Ο θάνατος του Σάκη Καράγιωργα στάθηκε αφορμή για πολλούς μεταθανάτιους επαίνους. Θα ήταν ευτύχημα αν όσοι τους είπαν ή τους έγραψαν προχωρούσαν πέρα από την περιστασιακή αναφορά σε μια μονιμότερη και ουσιαστική αποτίμηση της αρετής που καταξίωσε τον νεκρό στη συνείδηση όλων, και αυτό πολύ πριν από τον άωρο χαμό του. Μνημονεύω έναν άνθρωπο που γνώρισα προσωπικά πολύ λίγο, αμέσως ύστερα από τη μεταπολίτευση. Θα τολμήσω να πω αμέσως πως η πρώτη αυθόρμητη κρίση που μου προκάλεσαν οι λόγοι του και η σιωπή του ήταν πως όσα είχα ακούσει έως τότε γι’ αυτόν αποτελούσαν μια επιφανειακή εικόνα, μπορεί λαμπρή και εντυπωτική, όμως ουσιαστικά λειψή και ίσως παραπλανητική. Δεν ήταν η παλικαριά, το θάρρος, η μαχητικότητα, η εντιμότητα, έστω, που συγκροτούσαν τον πυρήνα αυτής της προσωπικότητας. Μαζί με όλα αυτά και πέρα απ’ αυτά υπήρχε ο απροσδιόριστος συνεκτικός ιστός που συνάρμοζε όλες αυτές, και πολλές άλλες αρετές, για να τις κατευθύνει προς τον ένα στόχο, αυτόν που ο Πλάτων θα αποκαλούσε Αγαθό· ένας ιστός που θα τον ονόμαζα «ήθος».
Μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω με ακρίβεια την έννοια τούτη, όμως θα έλεγα πως κλείνει μέσα της την παλικαριά και τη δειλία, τη σεμνότητα και την περηφάνια, τη σοφία και την άγνοια, την αγιοσύνη και την αμαρτία, την πίστη και την απιστία, τον στοχασμό και την αστοχασιά, τη λογική και τον παραλογισμό. Πάνω απ’ όλα όμως, κρύβει την υποταγή του υποκειμένου στο αντικείμενο, του εγώ στο συ ή στο εμείς, του ατόμου στην ομάδα, του μερικού στο γενικό. Στη συνέχεια, αυτά όλα οδηγούν στον σεβασμό του άλλου ανθρώπου, στην περήφανη ταπεινοφροσύνη, σε μια αρετή που έχει και την ελληνική σοφία τού «γνώθι σαυτόν» και τη χριστιανική αγάπη, που οδηγεί ως την ντοστογεφσκική εκμηδένιση – έξαρση, και την αγωνιστική πίστη για μια καλύτερη αυριανή κοινωνία και προπάντων για έναν καινούργιο άνθρωπο, ελευθερωμένο από τις αδυναμίες της πολύχρονης θητείας σε θεσμούς και ιδέες απάνθρωπες. Με άλλα λόγια, το «ήθος» αυτό αποτελεί την εικόνα του ανθρώπου που πίστεψε σε όσα επαγγέλθηκαν οι «σοσιαλιστές» και οραματίσθηκαν πολλές γενιές ανθρώπων.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.9.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αυτό το «ήθος» είχα την τύχη να το γνωρίσω ενσαρκωμένο σε κάποιους ανθρώπους που είχα την καλή μοίρα να συναντήσω στη ζωή μου. Αυτή τη στιγμή φτάνει να μνημονεύσω τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο και τον Αλέξανδρο Σβώλο, τον Χρήστο Καρούζο και τον Γιώργο Σεφέρη. Έτσι που καταγράφω τα ονόματά τους έρχεται αυτόματα στον νου μου ο καβαφικός λόγος: ήταν «δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία». Αυτό το «δίκαιοι κ’ ίσιοι» ανακαλύπτω ξαφνικά πόσο ανεξάντλητο και ανεπίδεκτο όποιας ανάλυσης είναι· όταν όμως συμπληρωθεί με τη «λύπη και την ευσπλαχνία» κερδίζει μια άπειρη διάσταση, που ίσως η έννοια της ανθρωπιάς (ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος η) μπορεί να καλύψει από μια διαφορετική οπτική γωνία. Προσπαθώ να καταλάβω τον κοινό συντελεστή που σε τόσο διαφορετικές προσωπικότητες μού επέβαλλε τον απεριόριστο θαυμασμό και σεβασμό, αυτόν που τους χάριζε ό,τι ονόμασα «ήθος». Το «δίκαιοι κ’ ίσιοι» σήμαινε μια εντιμότητα φανατική και βασανιστική για τον εαυτό τους, λιγότερο για τους άλλους· προς αυτούς «η λύπη κ’ η ευσπλαχνία» έπαιρναν τις πιο πολλές φορές το προβάδισμα. Εντιμότητα πρώτα πρώτα στη δουλειά τους, που ήταν ταυτόσημη με την ίδια τους τη ζωή, θέλω να πω πως δεν μπορώ να τους φανταστώ να μη δουλεύουν ή να μη δουλεύουν αδιάκοπα στο έργο που έταξαν σκοπό της ζωής τους.
Κι απέναντι σ’ αυτό το έργο ένιωθαν άκρα ταπεινότητα και γι’ αυτό ήταν αδυσώπητα αυστηροί στον εαυτό τους πρώτα πρώτα και σε δεύτερο λόγο απέναντι στους ομοτέχνους των. Ο Χρήστος Καρούζος χρειάστηκε περισσότερα από δέκα χρόνια για να τελειώσει τη μελέτη του για τον «Αριστόδικο»και δεν ξέρω άλλη αντίστοιχη εργασία σε καμιά γλώσσα του κόσμου. Και για να ετοιμάσει έναν πανηγυρικό λόγο για τον Δάντη στην Ακαδημία των Αθηνών ξαναδιάβασε ολόκληρη τη Θεία Κωμωδία, μόλο που το θέμα του έμοιαζε ολότελα άσχετο με το μεγάλο έργο του φλωρεντίνου ποιητή. Και ο Γιώργος Σεφέρης μπορούσε ν’ αρχίσει ένα ποίημα και να περάσουν μήνες και χρόνια να το τελειώσει, δουλεύοντας ξανά και ξανά ή διακόπτοντας αυτή τη δουλειά για να αφοσιωθεί σε μιαν άλλη. «Εκείνο που δεν έχεις δικαίωμα είναι να κάθεσαι άνεργος», μου είχε πει κάποτε. Και κάποτε άλλοτε θυμωμένα εκφράστηκε για κάποιον τεχνίτη του λόγου, που πολύ εκτιμούσε, γιατί «έχει τσαπατσουλιές στα κείμενά του και δεν κοπιάζει να τα διορθώσει».
Εργατικότητα, αυστηρότητα, αδιαλλαξία σ’ αυτό που πίστευαν και βέβαια καμιά συναλλαγή για κανένα λόγο και με κανένα τίμημα. Είναι αυτονόητο πως τα υλικά αγαθά και οι απολαβές αποτελούσαν την τελευταία φροντίδα τους. Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, που έφτασε σε βαθιά – φωτισμένα γεράματα, δεν είχε ούτε σπίτι ούτε καν βιβλιοθήκη μεγάλη· όμως ως την παραμονή του θανάτου του, σκυμμένος στο μικρό τραπέζι του, μετρούσε και ξαναμετρούσε κάποια γεωμετρικά ειδώλια για να επιβεβαιώσει τη θεωρία του της λανθάνουσης κίνησης. Και ο Αλέξανδρος Σβώλος, που είχε αναλώσει τη ζωή του στην πανεπιστημιακή έδρα και στους εθνικούς – πολιτικούς αγώνες, έφτασε στιγμή που αντιμετώπισε πρόβλημα καθημερινής επιβίωσης και χρειάστηκε να τον πείσουν κάποιοι νέοι άνθρωποι να ανοίξει και πάλι το δικηγορικό του γραφείο, έστω για λίγο.
Ίσως όλα αυτά τα απλά και σπουδαία δεν θα μπορούσαν να συντελεσθούν, αν οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν το όραμα που τους φώτιζε και τους ενδυνάμωνε καθημερινά. Το όραμα και την πίστη στον άνθρωπο και σε μιαν ανθρώπινη κοινωνία, όπου οι αξίες που αυτοί υπηρετούσαν θα γίνονταν κοινό κτήμα και χαρά όλων. Μια τέτοια κοινωνία, όπως κι αν την ονομάσεις, την ονειρεύονται, πιστεύω, όλοι, προπάντων όσοι μιλούν και «αγωνίζονται» για σοσιαλισμό. Και βέβαια μια τέτοια κοινωνία πρέπει να έχει λύσει τα άμεσα βιοτικά προβλήματα των μελών της. Όμως, και από δω φοβούμαι πως αρχίζει το λάθος και το παραστράτημα, αυτά τα προβλήματα και η λύση τους δεν μπορεί να είναι ο τελικός στόχος τόσων αγώνων. Το «κατά κεφαλήν εισόδημα» και η «ευημερία» μπορεί να είναι μια προϋπόθεση, ένας σταθμός, ποτέ το τέρμα. Και ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» έχει νόημα μονάχα αν μετασχηματίσουμε τα υλιστικά ιδανικά της καπιταλιστικής κοινωνίας και πείσουμε τους ανθρώπους πως υπάρχουν κάποια άλλα ιδανικά πολύ πιο σημαντικά και ουσιαστικά για την ανθρώπινη ζωή. Απέναντι στη φτηνή «Μερσεντές» θα πρέπει να υψώσουμε το φτηνό βιβλίο και το φτηνό έργο της τέχνης, εννοώ βέβαια το καλό βιβλίο και το καλό έργο τέχνης, και να πείσουμε προπάντων τους νέους πως αυτοί είναι οι αληθινοί στόχοι άξιων αγώνων. Με άλλα λόγια, απέναντι στο ύφος της καταναλωτικής κοινωνίας να αντιπαρατάξουμε το «ήθος» μιας κοινωνίας για την οποίαν αγωνίστηκαν και αγωνίζονται άνθρωποι σαν τον Σάκη Καράγιωργα.
*Επιφυλλίδα του αειμνήστου Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο Το «ήθος» των ανθρώπων και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 15 Σεπτεμβρίου 1985, έναν περίπου μήνα μετά τον πρόωρο θάνατο του Σάκη Καράγιωργα.
Ο Σάκης (Διονύσης) Καράγιωργας γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας στις 17 Απριλίου 1930 και πέθανε στην Αθήνα στις 17 Αυγούστου 1985.
Πληροφορίες για τη ζωή, το επιστημονικό έργο και τους κοινωνικούς αγώνες του Σάκη Καράγιωργα μπορείτε να βρείτε σε άρθρο μας που ήταν αφιερωμένο σε εκείνον και είχε δημοσιευτεί στο in στις 7 Δεκεμβρίου 2021.