Εάν κάτι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη αυτή τη στιγμή, αυτό είναι ότι δεν έχει απέναντί του τον Αλέξη Τσίπρα.
Δηλαδή, δεν έχει απέναντι τον πολιτικό με τον οποίο είχε συνηθίσει να συγκρούεται για σχεδόν 8 χρόνια.
Χωρίς τον Τσίπρα ο πρωθυπουργός, στην πραγματικότητα δεν έχει με ποιον να συζητήσει και να αντιπαρατεθεί.
Και αυτό αποτελεί ένα πραγματικό πολιτικό πρόβλημα για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση.
Γιατί τον δυσκολεύει να προσανατολιστεί.
Δεν τα γράφω αυτά από κάποια διάθεση παραδοξολογίας.
Γνωρίζω ότι η «κοινή λογική» λέει ότι είσαι πιο ισχυρός όταν δεν έχεις αντίπαλο.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι, φαινομενικά τουλάχιστον, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ βρίσκεται στην πιο ευτυχή κατάσταση που θα μπορούσε να φανταστεί.
Και αυτό γιατί όχι μόνο επανεξελέγη, αλλά διατήρησε τόσο μεγάλη απόσταση από την αξιωματική αντιπολίτευση, που για ένα διάστημα φαντάζει πολιτικά ακλόνητη.
Ποτέ δεν είχαμε στην Ελλάδα τόσο μεγάλη εκλογική διαφορά ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα.
Διαφορά που εάν γίνονταν τώρα εκλογές θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, εάν δούμε τα κάπως διαλυτικά φαινόμενα που ήδη καταγράφονται στον ΣΥΡΙΖΑ κατά την αναζήτηση βηματισμού για την επόμενη μέρα.
Επιπλέον, ενώ παραδοσιακά οι κυβερνήσεις έχουν πίεση από την αντίθετη ιδεολογική πλευρά, δηλαδή οι δεξιές και κεντροδεξιές από την αριστερά και την κεντροαριστερά και αντίστροφα, εδώ η κυβέρνηση μάλλον δέχεται μεγαλύτερη πίεση από τα δεξιά, στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και ενισχυτικό της θέσης της.
Μόνο που θέλω να επιμείνω ότι όλη αυτή η συνθήκη στην πραγματικότητα αποτελεί μπελά για την κυβέρνηση, παράγοντα αμηχανίας έως και ανησυχίας.
Γιατί οι κυβερνήσεις είναι πάντα «ρυθμισμένες» να απαντούν σε πολιτικές κριτικές και πολιτική αντιπολίτευση.
Είναι, δηλαδή, συνηθισμένες να απαντούν στην αντιπολίτευση, να της λένε «εσείς θα τα κάνατε χειρότερα», ή «είδαμε και εσείς πώς τα κάνατε», να κατασκευάζουν εχθρούς και αντιπάλους, να αποδίδουν την αντιπολιτευτική κριτική σε «ιδεολογικές εμμονές», να επιδίδονται σε αλληλοκατηγορίες.
Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Η αντιπολίτευση είναι αποδυναμωμένη και ενίοτε δεν έχει καν στοιχειώδη αντανακλαστικά να τοποθετηθεί πάνω στις κυβερνητικές επιλογές και πρωτοβουλίες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν υφίσταται κριτική για την απόδοση και τις πολιτικές της.
Όμως, την υφίσταται από την κοινωνία, με όλη την αντιφατικότητα που αυτό συνεπάγεται.
Προφανώς και οι κυβερνήσεις «διαλέγονται» με την κοινωνία (ή και συγκρούονται μαζί της).
Όμως, σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει επειδή οι κοινωνικές δυναμικές διαμεσολαβούνται πολιτικά.
Μεταφράζονται, δηλαδή, σε αντιπολιτευτικό λόγο, σε δημοσκοπικά ποσοστά, σε αντίπαλες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Διαφορετικά, δεν είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση μπορεί όντως να απαντήσει σε αυτό που είναι το κυρίαρχο στην κοινωνία ή να ανταποκριθεί σε αυτό.
Εξ ου και ότι μπορεί να προτιμά π.χ. να καθησυχάσει περισσότερο τις ανησυχίες «από τα δεξιά» παρά «από τα αριστερά».
Όμως, όταν οι κοινωνικές δυναμικές μένουν «αμετάφραστες» πολιτικά και μη εκπροσωπούμενες από την αντιπολίτευση, κινδυνεύουν είτε να μην πάρουν σχηματοποιημένη μορφή, είτε να πάρουν αυτή της έκρηξης (ή της συσσώρευσης εκρηκτικών υλικών).
Και τότε πάλι, εάν δεν υπάρχει πολιτική διαμεσολάβηση, δεν είναι δεδομένο ότι η οργή ή η αγανάκτηση θα έχουν αποτέλεσμα. Γιατί δεν υπάρχει ο μηχανισμός που κάνει την κοινωνική δυναμική παράγοντα πολιτικής αλλαγής.
Η πολιτική είναι από τη φύση της μια διαδικασία διαλογική αλλά και συγκρουσιακή, αντιπαραθετική.
Οι κυβερνήσεις χωρίς αντίπαλο είναι, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι, κυβερνήσεις χωρίς πυξίδα.