Ανησυχία έχουν προκαλέσει τα επικίνδυνα σωματίδια που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα από τη φωτιά στην Πάρνηθα και τις πυρκαγιές σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, καθώς αποτελούν κίνδυνο για την υγεία χιλιάδων πολιτών.
«Στις περιοχές που υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση – όχι μόνο στις περιοχές των καμμένων, αλλά και πολύ πιο μακριά – είναι σημαντικό να προστατευτούν οι άνθρωποι που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, πολίτες που έχουν άσθμα, χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια. Καλό θα είναι να φορούν μάσκα FFP2, ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο η πιθανότητα έκθεσης όταν βρίσκονται σε εξωτερικό χώρο. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και στο κέντρο της Αθήνας και σε σχεδόν όλη την πρωτεύουσα», δήλωσε στο MEGA ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ.
«Πάνω από 10 μικρογραμμάρια. Στα 10 μικρογραμμάρια ας πούμε είναι καλή η ποιότητα του αέρα με την έννοια ότι υπάρχουν σωματίδια έτσι κι αλλιώς στη σημερινή ζωή και δεν μπορείς να το αποφύγεις. Πάνω από 20 μικρογραμμάρια, ένα κυβικό μέτρο είναι το όριο ασφαλείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αρχίζει να γίνεται προβληματικό», είπε χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερα, οι τιμές συγκέντρωσης των επικίνδυνων αυτών σωματιδίων είναι υψηλές στην ατμόσφαιρα της Αττικής και μπορούν να προκαλέσουν αναπνευστικά προβλήματα, αλλά και προβλήματα στο καρδιαγγειακό σύστημα, ειδικά εάν η έκθεση στα σωματίδια είναι μεγάλη σε διάρκεια.
«Εδώ δυστυχώς αρχίζει να γίνεται πιο μεγάλη σε διάσταση γιατί δυστυχώς επιμένουν οι φωτιές. Για παράδειγμα ο πληθυσμός στον Έβρο είναι σε συνεχή έκθεση και αρχίζει να γίνεται και στην Αθήνα», είπε ακόμα κ. Σαρηγιάννης.
Ακόμα όπως είπε μία τέτοια έκθεση έχει συνδεθεί με προβλήματα νευροεκφύλισης, Αλτσχάιμερ, άνοια κτλ. σε μεγαλύτερους και προβλήματα στην αναπαραγωγή σε νεότερους.
Τι συστήνεται
Εκείνο που συστήνεται είναι η χρήση μάσκας, ο περιορισμός του χρόνου που βρισκόμαστε σε εξωτερικούς χώρους, αλλά και η απολύμανση του αέρα με φίλτρο στους εσωτερικούς χώρους.
Η συγκέντρωση των αιωρουμένων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα της Αττικής αν αναμένεται να είναι αυξημένη μέσα στις επόμενες δύο με τρεις ημέρες και ανάλογα με την κίνηση του αέρα μπορεί να αλλάξει από μία έως πέντε ημέρες.