«Το θέατρο δεν είναι είδος, είναι καλό και κακό. Σε οποιοδήποτε είδος το καλό είναι προτιμότερο από το κακό. Το καλό προτιμάται πάντοτε. Ας είναι μια επιθεώρηση καλή αξίζει πολύ περισσότερο από μια τραγωδία κακή, δεν είναι το είδος αλλά η ποιότητα.
Τα καλύτερα σενάρια που έχω γράψει είναι τα εμπορικότερα. Κι αυτό το λέω διότι ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη για τον πολύ κόσμο και όχι για λίγους, όπως νομίζουν μερικοί. Ο κινηματογράφος δεν είναι σαν το βιβλίο που το αγοράζει αποκλειστικά κάποιος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Ο κινηματογράφος απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.»
Τα καλύτερα σενάρια που έχω γράψει είναι τα εμπορικότερα
Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος δημοσιογράφος και σκηνοθέτης του θεάτρου του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ο Αλέκος Σακελλάριος γεννήθηκε πριν 110 χρόνια, το 1913 και άφησε την τελευταία του πνοή σαν σήμερα στις 28 Αυγούστου του 1991 όντας απόλυτα δραστήριος.
«Το ξεκίνημά μου ήταν απ’ τα μαθητικά θρανία, από τότε ξεκίνησα, από τότε έβγαζα μαθητικά περιοδικά, έγραφα τα πρώτα μου νούμερα τα θεατρικά, σχεδίαζα τα πρώτα μου έργα, από εκεί ξεκίνησα και τα πράγματα ήρθαν σε μια λογική σειρά. Δεν είπα ότι θα γίνω δημοσιογράφος, συγγραφέας, έγινα αυτομάτως , όπως μεγάλωνα μεγάλωνε μαζί μου και η επαγγελματική επιτυχία του λόγου στα διάφορα είδη που καλλιεργούσα τότε.»
«Η μανία μου ήταν το θέατρο, μεγάλωσα και δεν μπορούσα να παίζω στις μάντρες και στις κουζίνες της γειτονιάς, ήθελα τα κείμενά μου κάπου να τα διοχετεύσω θεατρικά και ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον Πέτρο τον Κυριακού, αυτός με βοήθησε, αυτός μου έδωσε την ευκαιρία να πρωτοεμφανιστώ και πρωτοεμφανίστηκα σαν θεατρικός συγγραφέας το 1935 στο θέατρο Κοτοπούλη σε μια ας το πούμε μουσική κωμωδία που λεγόταν ”Ο βασιλιάς του Χαλβά”».
«Παύσατε Πυρ»
Η συνεργασία που τον έκανε ευρέως γνωστό ήταν αυτή με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, αρχικά με την επιθεώρηση “Παύσατε Πυρ”, αλλά το σερί των επιτυχιών τους, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Εξαιρετικά μεγάλη ήταν και η επιτυχία του και στον κινηματογράφο, όπου ξεκίνησε αυτοδίδακτος, μετά από παρότρυνση του παραγωγού Φιλοποίμενα Φίνου.
Οι ταινίες του σημείωναν ρεκόρ εισπράξεων, τις οποίες απολαμβάνουμε βμέχρι σήμερα: Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Ένας ήρως με παντούφλες, Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Δεσποινίς ετών 39, Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Η θεία απ’ το Σικάγο, Η καφετζού, Η κυρά μας η μαμή, Ο Ηλίας του 16ου, Το ξύλο βγήκε απ’τον Παράδεισο, Τα κίτρινα γάντια, Αλίμονο στους νέους, Η Αλίκη στο ναυτικό, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Το δόλωμα, Υπάρχει και φιλότιμο κ.α.
Τα 2000 τραγούδια
Έγραψε, επίσης τους στίχους -μόνος, με τον Γιαννακόπουλο ή με άλλους- σε περίπου 2.000 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Μάρω-Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που ‘βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», «Έχω ένα μυστικό», «Υπομονή», «Σήκω χόρεψε συρτάκι» και πολλά άλλα.
Συνεργάστηκε με ευρεία γκάμα συνθετών (από τον Νίκο Χατζηαποστόλου και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, ως τον Χατζιδάκι, τον Μουζάκη, τον Ξαρχάκο, τον Ζαμπέτα, τον Γιάννη Σπανό κ.α.). Ιδιαίτερα σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι ήταν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ, αλλά οι μεγάλες του επιτυχίες για το σινεμά ήταν με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Οι τρεις γάμοι και το έργο του που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ
Από τον πρώτο του γάμο με την Ματούλα Ντάβαρη, απέκτησε δύο κόρες. Κατόπιν ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την χορεύτρια Μπέμπη Κούλα, της οποίας άλλαξε το όνομα σε Νίκη Λινάρδου και προσπάθησε να την κάνει κινηματογραφικό αστέρι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από τα τέλη του ’70 ως το 1991, ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, Τίνα Σακελλάριου, γράφοντας (όπως έλεγε σε συνεντεύξεις του της εποχής) συνεχώς σενάρια, χρονογραφήματα και θεατρικά, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, θεατρικό και χρονογραφικό, δεν εκδόθηκε ποτέ.
Ο Φρέντυ Γερμανός έγραψε για εκείνον
«Ο Αλέκος Σακελλάριος μοιάζει με την Αμερική! Πρώτα ανακαλύφθηκε από τους Ινδιάνους και μετά από τους Ευρωπαίους. Στην περίπτωση του Αλέκου οι Ινδιάνοι ήταν το πλατύ και μεγάλο κοινό, που τον έκανε πολύ γρήγορα, με το αλάθητο ένστικτο του, εθνικό συγγραφέα της ελληνικής κωμωδίας: «Ποιος το έγραψε; Ο Σακελλάριος. Εντάξει πάμε»! Ήταν μια φράση που την άκουγες πολύ συχνά στη διάρκεια του ‘50 και στη δεκαετία του ‘60. Και οι Ευρωπαίοι; οι Ευρωπαίοι ήταν η βλοσυρή μας διανόηση που δεν ήθελε να ανακαλύψει τον Σακελλάριο. Δεν της άρεσε που έβγαζε γέλιο δεν του δεν τους συγχωρούσε αυτόν τον ευθύβολο τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε με το κοινό του. Ως γνωστό για μια μερίδα ψυχασθενών διανοουμένων μας, η επικοινωνία είναι ποινικό αδίκημα».