Το πρόγραμμα Cost of War Project (Κόστος του Πολέμου) στο Πανεπιστήμιο Μπράουν δημοσίευσε μια μελέτη φέτος, στην οποία αναφέρει ότι οι πόλεμοι που έγιναν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 έχουν προκαλέσει άμεσα και έμμεσα 4,5 εκατομμύρια θανάτους στις χώρες-στόχους.
Δεκάδες εκατομμύρια εκτοπισμένων
Σ’ αυτές τις χώρες – Αφγανιστάν, Ιράκ, Υεμένη, Πακιστάν, Λιβύη, Σομαλία και Συρία – έχουν επίσης καταγραφεί περίπου 40-60 εκατομμύρια εκτοπισμένοι από τα σπίτια τους.
Αυτή η προσφυγική κρίση είναι τόσο καταστροφική όσο κάθε σύρραξη και σηματοδοτεί τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς, ο Παγκόσμιος Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ καταστρέφει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους.
Οταν κυκλοφόρησε η μελέτη τον Μάιο, υπήρξε μόνο μία αναφορά (Washington Post, 15/5/23) σ’ όλες τις κορυφαίες εφημερίδες της Αμερικής που εφιστούσε την προσοχή σ’ αυτόν τον συγκλονιστικό αριθμό. Το Hill (16/5/23) και μερικά μικρότερα μέσα ενημέρωσης (NY1, 17/5/23, UPI, 16/5/23) δημοσίευσαν κομμάτια σχετικά με το θέμα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων εταιρικών μέσων δεν το έκρινε άξιο λόγου.
Καμία επίσημη αντίδραση για την πολεμική μηχανή, κανένα πολιτικό άρθρο για το πώς θα μπορούσαμε ν’ αποφύγουμε τέτοια καταστροφή στο μέλλον και, εννοείται, κανένα κείμενο που να ζητά να δικαστούν οι αρχιτέκτονες των πολέμων για τα εγκλήματά τους, γράφει το fair.org.
Πώς το περιβάλλον των μέσων μας απορρίπτει τόσο εύκολα σφαγές τέτοιας κλίμακας; Το νέο βιβλίο του Νόρμαν Σόλομον, War Made Invisible: How America Hides the Human Toll of Its War Machine [Ο Πόλεμος Εγινε Αόρατος: Πώς η Αμερική κρύβει τoν ανθρώπινο φόρο αίματος της Πολεμικής Μηχανής της] (New Press), προσφέρει μια σε βάθος ματιά στο σύστημα των μέσων ενημέρωσης που επιτρέπει σε μια τερατώδη πολεμική μηχανή να επιφέρει ατιμώρητα τόσο βαρύ πλήγμα στον κόσμο.
Το «τέταρτο παράρτημα της κυβέρνησης»
Επιχειρεί να δείξει πώς οι θεσμοί μας έγιναν τόσο αδιάφοροι απέναντι στον ενταφιασμό του κόστους των πολέμων που διεξάγουν οι ΗΠΑ. Αμφισβητεί τον παραδοσιακό μύθο που θέλει τον αμερικανικό «ελεύθερο Τύπο» να ελέγχει την εξουσία και αντ’ αυτού καταδεικνύει πώς ενεργεί ως το «τέταρτο παράρτημα της κυβέρνησης».
Αμερικανοί στρατιώτες ερευνούν ένα από τα παλάτια του Σαντάμ Χουσεΐν, μετά τον βομβαρδισμό του, στη Βαγδάτη, στις 7 Απριλίου 2003 (φωτογραφία AP/John Moore)
Και λειτουργεί ως εργαλείο για τη διερεύνηση της ανεντιμότητας των μέσων ενημέρωσης στην πρόσφατη ιστορία, αλλά και ως κίνητρο προβληματισμού σχετικά με τον ρόλο τους στην προσφορά συναίνεσης σε μια κτηνώδη εξωτερική πολιτική για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Χρήσιμα θύματα
Ο Σόλομον στοχεύει τις κοινές, αδιαμφισβήτητες αντιλήψεις που συχνά καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο τα μέσα απεικονίζουν τις συγκρούσεις. Επίμονα σχήματα λόγου, όπως η σταθερή έκκληση για την Αμερική να «ηγηθεί του κόσμου» και επικίνδυνοι κοινοί ευφημισμοί, όπως «αμυντικές δαπάνες», συμβάλλουν στη διαμόρφωση της κουλτούρας που λατρεύει μια μυθική εκδοχή της Αμερικής, ενώ η αληθινή φύση της αυτοκρατορίας της παραμένει κρυμμένη.
Μια βασική πτυχή για την οικοδόμηση αυτού του μύθου είναι ο επιλεκτικός τρόπος με τον οποίο τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης καλύπτουν τα θύματα μεταξύ των αμάχων. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις καταγράφονται εκτενώς, απευθύνοντας εκκλήσεις για εκδίκηση, ενώ σε άλλες αγνοούνται παντελώς – ανάλογα με το ποιος είναι ο επιτιθέμενος.
Ο συγγραφέας του βιβλίου θυμάται την κρίσιμη στιγμή, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, για την οποία η Washington Post (31/10/01) ανέφερε: «περισσότερες περιπλανώμενες βόμβες των ΗΠΑ έχουν προσγειωθεί σε κατοικημένες περιοχές, προκαλώντας ζημιές σε μέρη όπως αποθήκη του Ερυθρού Σταυρού και κέντρο ηλικιωμένων». Οι εικόνες αυτών των φρικαλεοτήτων πυροδότησαν την «κριτική στην αμερικανική πολεμική επιχείρηση».
Στο CNN, ο πρόεδρος Γουόλτερ Ισακσον επισήμανε σ’ ένα σημείωμα προς το προσωπικό πως «φαίνεται διεστραμμένο να εστιάζουμε υπερβολικά στα θύματα ή τις κακουχίες στο Αφγανιστάν».
«Τεράστια δεινά στις ΗΠΑ»
Οταν το δίκτυο έκανε λόγο για τον απολογισμό των θυμάτων, ο Ισακσον είπε στην Washington Post (31/10/01): «Θέλετε να μάθουν οι άνθρωποι την αλήθεια… είναι στο πλαίσιο μιας τρομοκρατικής επίθεσης που προκάλεσε τεράστια δεινά στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ο Τζον Μούντι, αντιπρόεδρος του Fox News εκείνη την εποχή, χαρακτήρισε «καθόλου κακή» την οδηγία Ισακσον, επειδή «οι Αμερικανοί πρέπει να θυμούνται τι το ξεκίνησε αυτό». Η κάλυψη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να ενισχύσει την κυβερνητική γραμμή των ΗΠΑ προς έναν ευγενή σκοπό, για να κρατήσει τους τηλεθεατές μακριά από τον φόρο αίματος των αμάχων και να τον δικαιολογήσει εάν προβαλλόταν.
Η μεροληπτική μέθοδος αντιμετώπισης της οδύνης των πολιτών από τα μέσα ενημέρωσης συνεχίστηκε μέχρι σήμερα. Στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπου οι απώλειες αμάχων υποστήριξαν παρά εμπόδισαν το μήνυμα που ήθελαν να στείλουν τα μέσα ενημέρωσης, ο τρόπος κάλυψης αντιστράφηκε (FAIR.org, 18/3/22).
Η προβολή «Oταν οι άμαχοι είναι λευκοί και δέχονται επίθεση από έναν επίσημο εχθρό των ΗΠΑ και όχι από τις ίδιες τις ΗΠΑ» (στη φωτογραφία, παιδιά-θύματα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία)
«Με βάση οποιαδήποτε σταθερή αξία», γράφει ο Σόλομον, «η φρίκη που προκάλεσε ο αμερικανικός στρατός σε τόσους πολλούς ανθρώπους από το φθινόπωρο του 2001 δεν είναι λιγότερο τρομερή για τα θύματα απ’ αυτήν που προκάλεσε η Ρωσία σε βάρος της Ουκρανίας». Παρ’ όλα αυτά, η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης για την Ουκρανία είναι «πολύ πιο άμεση, ωμή, εκτενής και εξοργισμένη για τη σφαγή της Ρωσίας σε σχέση μ’ εκείνη της Αμερικής».
Τον Απρίλιο του 2022, οι New York Times δημοσίευσαν 14 πρωτοσέλιδες ιστορίες για απώλειες αμάχων από τη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια μιας συγκρίσιμης περιόδου μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, υπήρχε μόνο ένα πρωτοσέλιδο άρθρο για αμάχους-θύματα των ΗΠΑ (FAIR.org, 6/9/22).
Τα όρια των μέσων ενημέρωσης
Κάθε τρέχουσα συζήτηση, ωστόσο, για τις μεθόδους των μέσων ενημέρωσης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ξεπεράσει την άθλια κάλυψη του Παγκόσμιου Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας.
Ο Σόλομον χρησιμοποιεί την περίπτωση του Ιράκ για να καταδείξει τους περιορισμούς του συστήματός τους, τόσο από τα πάνω προς τα κάτω όσο και στο επίπεδο της αυτολογοκρισίας.
Μέσω του «κοινωνικού φιλτραρίσματος», οι δημοσιογράφοι που καταλήγουν να καλύπτουν πολέμους για τα ισχυρότερα εταιρικά μέσα έχουν αφομοιώσει τις αρχές που δικαιολογούν την αυτοκρατορία.
Ο δημοσιογράφος Reese Erlich (Target Iraq, Solomon and Erlich) είπε ότι δεν συνάντησε ούτε έναν ξένο συνάδελφό του στο Ιράκ «που να διαφωνούσε με την ιδέα ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία έχουν το δικαίωμα ν’ ανατρέψουν την ιρακινή κυβέρνηση με τη βία».
Αυτή η μεροληπτική επιλογή αντικατοπτρίστηκε ξεκάθαρα στη συγκαταβατική προς τη Δύση κάλυψη του πολέμου.
Αλλες φορές, τα όρια μπορούν να επιβληθούν σκληρά και δημόσια, όπως στην περίπτωση της νεαρής δημοσιογράφου Ασλι Μπάνφιλντ, μιας ανερχόμενης σταρ η οποία αναρριχήθηκε στα υψηλά κλιμάκια των media.
Τιμωρία άμεση και σκληρή
Η καριέρα της, ωστόσο, προσέκρουσε σε τοίχο στο NBC όταν εκφώνησε μια ομιλία τον Απρίλιο του 2003, βαθιά επικριτική για το πώς τα μέσα ενημέρωσης συσκότισαν τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου στο Ιράκ. Είπε σε ακροατήριο στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας:
«Τι δεν είδατε; Δεν είδατε πού έπεσαν αυτές οι σφαίρες. Δεν είδατε τι συνέβη όταν έπεσε ο όλμος… Υπάρχει η φρίκη που έμεινε εντελώς έξω από αυτόν τον πόλεμο».
Η τηλεοπτική κάλυψη του πολέμου, είπε η Μπάνφιλντ, ήταν «μια ένδοξη, υπέροχη εικόνα που είχε αρκετό κοινό για να την παρακολουθήσει και πολλούς ενθουσιασμένους διαφημιστές».
Το NBC ανακοίνωσε ότι ήταν «βαθιά απογοητευμένο και προβληματισμένο από τα σχόλιά της». Η τιμωρία της ήταν άμεση και σκληρή:
«Εμεινα χωρίς γραφείο για δέκα μήνες. Ούτε τηλέφωνο, ούτε υπολογιστής… Τελικά μετά από δέκα μήνες, μου έδωσαν για γραφείο ένα ερμάριο ηχογράφησης…. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο».
Το μήνυμα δεν απευθυνόταν μόνο στην Μπάνφιλντ. Οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψη τους την καταστροφή μιας συναδέλφου τους. Εάν ξέφευγαν από τα σιωπηρά όρια που έχουν θέσει οι ιδιοκτήτες των εταιρικών μέσων ενημέρωσης, θα είχαν την ίδια κατάληξη ή ακόμα χειρότερα.
Αποδεχόμενοι για πάντα πολέμους
Η Αμερική προσφέρει στον κόσμο ένα νέο ανατριχιαστικό είδος πολέμου. Ακόμη και οι επικριτές του αποδίδουν στον στρατό των ΗΠΑ τα εύσημα διότι είναι «πιο ανθρώπινος» (New York Times, 9/3/21).
Από το 2021, οπότε οι τελευταίοι στρατιώτες άφησαν το Αφγανιστάν, εδραιώθηκε μια νέα, «πάνω από τον ορίζοντα», εποχή του πολέμου των ΗΠΑ.
Πρόκειται για αναφορά στην υψηλής τεχνολογίας, «χαμηλότερης έντασης» σφαγή που κατευθύνεται από τις εκατοντάδες στρατιωτικές βάσεις τις οποίες εξακολουθούν να διαθέτουν σε όλο τον κόσμο.
Ο πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη τους αποτελεί σταθερή πηγή φρίκης για εκατομμύρια. Αλλά, όπως σημειώνει ο Σόλομον, «τα συστήματα εξ αποστάσεως δολοφονιών διευκολύνονται από τους ρεπόρτερ, τους παραγωγούς και τους συντάκτες που παρακάμπτουν τη σφαγή στο άλλο άκρο των αμερικανικών όπλων».
Ενας ξεκάθαρος τρόπος με τον οποίο βοηθούν είναι να υποστηρίζουν και να επαναλαμβάνουν την ιδέα ότι η εκστρατεία αεροπορικών δολοφονιών της Αμερικής συνιστά μια νέα μορφή «ανθρωπιστικού πολέμου».
Ακόμη και μερικοί από τους πιο εμβριθείς επικριτές αυτού του είδους πολέμου πέφτουν σε γλωσσικές παγίδες που ελαχιστοποιούν το πραγματικό του τίμημα.
«Ανθρωπιστικό» είδος πολέμου
Σ’ ένα άρθρο των New York Times (9/3/21) που περιέγραφε την τάση ως «ανησυχητική», ο ιστορικός του Yale, Samuel Moyn, έγραψε ότι «η κληρονομιά της Αμερικής στον κόσμο… τα τελευταία 20 χρόνια» ήταν ένα «ατελείωτο και ανθρωπιστικό» είδος «αντιτρομοκρατικού πολέμου», το οποίο «Η Human Rights Watch έλεγξε για παραβιάσεις των κανόνων του δικαίου του πολέμου και… στρατιωτικοί νομικοί βοήθησαν στην επιλογή στόχων».
Η 20ετής κατοχή του Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ ολοκληρώθηκε με μια ακόμη «αθέλητη» επίθεση με drone, στην οποία σκοτώθηκαν δέκα άμαχοι, ανάμεσά τους επτά παιδιά
Ο Moyn ανησυχεί επειδή «ο πιο ανθρωπιστικός πόλεμος έγινε συνοδός μιας ολοένα και πιο παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής» – αλλά φαίνεται ν’ αστοχεί στην κριτική του όταν αποκαλεί «ανθρωπιστική» μια στρατηγική που σκοτώνει αθώους κατά εκατομμύρια.
Φαίνεται, επίσης, να παίρνει εν μέρει υπόψη του ότι ο «ανθρωπιστικός» πόλεμος συνιστά περισσότερο αλλαγή επωνυμίας παρά περιορισμό, ωστόσο επιμένει ότι η «βελτιωμένη ανθρωπιά των πολέμων μας» είναι και «φαινομενική και πραγματική».
Οι αναφορές στον «ανθρωπιστικό» πόλεμο θα πρέπει να ηχούν εξίσου κούφια με τη διακήρυξη του Λίντον Τζόνσον το 1966 σχετικά με τους στρατιώτες στον δρόμο προς το Βιετνάμ: «Κανένας αμερικανικός στρατός σ’ όλη τη μακρόχρονη ιστορία μας δεν ήταν τόσο συμπονετικός».
Ο κίνδυνος να λες την αλήθεια
Σ’ έντονη αντίθεση με τα μέσα ενημέρωσης που θωρακίζουν την αυτοκρατορία απέναντι σ’ οποιονδήποτε ανθρώπινο φόρο αίματος, ο Σόλομον προβάλλει τους ανθρώπους που ρισκάρουν για να μεταδώσουν στον κόσμο την αλήθεια σχετικά μ’ αυτόν τον αποστασιοποιημένο, μηχανοποιημένο πόλεμο.
Αναφέρεται στον Cian Westmoreland, ο οποίος «μίλησε με θλίψη για τους επαίνους που έλαβε επειδή βοήθησε να σκοτωθούν περισσότεροι από 200 άνθρωποι με επιθέσεις drone». Ο Brandon Bryant εξέφρασε βαθιά λύπη διότι ολόκληρο το σύστημα σχεδιάστηκε «έτσι ώστε κανείς να μην έχει την ευθύνη γι’ αυτό που συμβαίνει».
Ηταν η Heather Linebaugh, η οποία αφηγήθηκε πώς αυτή και οι συνάδελφοί της «πάντα αναρωτιούνται αν σκοτώσαμε τους σωστούς ανθρώπους».
Ενας από αυτούς τους ήρωες, ο Ντάνιελ Χέιλ, παραμένει στη φυλακή σήμερα για διαρροή πληροφοριών που αποκάλυπταν ότι σε διάστημα πέντε μηνών το 2012, το 90% των ανθρώπων που σκοτώθηκαν σ’ επιθέσεις με drone στο Αφγανιστάν δεν ήταν ο επιδιωκόμενος στόχος.
«Να ζητήσω ταπεινά συγχώρεση»
Ο Σόλομον παραθέτει τη συγκινητική επιστολή του Χέιλ που εξηγεί ότι διέρρευσε τις πληροφορίες έτσι ώστε να «μπορώ μια μέρα να ζητήσω ταπεινά συγχώρεση».
Ο Ντάνιελ Χέιλ στο ντοκιμαντέρ του National Bird, το 2016 (Independent Lens / PBS)
Αλλοι άνθρωποι έχουν υποφέρει πάρα πολύ για τις πράξεις γενναιότητάς τους. Το 2010, η αναλύτρια πληροφοριών του στρατού Τσέλσι Μάνινγκ διέρρευσε το περιβόητο βίντεο «Colateral Murder» (Παράπλευρη Δολοφονία), που δείχνει τις αμερικανικές δυνάμεις να σκοτώνουν μ’ ελικόπτερο Apache δώδεκα αμάχους στο Ιράκ.
Στους νεκρούς βρίσκονταν και δύο εργαζόμενοι του Reuters. Για τη διαρροή του βίντεο και άλλων εγγράφων, η Μάνινγκ πέρασε επτά χρόνια στη φυλακή, πολλά απ’ αυτά στην απομόνωση.
Το 2019, έμεινε άλλον ένα χρόνο στη φυλακή επειδή αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον του εκδότη των εγγράφων της, του Τζούλιαν Ασάνζ, ο οποίος είναι φυλακισμένος στη Βρετανία, αντιμετωπίζοντας την έκδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου κατηγορείται για την αποκάλυψη των εγκλημάτων πολέμου των ΗΠΑ.
Στο περιθώριο του δημόσιου λόγου
Ολοι αυτοί και οι αλήθειες που αποκάλυψαν υπάρχουν μόνο στο περιθώριο του δημόσιου λόγου. Οταν η 20ετής κατοχή του Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ ολοκληρώθηκε με μια ακόμη «αθέλητη» επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος σε δέκα αμάχους, τα λόγια αυτών των ανθρώπων είχαν εδώ και καιρό ξεχαστεί από το κοινό.
Τα μέσα ενημέρωσης ανασήκωσαν τους ώμους όταν το Πεντάγωνο απαλλάχθηκε από κάθε αδίκημα, όπως έχουν κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Σ’ αυτόν τον αποκαλούμενο ελεύθερο Τύπο, γράφει ο Σόλομον, «αυτοί οι λίγοι που αντιδρούν δεν μπορούν ν’ ανταγωνιστούν τις τυμπανοκρουσίες εκείνων που κυριαρχούν».
Πραγματικά, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης είχαν τόσο λίγα να πουν όταν το Cost of War Project του Πανεπιστημίου Μπράουν δημοσίευσε τις εκτιμήσεις του για τον αριθμό των νεκρών στους πολέμους των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Εξασφάλισαν ότι τα 4,5 εκατομμύρια θύματα της Αμερικής δεν είχαν καν καταγραφεί στη συνείδηση του κοινού, καθώς έστρεψαν την προσοχή του σε μια άλλη ευγενή υπόθεση των ΗΠΑ, στην Ουκρανία.
Το War Made Invisible αποκαλύπτει την ίδια την καρδιά του συστήματος που επιτρέπει στην αμερικανική πολεμική μηχανή να συνεχίσει, μ’ ελάχιστη αντίσταση από ένα μπερδεμένο και παραπλανημένο κοινό.