Οι αριθμοί συγκλονίζουν. Έχει ήδη καεί – και δυστυχώς η «αντιπυρική περίοδος δεν έχει τελειώσει ακόμη – κοντά στο 1% της έκτασης του ελληνικού κράτους.
Μόνο η πυρκαγιά στον Έβρο και το δάσος της Δαδιάς είναι η μεγαλύτερη πυρκαγιά στην Ευρώπη εδώ και χρόνια.
Οι επιστήμονες και οι ειδικοί ήδη προειδοποιούν ότι θα ζήσουμε τις επιπτώσεις από τώρα: στις εντονότερες πλημμύρες, στις αλλαγές στο μικροκλίμα κοντά στα «καμένα», στην επιδείνωση της κατάστασης στην Αττική που χάνει τους πράσινους «πνεύμονές» της, στην διακινδύνευση απειλούμενων ειδών που χάνουν τα καταφύγιά τους.
Και τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη χειρότερα: Οι πλημμύρες οδηγούν σε διάβρωση του εδάφους που δυσκολεύει τη φυσική αναγέννηση, ενώ τα «καμένα» κινδυνεύουν να καούν ξανά κάτι που ακυρώνει την δυνατότητα αναγέννησής τους.
Όλα αυτά αποτυπώνουν ένα πραγματικό τοπίο καταστροφής.
Όμως, ταυτόχρονα δείχνουν και το μέγεθος της ευθύνης.
Και δεν αναφέρομαι απλώς στις υπαρκτές πολιτικές ευθύνες που υπάρχουν καθώς από ένα σημείο και μετά το «κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε» δεν αρκεί γιατί επίγνωση του κινδύνου τέτοιων πυρκαγιών υπήρχε, αλλά δεν πάρθηκαν τα αναγκαία μέτρα.
Κυρίως αναφέρομαι στο εάν καταλαβαίνουμε την ευθύνη που έχουμε για το από εδώ και πέρα.
Γιατί στο δικό μας χέρι είναι να δούμε πώς την επόμενη χρονιά η καταστροφή θα είναι μικρότερη, παρά την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης που διευκολύνει ολοένα και περισσότερο αυτού του είδους τις καταστροφικές πυρκαγιές.
Καταρχάς πρέπει να εξασφαλίσουμε πως ό,τι ήταν δάσος, θα αντιμετωπίζεται ως δάσος και όχι ως οικόπεδο την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή είναι συζητήσεις για αποχαρακτηρισμούς δασικών περιοχών στο όνομα της «ανάπτυξης».
Έπειτα πρέπει να ακούσουμε όλους αυτούς που γνωρίζουν καλά το δάσος και τις ανάγκες του και να αφήσουμε σε αυτούς το σχεδιασμό για το πώς μπορούν να αναγεννηθούν αυτές οι εκτάσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Παράλληλα, πρέπει να καταλάβουμε ότι η προετοιμασία για την επόμενη αντιπυρική περίοδο ξεκινά τώρα. Γιατί αυτό που προστατεύει τα δάση είναι η διαχείρισή τους όλο το προηγούμενο διάστημα και όχι απλώς η ύπαρξη πυροσβεστικών μέσων την ώρα της πυρκαγιάς. Τώρα πια ξέρουμε και πόσο κοντά μπορούν να φτάσουν σε πόλεις οι πυρκαγιές και πού βρίσκονται τα αδύναμα σημεία. Άρα μπορούμε και πόρους να ανακατανείμουμε και σχέδια να κάνουμε πράξη.
Και βέβαια χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον που αλλάζει και γίνεται πιο δύσκολο για εμάς πρέπει να αλλάξουμε και εμείς. Να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο, καταναλωτικές συνήθειες και τρόπο ζωής.
Γιατί όταν καεί και το τελευταίο δέντρο και στερέψει και το τελευταίο ρυάκι, θα είναι πολύ αργά…