Τουλάχιστον 500 παιδιά σκοτώθηκαν και περισσότερα από 1.000 έχουν τραυματιστεί από τότε που η Ρωσία ξεκίνησε την εισβολή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ανακοίνωσε χθες η Γενική Εισαγγελία της Ουκρανίας. Αξιωματούχοι τόνισαν ότι τα στοιχεία είναι ελλιπή λόγω της δυσκολίας συλλογής δεδομένων σε περιοχές που έχουν καταληφθεί από τις ρωσικές δυνάμεις. Τον περασμένο μήνα, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ανέφερε ότι τουλάχιστον 9.396 άμαχοι σκοτώθηκαν και 16.646 έχουν τραυματιστεί. Η Ρωσία συνεχίζει να πραγματοποιεί αεροπορικές επιθέσεις σε πόλεις σε όλη την Ουκρανία, όπως χθες που βομβαρδίστηκε η περιοχή της Χερσώνας, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν επτά άμαχοι, μεταξύ των οποίων και ένα μωρό 23 ημερών στο χωριό Σιρόκα Μπάλκα.
Καθώς το καλοκαίρι τελειώνει, το Κίεβο αναμένει να αυξηθούν οι πιέσεις για να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γεγονός που έκανε τον ουκρανό υπουργό Εξωτερικών Ντμίτρο Κουλέμπα να δηλώσει στη «Repubblica«: «Θα είναι δύσκολο φθινόπωρο». Δεν τον ανησυχούν τα ρωσικά τανκς ή οι πύραλοι Kinzal, αλλά η διεθνής πίεση προς την κυβέρνηση Ζελένσκι να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του πολέμου. «Σας προειδοποιώ, θα είναι μια πολύ δύσκολη πολιτική σεζόν» λέει. «Θα κερδίσουμε σε όλα τα μέτωπα, αλλά θα είναι ένα πολύπλοκο φθινόπωρο. Υπάρχουν όλες αυτές οι φωνές σε διάφορες χώρες για “προβλήματα” και ότι χρειάζονται διαπραγματεύσεις… Γίνονται όλο και πιο δυνατές. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι θα εξαφανιστούν» προσθέτει, αποδεχόμενος ότι θα υπάρξουν «αρκετές δύσκολες διεθνείς σύνοδοι κορυφής» στις οποίες το Κίεβο θα χρειαστεί «την ποσοτική και ποιοτική παρουσία όλου του κόσμου και όχι μόνο των παραδοσιακών φίλων μας από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική».
Διαβάστε επίσης: Σε επίπεδα ρεκόρ οι ακρωτηριασμοί τραυματισμένων στον πόλεμο της Ουκρανίας
Το διπλωματικό μονοπάτι
Οι φήμες για διεθνείς πιέσεις γίνονται ολοένα και πιο επίμονες. Και τρομάζουν το Κίεβο: «Μόλις αποδεχθούμε την κατάπαυση του πυρός και τις ειρηνευτικές συνομιλίες», εξηγεί ο Ολεγκ Ζντάνοφ, ειδικός στρατιωτικός αναλυτής, «οι κυρώσεις θα αρχίσουν να αίρονται: πολλοί θέλουν να επαναφέρουν τη Ρωσία στο εμπόριο και να αποκαταστήσουν τις οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα. Μας περιμένει το κορεατικό σενάριο, η οριστική απώλεια εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας».
Η σύνοδος κορυφής της Τζέντα φαίνεται ότι άνοιξε ξαφνικά ξανά το διπλωματικό μονοπάτι που φαινόταν κλειστό. Εξετάζει την ουκρανική ειρηνευτική πρόταση, αποκλείει τη Μόσχα από τις διαπραγματεύσεις, περιλαμβάνει χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται υπέρ του Κιέβου, αλλά στην πραγματικότητα κινδυνεύει να αποδυναμώσει την ακαμψία της ειρηνευτικής πρότασης του Ζελένσκι, η οποία θεωρούσε ως αρχή όχι μόνο την εδαφική ακεραιότητα αλλά και την απροθυμία για διαπραγμάτευση μέχρι την πλήρη απελευθέρωση όλων των κατεχόμενων εδαφών, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας.
Οι προσπάθειες για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις «θέλουν να εξαλείψουν τους κινδύνους που δημιουργεί ο πόλεμός μας για τις παγκόσμιες αγορές» δήλωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Πάβλο Κλίμκιν. «Το θέλουν τα Εμιράτα, ο Ερντογάν… Πολλοί άνθρωποι στον μη δυτικό κόσμο προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν διαφορετικές πλατφόρμες και θα υπάρξουν πολλά άλλα. Υπάρχει μεγάλη ροή εμπορευμάτων που υπόκεινται σε κυρώσεις που διέρχονται από τα Εμιράτα».
Η πέμπτη συνάντηση
Ο επικεφαλής του προεδρικού γραφείου Αντρέι Γέρμακ αναφέρει: «Βρισκόμαστε στην πέμπτη συνάντηση με εκπροσώπους ξένων διπλωματικών αποστολών για την εφαρμογή της Φόρμουλας Ειρήνης του Ζελένσκι και ήδη 58 χώρες είναι μαζί μας». Αλλά τα λόγια εξεργάζονται: «Για την Ουκρανία είναι πιο σημαντικό να καταστρέψει τον ρωσικό στρατό», λέει ο πρώην σύμβουλος του Ζελένσκι, Αλεξέι Αρεστόβιτς, «παρά να καταλάβει τα πρώην εδάφη της».
Δεν είναι πλέον στόχοι προτεραιότητας η ανακατάκτηση και η απελευθέρωση; «Η Δύση, ακόμη και με όλες της τις δυνάμεις, δεν θα μπορέσει να νικήσει τη Ρωσία, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να πετύχει η Ρωσία… πολιτικά» σχολιάζει ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, υπενθυμίζοντας ότι η εκεχειρία είναι προς το συμφέρον όλων, «συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μπάιντεν».