί ισχύος και συμφερόντων. Εάν δεν έχεις την απαιτούμενη ισχύ ή αν δεν υπάρχουν επαρκή συμφέροντα ώστε να κινητοποιηθεί η απαιτούμενη ισχύς, τότε το διεθνές δίκαιο παραμένει νεκρό γράμμα. Στη διεθνή πολιτική, κάνεις ό,τι σε παίρνει και βάζεις έναν δικηγόρο να το δικαιολογήσει. Οταν ανακύπτει κάποιο διεθνές ζήτημα, τα κράτη δεν εξετάζουν γενικά και αφηρημένα «τι λέει το διεθνές δίκαιο», αλλά το ποιοι εμπλέκονται και το τι συμφέροντα διακυβεύονται στο εν λόγω ζήτημα. Αυτή ακριβώς είναι η λογική του «άλλο Κύπρος, άλλο Κουβέιτ», που είχε κάποτε διακηρύξει ρητά ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος.
Ακόμη και τα διεθνή δικαστήρια διαφέρουν στη λειτουργία τους από τα εσωτερικά. Ενώ στο εσωτερικό ενός κράτους αρκεί μια απλή μήνυση για να βρεθείς στο δικαστήριο, στον διεθνή χώρο κανένα κράτος δεν μπορεί να συρθεί σε δίκη εάν προηγουμένως το ίδιο το κράτος δεν έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, τα ίδια τα αντίδικα κράτη θα πρέπει να συμφωνήσουν ως προς τους συγκεκριμένους κανόνες βάσει των οποίων θα κρίνει το δικαστήριο. Τέλος, τα κράτη θα πρέπει να αποδεχθούν την εφαρμογή των όποιων εις βάρος τους αποφάσεων λάβει το διεθνές δικαστήριο. Για παράδειγμα, όταν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την Ενδιάμεση Συμφωνία με την τότε ΠΓΔΜ, η ελληνική πλευρά απλώς «αξιολόγησε κατάλληλα» την απόφαση, όπως είχε δηλώσει ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η παγίδα της επίκλησης του διεθνούς δικαίου
Για προπαγανδιστικούς λόγους, τα κράτη αρέσκονται να περιβάλλουν τις ιδιοτελείς πράξεις τους με τον μανδύα του διεθνούς δικαίου (ή της διεθνούς ηθικής). Σε ένα απίστευτο παράδειγμα, η Τουρκία διακηρύσσει ότι μια απαράβατη αρχή της τουρκικής στρατιωτικής στρατηγικής είναι να συνάδει προς το διεθνές δίκαιο! Η συνεχής επίκληση του διεθνούς δικαίου περικλείει μια παγίδα, στην οποία πέφτουν κυρίως τα μικρά κράτη. Καθώς ο ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς δικαίου είναι η αρχή της κυρίαρχης ισότητας μεταξύ των κρατών, η απαρέγκλιτη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου συμφέρει περισσότερο τα μικρά κράτη απ’ ό,τι τα μεγάλα, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ισοφαρίζονται οι διαφορές ισχύος μεταξύ μικρών και μεγάλων κρατών. Αυτό ενίοτε κάνει τα μικρά κράτη να πέφτουν στην παγίδα τού να προσεγγίζουν τη διεθνή πολιτική από νομικίστικη σκοπιά.
Αυτό παθαίνει αρκετά συχνά η Ελλάδα, και μάλιστα όχι μόνο σε επίπεδο ακαδημαϊκών, αλλά και σε επίπεδο πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων. Χαρακτηριστικά, η ελληνική πολιτική ηγεσία ήταν διατεθειμένη να εναποθέσει την τελική κρίση για την κυριαρχία των Ιμίων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ενώ η Νομική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη ισχύ, ώστε είχε φτάσει να διατυπώνει η ίδια πολιτικές απόψεις, αντί να περιορίζεται σε ρόλο υποστηρικτικό των πολιτικών αποφάσεων της ηγεσίας του υπουργείου. Αντίστοιχα, βλέπουμε να διατυπώνονται ακαδημαϊκές απόψεις που, μολονότι εκκινούν από καλές προθέσεις, υποδηλώνουν άγνοια της διεθνούς πολιτικής.
Για παράδειγμα, γράφτηκε ότι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας «θωρακίζει τα δικαιώματά μας στο Αιγαίο». Ομως από μόνη της η σύμβαση δεν θωρακίζει τίποτα, αλλιώς θα είχαμε ήδη χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων.
Η περίπτωση Ελλάδας – Toυρκίας
Πέραν τούτου, γράφεται επανειλημμένως ότι θα πρέπει να προβούμε σε δικαστική επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία και γίνεται εκτεταμένη συζήτηση για τις λεπτομέρειες της δικαστικής αυτής διαδικασίας. Ωστόσο η Τουρκία προτιμά να σύρει την Ελλάδα σε διμερείς διαπραγματεύσεις με απεριόριστη ατζέντα και υπό την απειλή πολέμου. Βασικά δεν ενδιαφέρεται να πάει σε διεθνές δικαστήριο, καθιστώντας άτοπη όλη τη συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα. Η ελληνική πλευρά βεβαίως έχει κάθε λόγο να επιζητεί την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από την εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Τουρκία όμως παγίως αρνείται να υπογράψει το απαραίτητο συνυποσχετικό που θεωρεί ως επίδικο αντικείμενο αποκλειστικά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Αντ’ αυτού, προτείνει τη διεύρυνση της ατζέντας με τη συμπερίληψη θεμάτων όπως η αποστρατιωτικοποίηση νησιών και η εδαφική κυριαρχία σε νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου. Προφανώς μια τέτοια διεύρυνση που αφορά ζητήματα κυριαρχίας δεν πρόκειται να γίνει δεκτή από καμία ελληνική κυβέρνηση, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τρόπος δικαστικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο. Η μόνη περίπτωση δικαστικής επίλυσης θα ήταν αν οι δύο χώρες είχαν προαποφασίσει τις γραμμές πάνω στις οποίες θα επιλύονταν οι ελληνοτουρκικές διαφορές και στη συνέχεια το Διεθνές Δικαστήριο απλώς επικύρωνε την επιτευχθείσα συμφωνία, απαλλάσσοντας τις ηγεσίες των δύο χωρών από το όποιο πολιτικό κόστος.
Η αυτοδικία στον διεθνή χώρο
Τέλος, γράφτηκε επικριτικά ότι η ετοιμότητα της Ελλάδας να υπερασπιστεί με κάθε μέσο τα κυριαρχικά της δικαιώματα σημαίνει ότι «παίρνει τον νόμο στα χέρια της». Ομως, ενώ στο εσωτερικό των κρατών η αυτοδικία όντως απαγορεύεται, στον διεθνή χώρο υπάρχει μόνο αυτοδικία – από το θιγόμενο μέρος ή από τους συμμάχους του. Παρότι δεν είναι βέβαιο ότι η ανωτέρω νοοτροπία αποτελεί τον κανόνα, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, η πλήρης συνειδητοποίηση του πολιτικού χαρακτήρα του διεθνούς δικαίου παραμένει ζητούμενο στη χώρα μας, ιδίως ενώπιον ενός αντιπάλου όπως η Τουρκία που δεν έχει κανένα πρόβλημα να επικαλείται το διεθνές δίκαιο κατά το δοκούν και κάποιες φορές με εξωφρενικό τρόπο (π.χ. το περιβόητο τουρκολιβυκό μνημόνιο). Η Ελλάδα, ως χώρα που επιθυμεί τη διατήρηση του status quo, έχει σίγουρα συμφέρον να υφίσταται ένα διεθνές περιβάλλον όπου το διεθνές δίκαιο τηρείται απαρεγκλίτως. Δεν θα πρέπει όμως να νομίζει ότι η επιθυμία της είναι και πραγματικότητα.
*Ο Αθανάσιος Πλατιάς και ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος είναι καθηγητές Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής. Το κείμενο παρουσιάζεται στο νέο βιβλίο τους «50 Κανόνες Στρατηγικής στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» (εκδόσεις Δίαυλος)