Μετά τις παραιτήσεις του διευθυντή και του αναπληρωτή διευθυντή από το Βρετανικό Μουσείο, ο πρόεδρος του ιδρύματος και πρώην υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν, μίλησε στο BBC εν μέσω της όλο και αυξανόμενης δυσαρέσκειας μετά την αποκάλυψη ότι έχουν κλαπεί 2.000 αντικείμενα από τις συλλογές του μουσείου.
Ο ίδιος ζήτησε συγγνώμη ενώ παραδέχτηκε ότι το σκάνδαλο έπληξε τη φήμη ενός από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, τη στιγμή μάλιστα που πολλές χώρες εγείρουν αιτήματα επιστροφής αρχαιοτήτων από τη Βρετανία.
Ο Όσμπορν προχώρησε σε μία ακόμα παραδοχή που δημιουργεί νέα ερωτήματα για το κατά πόσο το μουσείο τηρεί τους απαραίτητους κανόνες ασφαλείας. Όπως είπε δεν είναι όλα τα «αντικείμενα σωστά καταγεγραμμένα και καταχωρημένα», ωστόσο πρόσθεσε ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλα μουσεία που έχουν συγκεντρώσει τις συλλογές τους σε διάστημα εκατοντάδων ετών.
Εκ των έσω οι κλοπές
Ακόμα άφησε να εννοηθεί ότι οι κλοπές ήταν εκ των έσω. «Κάποιος που γνωρίζει τι δεν είναι καταχωρημένο έχει μεγάλο πλεονέκτημα στην απομάκρυνσή του», ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ φάνηκε αποφασισμένος να «ξεκαθαρίσει το χάος που έχει δημιουργηθεί με τη συνεργασία της αστυνομίας».
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι διεξάγεται έρευνα προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα αντικείμενα που έχουν κλαπεί. «Πιστεύουμε ότι πρόκειται για περίπου 2.000 αντικείμενα», σημείωσε ο Όσμπορν, «αλλά πρέπει να πω πως αυτός είναι ένας προκαταρκτικός αριθμός και συνεχίζουμε την έρευνα».
«Ήδη έχουμε ανακτήσει κάποια από τα κλεμμένα αντικείμενα», υπογράμμισε, χωρίς να εξηγήσει ποια είναι αυτά ή πώς ανακτήθηκαν.
Η παραίτηση του διευθυντή του μουσείου συνοδεύτηκε από δήλωσή του με την οποία ανέλαβε την ευθύνη για καθυστερημένη αντίδραση του στις προειδοποιήσεις περί κλοπής που ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2021, σημειώνοντας ότι πολλά αντικείμενα θα μπορούσαν να μην είχαν απομακρυνθεί.
Ο Όσμπορν από τη μεριά του εκτιμά ότι δεν πρόκειται περί συγκάλυψης, αν και το ενδεχόμενο αυτό θα ερευνηθεί, καθώς όπως είπε η ηγετική ομάδα δεν πίστευε ότι θα μπορούσε κάποιος από τους εργαζόμενους του μουσείου να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια.
«Πιστεύουμε ότι ήμασταν θύματα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειλικρινά θα έπρεπε να έχουμε κάνει περισσότερα για να τις αποτρέψουμε», παραδέχθηκε.
«Υπήρχε την εποχή εκείνη μια πεποίθηση μεταξύ των στελεχών του μουσείου, στο υψηλότερο επίπεδο, που αρνούνταν να πιστέψουν ότι κάποιος από μέσα έκλεβε αντικείμενα, να πιστέψουν ότι ένα από τα μέλη του προσωπικού το έκανε αυτό; Ναι, είναι πολύ πιθανό», πρόσθεσε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου.
Η βρετανική αστυνομία ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι ανέκρινε αλλά δεν συνέλαβε άνδρα, η ταυτότητα του οποίου δεν δόθηκε στη δημοσιότητα, αναφορικά με τις κλοπές αυτές.
Υπό πίεση το Βρετανικό Μουσείο
Ανάμεσα στις κλεμμένες αρχαιότητες είναι χρυσά κοσμήματα και πολύτιμοι λίθοι. Πρόκειται για αντικείμενα που χρονολογούνταν από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και είχαν φυλαχθεί κυρίως για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, σύμφωνα με προηγούμενες δηλώσεις.
Το Βρετανικό Μουσείο, που ιδρύθηκε το 1753, έχει συγκεντρώσει μια συλλογή περίπου οκτώ εκατομμυρίων αντικειμένων. Ωστόσο, από το 2019 μόνο περίπου 80.000 εκτίθενται δημόσια, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται σε αποθήκες.
Τα γλυπτά του Παρθενώνα «δεν είναι ασφαλή»
Η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονους τριγμούς και πολλοί αμφισβητούν την ικανότητα του μουσείου να προστατεύσει τα αντικείμενά του.
Αυτήν την εβδομάδα, η Ελληνίδα αρχαιολόγος Δέσποινα Κουτσούμπα δήλωσε στο BBC ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι «ασφαλή».
Ο βουλευτής Tim Loughton, πρόεδρος της διακομματικής κοινοβουλευτικής ομάδας για τα μουσεία, απέρριψε τους ισχυρισμούς περί μη ικανότητας του μουσείου, ενώ υποστήριξε ότι οι εκκλήσεις για την επιστροφή των αντικειμένων στις χώρες προέλευσης είναι «καιροσκοπικές».
Μάλιστα, είπε ότι άλλες χώρες θα έπρεπε «να συσπειρωθούν για να βοηθήσουν στην ανάκτηση των αντικειμένων αντί να προσπαθούν να επωφεληθούν».